ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 16

11 Ιανουαρίου, 2002

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟ 19(Ι)/95

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΟ.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,

ΗΛΕΚΤΡΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΑΝΝΑΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 121)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Υιοθεσία ― Προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος υιοθεσίας ― Συναίνεση γονέων ή κηδεμόνα ― Απόσυρση συναίνεσης, αν κριθεί ως εύλογη υπό τις περιστάσεις ― Ο περί Υιοθεσίας Νόμος (Ν. 19(Ι)/95), Άρθρο 4(1)(α) ― Βασικό κριτήριο για έκδοση διατάγματος υιοθεσίας είναι το συμφέρο του ανηλίκου ― Κοινωνική έρευνα Λειτουργού Ευημερίας ― Αποτελεί χρήσιμο στοιχείο που έχει σαν απώτερο σκοπό την προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου ― Κατά πόσο η μεγάλη ηλικία των αιτούντων σχετικό διάταγμα θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στην έκδοση διατάγματος υιοθεσίας.

Οι εφεσείοντες-αιτητές (οι εφεσείοντες) υπέβαλαν αίτημα στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για την υιοθέτηση του εγγονού τους ηλικίας 12 χρόνων (ο ανήλικος).  Ο εφεσείων Π. Παπαϊωάννου είναι 76 χρόνων και η εφεσείουσα Η. Παπαϊωάννου 65 χρόνων.  Η εφεσίβλητη-καθ' ης η αίτηση (η εφεσίβλητη) είναι η μητέρα του ανηλίκου και είναι ηλικίας 33 χρόνων.  Η εφεσίβλητη - της οποίας η ζωή είναι περιπεπλεγμένη - είναι υιοθετημένο παιδί των εφεσειόντων που δεν έχουν δικά τους παιδιά.  Η ίδια έχει ακόμα ένα παιδί ηλικίας 3 χρόνων που απέκτησε από δεύτερο γάμο της.  Ο ανήλικος δεν έχει φυσικό πατέρα τον πρώτο σύζυγο της εφεσίβλητης αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο που η εφεσίβλητη γνώρισε στο Λονδίνο, όπου γεννήθηκε ο ανήλικος.  Αρχικά η μητέρα είχε συναινέσει εγγράφως ενώπιον Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου για την υιοθεσία του ανηλίκου από τους εφεσείοντες, αλλά απέσυρε τη συναίνεσή της προτού αρχίσει η ακρόαση της αίτησης επικαλούμενη την ύπαρξη κακών σχέσεων με τους εφεσείοντες. Η μητέρα δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία παρόλον ότι είχε ειδοποιηθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από μακρά δίκη, αφού προχώρησε σε συνέντευξη του ανηλίκου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(β) του περί Υιοθεσίας Νόμου (Ν. 19(Ι)/95) και αφού βρήκε ότι η απόσυρση της συναίνεσης ήταν εύλογη, απέρριψε την αίτηση.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων ήταν και οι λόγοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:

α) Έδωσε υπερβολική σημασία στην ηλικία των εφεσειόντων,

β) Έκρινε λανθασμένα ότι η απόσυρση της συναίνεσης της μητέρας ήταν εύλογη,

γ)  Αποφάσισε λανθασμένα ότι η αιτούμενη υιοθεσία δεν ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου, και

δ) Εσφαλμένα δεν έδωσε βαρύτητα για τη θετική γνώμη του ανηλίκου για την υιοθεσία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης η μεγάλη ηλικία των εφεσειόντων δεν θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στην έκδοση διατάγματος υιοθεσίας.

2.  Το θέμα κατά πόσο η απόσυρση συναίνεσης του γονέα ή του κηδεμόνα του ανηλίκου είναι εύλογη, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Από το σύνολο της μαρτυρίας στην παρούσα υπόθεση, δεν προκύπτουν σοβαροί ικανοποιητικοί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόσυρση.  Εφόσον δε δοθεί η συναίνεση για υιοθεσία καθίσταται σταδιακά πιο δύσκολο για τους φυσικούς γονείς να αποδείξουν ότι η ανάκληση ήταν εύλογη.

3.  Η άποψη της Λειτουργού του γραφείου Ευημερίας ότι η υιοθεσία θα αποβεί προς όφελος του ανηλίκου ήταν το αποτέλεσμα συλλογής πληροφοριών, επεξεργασίας των στοιχείων που είχαν προκύψει και προβληματισμού ως προς τις εισηγήσεις που θα υποβάλλονταν στο Δικαστήριο και κακώς δεν έγινε αποδεκτή.

4.  Η ηλικία και ή διανοητική κατάσταση του ανηλίκου του επέτρεπαν να αντιληφθεί πλήρως τα αποτελέσματα της υιοθεσίας και ότι ο ίδιος επιθυμούσε να υιοθετηθεί από τους εφεσείοντες.

5.  Τα κριτήρια που καθορίζουν την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας καθορίζονται από το Άρθρο 5 του Νόμου 19(Ι)/95.  Το βασικό κριτήριο για την έκδοση διατάγματος υοιθεσίας, τηρουμένων των προϋποθέσεων του Άρθρου 5, είναι το συμφέρο του ανηλίκου.  Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια ευεργετήματα που μπορούν να προκύψουν, όπως είναι το δικαίωμα διαμονής και κληρονομικής διαδοχής δεν μπορούν να παραγνωριστούν.  Με βάση το σύνολο των στοιχείων της παρούσας υπόθεσης και ιδιαίτερα με τις τελικές παρατηρήσεις της Λειτουργού Ευημερίας ότι η υιοθεσία θα ήταν προς το καλώς νοούμενο συμφέρον του ανηλίκου, η έφεση γίνεται αποδεκτή.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Re B (an infant) [1970] 3 All E.R. 1008,

In Re C (an infant) [1964] 3 All E.R. 483,

Re L (an infant) [1962] 106 Sol Jo 611,

R.H. (Infants) (Adoption: Parental Consent) [1977] 2 All E.R. 339 n.,

Re B (a minor) [1999] 2 All E.R. 576.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Αρ. Αιτ. 12/99, ημερ. 29/2/00, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για έκδοση διατάγματος υιοθεσίας του ανήλικου εγγονού τους ηλικίας 12 ετών.

Χρ. Νικολάου με Γ. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες.

Ουδεμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε αίτημα τους για την υιοθέτηση του εγγονού τους ηλικίας 12 χρόνων.

(α) Τα γεγονότα

Οι εφεσείοντες Παναγιώτης Παπαϊωάννου και Ηλέκτρα Παπαϊωάννου, ηλικίας 76 και 65 χρόνων αντίστοιχα, ζήτησαν να υιοθετήσουν τον ανήλικο εγγονό τους Δήμο, ηλικίας 12 χρόνων.  Η μητέρα του ανηλίκου Άννα Παλαιολόγου, που είναι σήμερα 33 χρόνων, είχε υιοθετηθεί από τους εφεσείοντες που δεν είχαν άλλα παιδιά, το 1967 όταν ήταν ηλικίας 5 μηνών.  Η Άννα Παλαιολόγου έχει ακόμα ένα παιδί τον Γιάννη ηλικίας 3 χρόνων, που απέκτησε από το δεύτερο της γάμο με τον Ελλαδίτη στρατιωτικό Αθανάσιο Παλαιολόγο και το οποίο μένει μαζί τους.  Αρχικά η μητέρα είχε συναινέσει εγγράφως ενώπιον Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου για την υιοθεσία του ανηλίκου από τους εφεσείοντες, αλλά προτού αρχίσει η ακρόαση της αίτησης αυτή απέσυρε τη συναίνεση της.  Η ακρόαση που επακολούθησε φαίνεται ότι ήταν μακρά, με μάρτυρες που κατέθεσαν εκ μέρους των εφεσειόντων και της μητέρας του ανηλίκου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί προχώρησε σε συνέντευξη του ανηλίκου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(1)(β) του περί Υιοθεσίας Νόμου (αρ. 19(Ι)/95) και αφού βρήκε ότι η απόσυρση της συναίνεσης ήταν εύλογη, κατέληξε στην απόφαση να απορρίψει την αίτηση.

(β) Οι λόγοι της έφεσης

Οι εφεσείοντες είχαν προβάλει διάφορους λόγους με τους οποίους προσβάλλουν την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο,

(i)   Έδωσε υπερβολική σημασία στην ηλικία των εφεσειόντων,

(ii)  Έκρινε λανθασμένα την πιθανή σύγχυση του ανηλίκου με τους νέους ρόλους που θα αναλάμβαναν ο παππούς και η γιαγιά του,

(iii) Κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα ότι τόσο οι εφεσείοντες,  όσο και ο ανήλικος δεν αντιλήφθηκαν τις νομικές συνέπειες της υιοθεσίας,

(iv) Εκρινε λανθασμένα ότι η απόσυρση της συναίνεσης της μητέρας ήταν εύλογη,

(v)  Αποφάσισε λανθασμένα ότι η αιτούμενη υιοθεσία δεν ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου,   και

(vi) Εσφαλμένα δεν έδωσε βαρύτητα για τη θετική γνώμη του ανηλίκου για την υιοθεσία.

Πρέπει να τονισθεί ότι άνκαι η μητέρα είχε ειδοποιηθεί και γνώριζε για τη διαδικασία της έφεσης, αυτή παρέλειψε να εμφανισθεί.

(i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπερβολική σημασία στην ηλικία των εφεσειόντων

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι άνκαι δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάταξη σχετικά με το ανώτατο όριο ηλικίας των θετών γονέων, εντούτοις η ηλικία τους είναι ένα στοιχείο που μπορούσε να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(1)(α) του περί Υιοθεσίας Νόμου αρ. 19(Ι)/95.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο α΄ εφεσείων είναι ηλικίας 76 χρόνων και η β΄ εφεσείουσα 65 χρόνων.  Ο α΄ εφεσείων υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοικτής καρδίας το 1986 αφού αντιμετώπιζε πρόβλημα κλειστών αρτηριών και έκτοτε παρακολουθείται τακτικά (για έλεγχο ρουτίνας) στο Νοσοκομείο Λεμεσού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε επίσης ότι οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν ότι μπορεί λόγω της ηλικίας τους να υπάρξουν δυσκολίες στις σχέσεις τους με τον ανήλικο στο στάδιο της εφηβείας του τελευταίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ηλικία των εφεσειόντων δεν συνηγορεί υπέρ της έκδοσης διατάγματος υιοθεσίας.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη σημασία και θεώρησε ως αρνητικό γεγονός την ηλικία τους, κάνοντας ρητή αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 1543 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, που προβλέπει ρητά ότι αυτός που προτίθεται να υιοθετήσει δεν πρέπει να υπερβαίνει την ηλικία των 60 χρόνων, ενώ δεν υπάρχει τέτοιος περιοριστικός όρος στην Κυπριακή νομοθεσία.  Επιπρόσθετα οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι είχαν την αποκλειστική φροντίδα, φύλαξη και επιμέλεια του ανηλίκου για τα τελευταία 9 χρόνια μέχρι σήμερα και ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ή ισχυρισμός ότι δεν είχαν επιτελέσει το πιο πάνω έργο με επιτυχία. Ταυτόχρονα οι εφεσείοντες επεσήμαναν ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο ανήλικος, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας 13 χρόνων, σε 5 χρόνια ενηλικιώνεται. 

Η μεγάλη ηλικία από μόνη της δεν μπορεί να αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για την απόρριψη αίτησης για υιοθεσία.  Η μεγάλη ηλικία θα πρέπει να συνεπάγεται κάποιου είδους σοβαρή ανικανότητα στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που ενέχει η φροντίδα στη φύλαξη και επιμέλεια του ανηλίκου.

Στην παρούσα περίπτωση η μεγάλη ηλικία των εφεσειόντων δεν πιστεύουμε ότι θα επενεργήσει ανασταλτικά στην επιμέλεια του ανηλίκου.  Και τούτο γιατί ο ανήλικος βρίσκεται για 12 περίπου χρόνια κάτω από τη φροντίδα των εφεσειόντων χωρίς τη δημιουργία οποιουδήποτε σοβαρού προβλήματος.  Η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τη φυσική μητέρα, η οποία σημειωτέον δεν επεδίωξε την παραμονή του ανηλίκου μαζί της.  Ένα άλλο σοβαρό στοιχείο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί είναι το ότι ο ανήλικος σε τέσσερα περίπου χρόνια ενηλικιώνεται.  Η συνεχής παραμονή του κάτω από τη στέγη και τη φροντίδα των εφεσειόντων με τα άριστα αποτελέσματα που έχει επιφέρει στη δημιουργία μιας καλής οικογενειακής ατμόσφαιρας, δεν μπορεί παρά να εξουδετερώσει τις αρνητικές εντυπώσεις που μπορεί να δημιουργήθηκαν εκ πρώτης όψεως από την ηλικία των εφεσειόντων. Η χειρουργική επέμβαση ανοικτής καρδίας στην οποία υποβλήθηκε ο α΄ εφεσείων το 1986 δεν φαίνεται να προβάλλεται σαν ανασταλτικός παράγοντας, αφού ο ίδιος παρακολουθείται τακτικά για έλεγχο ρουτίνας χωρίς τη δημιουργία οποιουδήποτε προβλήματος.

Συμπερασματικά είναι η άποψη μας ότι κάτω από τις πιο πάνω περιστάσεις η μεγάλη ηλικία των εφεσειόντων δεν θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στην έκδοση διατάγματος υιοθεσίας.

(ii)  Πιθανή σύγχυση του ανηλίκου με τους νέους ρόλους που θα αναλάμβαναν

Στη σχετική απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι σε περίπτωση έγκρισης του διατάγματος υιοθεσίας ο ανήλικος θα θεωρείται ως αδελφός της φυσικής του μητέρας και θείος του μικρού αδελφού του (που η φυσική μητέρα απέκτησε με το β΄ σύζυγο της).  Θα θεωρείται επίσης γιός και όχι εγγονός των εφεσειόντων.  Με άλλα λόγια θα αλλάξει η πραγματική γενεαλογία του ανηλίκου, γεγονός που θα επιφέρει σύγχυση ταυτότητας στο παιδί.  Και τούτο παρά το ότι οι εφεσείοντες έχουν δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν θα επιτρέψουν στον ανήλικο να τους αποκαλεί παππού και γιαγιά.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχει η πιθανότητα σύγχυσης του ανηλίκου αφού αν επιτραπεί η υιοθεσία θα συνεχίσει να αποκαλεί τον παππού "παππού" (αντί πατέρα) και τη γιαγιά "γιαγιά" (αντί μητέρα) είναι λανθασμένο.  Και τούτο γιατί από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι μια τέτοια πιθανότητα είναι "πολύ απίθανη και απομακρυσμένη".

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν εκδοθεί το διάταγμα υιοθεσίας θα υπάρξει μια σοβαρή αλλαγή στο νομικό καθεστώς της οικογένειας.  Το ερώτημα αν η αλλαγή αυτή θα επιφέρει σύγχυση σε βαθμό που να επηρεάσει δυσμενώς την έκδοση του διατάγματος, εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης.  Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι η πθανότητα της σύγχυσης είναι απομακρυσμένη, αν όχι απίθανη.  Και τούτο γιατί ο ίδιος ο ανήλικος είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του με το Δικαστή που εξεδίκαζε την υπόθεση στο γραφείο του τελευταίου, ότι δεν τον ενοχλούσε η ιδέα ότι θα εθεωρείτο αδελφός της μητέρας του και ότι ο παππούς και η γιαγιά του θα ήταν νομικά ο πατέρας και η μητέρα του.  Την πιο πάνω θέση, ότι δηλαδή ο ανήλικος δεν θα επηρεασθεί από την αλλαγή που θα επέλθει, συμμερίζεται και η Κλινική Ψυχολόγος του Νοσοκομείου Λεμεσού Γιαννούλλα Χ" Παναγή η οποία ανέφερε ότι στο επίπεδο της πραγματικότητας τίποτε δεν θα αλλάξει, επεξηγώντας ότι ο ανήλικος μετά την υιοθεσία δεν θα αποκαλεί τον παππού "παπά", δεν θα σταματήσει να αποκαλεί τη φυσική του μητέρα "μάμα" και την β΄ εφεσείουσα "γιαγιά".  Σύμφωνα με την πιο πάνω μάρτυρα το κενό στο μυαλό του ανηλίκου βρίσκεται στο επίπεδο καταγωγής, ποιός δηλαδή είναι ο πραγματικός του πατέρας.

Την ίδια άποψη τρέφει και η Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Λεμεσού κα Ανθούλλα Νικήτα που ετοίμασε τη σχετική έκθεση.  Η πιο πάνω επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο πιθανής σύγχυσης από τους νέους ρόλους των εμπλεκόμενων προσώπων γιατί είχε συζητήσει το θέμα μαζί του και για τον ανήλικο ήταν όλα ξεκάθαρα.

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια αδυνατούμε να συμμεριστούμε την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη δημιουργία σύγχυσης ταυτότητας για τον ανήλικο, ιδιαίτερα όταν η ίδια η φυσική μητέρα δεν θεωρούσε πιθανή τη δημιουργία μιας τέτοιας σύγχυσης.

(iii) Οι εφεσείοντες, η φυσική μητέρα και ο ανήλικος δεν αντιλήφθηκαν τις νομικές συνέπειες της υιοθεσίας

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι όταν ο ανήλικος και η φυσική του μητέρα έδιναν τη συναίνεση τους για υιοθεσία δεν κατανόησαν πλήρως το σκοπό και τις νομικές συνέπειες που έχει η υιοθεσία.  Και τούτο γιατί ο σκοπός της υιοθεσίας δεν είναι απλά για να αποκτήσει ο ανήλικος το όνομα του πατέρα, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Νόμου 19(Ι)/95 να θεωρείται καθόλα νόμιμο και φυσικό τέκνο των υιοθετούντων και σε καμιά περίπτωση να μην θεωρείται τέκνο κάποιου άλλου προσώπου.

Oι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες όσο και ο ανήλικος και η φυσική του μητέρα δεν αντιλήφθηκαν πλήρως τις νομικές συνέπειες της υιοθεσίας είναι λανθασμένο.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων ότι οι ίδιοι είναι πρόσωπα μορφωμένα και είχαν υιοθετήσει προηγουμένως τη φυσική μητέρα, ότι η ίδια μητέρα δήλωσε ότι αντιλαμβανόταν τη σημασία και τα επακόλουθα της υιοθεσίας αφού είχε συζητήσει το θέμα με τους εφεσείοντες και τη Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας και ότι ο ανήλικος βρισκόταν σε ηλικία που θα μπορούσε να αντιληφθεί τη σημασία και τα επακόλουθα της υιοθεσίας.

Καταθέτοντας στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της κύριας της εξέτασης η φυσική μητέρα δήλωσε ρητά ότι γνώριζε τι σημαίνει υιοθεσία διευκρινίζοντας ότι ήταν και αυτή υιοθετημένη και ότι με την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας θα έχανε κάθε δικαίωμα στο παιδί της.  Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της επανέλαβε ότι γνώριζε τι σημαίνει η υιοθεσία όπως επίσης και τις συνέπειες της.

Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι και ο ανήλικος γνώριζε τα επακόλουθα της έκδοσης διατάγματος υιοθεσίας.  Τούτο εξάγεται από τις απαντήσεις που είχε δώσει στο Δικαστή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του στο γραφείο του Δικαστή που εκδίκαζε την υπόθεση.  Η ίδια εικόνα προκύπτει και από το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας όπου η Λειτουργός Ευημερίας Α. Νικήτα αναφέρει ότι είχαν εξηγηθεί στον ανήλικο τα αποτελέσματα της υιοθεσίας και ο ίδιος τα αντιλαμβανόταν.

Το ίδιο συμπέρασμα για τα επακόλουθα της υιοθεσίας μπορεί να εξαχθεί και για τους εφεσείοντες που φαίνεται ότι ήταν πλήρως ενήμεροι για τις νομικές προεκτάσεις της υιοθεσίας.

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια αδυνατούμε να δεχθούμε την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν είχαν αντιληφθεί τις νομικές συνέπειες της υιοθεσίας.  Αντίθετα από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί μπορεί να εξαχθεί το ασφαλές συμπέρασμα ότι τόσο οι εφεσείοντες, όσο και η φυσική μητέρα και ο ανήλικος είχαν πλήρη επίγνωση των νομικών συνεπειών που θα μπορούσαν να προκύψουν από την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος.

(iv) Το συμπέρασμα ότι η απόσυρση της συναίνεσης ήταν εύλογη είναι λανθασμένο

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι από τη μαρτυρία που δόθηκε από τη φυσική μητέρα, η β΄ εφεσείουσα την χαστούκισε μπροστά στο β΄ σύζυγο της για κάτι που η φυσική μητέρα είχε πει στο β΄ σύζυγο της και δεν είχε αρέσει στη β΄ εφεσείουσα.  Το γεγονός αυτό οδήγησε τη φυσική μητέρα να προβληματιστεί ότι σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος υιοθεσίας οι εφεσείοντες θα έθεταν περιορισμούς στην επικοινωνία της με τον ανήλικο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της φυσικής μητέρας από τους οποίους μπορούσε να φανεί ότι η συναίνεση "δεν δόθηκε άνευ όρων" και ότι ήταν "προϊόν πίεσης των γονέων της", έκρινε ότι η απόσυρση της συναίνεσης ήταν εύλογη και επέτρεψε την ανάκληση της.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόσυρση της συναίνεσης από τη φυσική μητέρα ήταν εύλογη, είναι λανθασμένο. Ο λόγος που πρόβαλε η φυσική μητέρα για την ανάκληση της συναίνεσης ήταν η διαπίστωση της ίδιας ότι μετά τη δική της υιοθεσία, οι σχέσεις της με τους εφεσείοντες ήταν πολύ χειρότερες από ότι νόμιζε αρχικά.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η φυσική μητέρα θα μπορούσε να προβάλει τον πιο πάνω λόγο προτού δώσει τη συναίνεση της.  Η ανησυχία της φυσικής μητέρας ότι θα εμποδιζόταν η επικοινωνία της με τον ανήλικο ήταν απομακρυσμένη, αφού μέχρι τότε δεν προβλήθηκε ένα τέτοιο εμπόδιο από τους εφεσείοντες στην επικοινωνία της φυσικής μητέρας με τον ανήλικο. Επιπρόσθετα δεν μπορούσε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δήλωσαν κατηγορηματικά ότι δεν θα προέβαλλαν ένα τέτοιο εμπόδιο στο δικαίωμα της επικοινωνίας, που θα μπορούσε να ρυθμιστεί ακόμα και δικαστικά και ότι ο ανήλικος βρισκόταν ήδη σε ηλικία που μπορούσε από μόνος του να επιδιώξει μια τέτοια επικοινωνία.

Το άρθρο 4(1)(α) του Νόμου 19/95 προνοεί ότι για την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας απαιτείται η συναίνεση των γονέων ή του κηδεμόνα του ανηλίκου.  Η συναίνεση που δίνεται ενώπιον Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου (άρθρο 4(2)) μπορεί να αποσυρθεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόσυρση είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις (άρθρο 4(3)). Ο Νόμος δεν καθορίζει πότε μια ανάκληση μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εύλογη, αφήνοντας το θέμα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

Το ερώτημα κατά πόσο η απόσυρση της συγκατάθεσης είναι εύλογη εξετάστηκε στην Αγγλία σε αριθμό υποθέσεων. Στην υπόθεση Re B (an infant) [1970] 3 All E.R. 1008 όπου υπάρχει μια ανάλυση της σχετικής νομολογίας, ο Δικαστής Davies L.J. εξετάζοντας το εύλογο της απόσυρσης μιας συγκατάθεσης αναφέρθηκε στην υπόθεση In Re C (an infant) [1964] 3 All E.R. 483 στην οποία ο Δικαστής Pearson L.J. υιοθέτησε τα πιο κάτω κριτήρια που είχε θέσει ο Lord Denning MR στην υπόθεση Re L (an infant) [1962] 106 Sol Jo 611,

"But I must say that in considering whether she is reasonable or unreasonable we must take into account the welfare of the the child.  Her anguish of mind is quite understable; but still it may be unreasonable for her to withhold consent.  We must look and see whether it is reasonable or unreasonable according to what a reasonable woman in her place would do in all the circumstances of the case."

Ακολούθως ο Δικαστής Davies L.J. προχώρησε στην υιοθέτηση του κριτηρίου που έθεσε ο Δικαστής Diplock L.J. στην υπόθεση Re C [1964] 3 All E.R. 495, ότι,

"The question, indeed, that should be put I would put in these terms:  would a reasonable parent regard a refusal to permit the adoption of a child as involving a serious risk of affecting the whole future happiness of the child?"

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχεται την εισήγηση των εφεσειόντων ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί την απόσυρση της συναίνεσης είναι λανθασμένο.  Από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί δεν έχουν προβληθεί σοβαροί ικανοποιητικοί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόσυρση. Αρχικά η φυσική μητέρα δικαιολόγησε την απόφαση της για την απόσυρση της συναίνεσης της όταν η β΄ εφεσείουσα την χαστούκισε μπροστά από το β΄ σύζυγο της, γεγονός που την έβαλε σε προβληματισμό ότι οι εφεσείοντες θα έθεταν περιορισμούς στην επικοινωνία της με τον ανήλικο. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που οδήγησε στην ανάκληση της συγκατάθεσης της δεν ήταν το χαστούκισμα αλλά το γεγονός ότι δεν είχε καλές σχέσεις με τους εφεσείοντες.  Επιπρόσθετα για την ανάκληση πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν επέτρεψε την υιοθεσία αφού μπορούσε να εντοπίσει τον πραγματικό πατέρα του ανηλίκου.

Οι πιο πάνω λόγοι δεν φαίνεται να δικαιολογούν την ανάκληση της συγκατάθεσης. Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι εφόσο δοθεί μια συγκατάθεση για υιοθεσία καθίσταται σταδιακά πιο δύσκολο για τους φυσικούς γονείς να αποδείξουν ότι η ανάκληση είναι εύλογη. (Ιδε R.H. (Infants) (Adoption: Parental Consent) [1977] 2 All E.R. 339 n.). Η ανησυχία της φυσικής μητέρας ότι οι εφεσείοντες θα της στερούσαν το δικαίωμα της επικοινωνίας δεν μπορεί να ευσταθήσει αφού για 10 και πλέον χρόνια που ο ανήλικος διέμενε με τους εφεσείοντες δεν παρατηρήθηκε μια τέτοια περίπτωση και η φυσική μητέρα ουδέποτε ήγειρε ένα τέτοιο ισχυρισμό. Η ύπαρξη κακών σχέσεων με τους εφεσείοντες θα μπορούσε να προβληθεί από τη φυσική μητέρα προτού δώσει τη συγκατάθεση της, πράγμα που δεν έπραξε.  Τούτο εξασθενίζει σε μεγάλο βαθμό το σχετικό λόγο που πρόβαλε για την απόσυρση της ανάκλησης. Αντίθετα πληθώρα γεγονότων συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η ανάκληση δεν ήταν εύλογη, όπως π.χ. το ότι η φυσική μητέρα ουδέποτε έφερε ένσταση στην ανάληψη της φροντίδας και διαπαιδαγώγησης του ανηλίκου από τους εφεσείοντες, το ότι η ίδια δεν ζήτησε να πάρει μαζί της τον ανήλικο και δεν συνεισέφερε στη διατροφή και τα άλλα έξοδα του που κάλυπταν οι εφεσείοντες.  Γενικά μπορεί να λεχθεί από το σύνολο των περιστατικών ότι η ανάκληση της συγκατάθεσης της δεν ήταν εύλογη.

(v)  Η αιτούμενη υιοθεσία δεν ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου

           

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την άποψη της Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας ότι η ζητούμενη υιοθεσία θα απέβαινε προς όφελος του ανηλίκου.  Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι άνκαι ο ανήλικος διαμένει με τους εφεσείοντες εντούτοις έχει μια πολύ καλή σχέση με τη φυσική του μητέρα την οποία αγαπά και θα την αποκαλεί μητέρα έστω και αν εκδοθεί το διάταγμα υιοθεσίας.  Μεταξύ τους υπάρχει μια καλή σχέση.  Το ότι ο τελευταίος γάμος της φυσικής μητέρας είναι ασταθής δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού ο ανήλικος θα εξακολουθεί να διαμένει με τους εφεσείοντες έστω και αν δεν εκδοθεί το διάταγμα υιοθεσίας.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ζητούμενη υιοθεσία δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου, είναι λανθασμένο. Προς τούτο οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν διάφορα στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντίθετο συμπέρασμα, όπως π.χ. η αστάθεια της φυσικής μητέρας στις σχέσεις της με τους δύο συζύγους της και ιδιαίτερα με το β΄ σύζυγο της, η κακή διαχείριση εκ μέρους της των οικονομικών της, το ότι ο ανήλικος από ηλικίας 3 μηνών διαμένει με τους εφεσείοντες, ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αίτησης για υιοθεσία ο ανήλικος θα εξακολουθεί να διαμένει με τους εφεσείοντες, η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του βιολογικού πατέρα και η οικονομική εξασφάλιση του ανηλίκου μετά την υιοθεσία.

Η εισήγηση των εφεσειόντων είναι ορθή. Έχει ήδη παρουσιασθεί μια γενική εικόνα των προσώπων που συνδέονται άμεσα με το αιτούμενο διάταγμα.  Επιπρόσθετα υπάρχει η ανεξάρτητη έκθεση της Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας η οποία αφού έλαβε υπόψη τους διάφορους προβληματισμούς που θα μπορούσαν να προκύψουν από την υιοθεσία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "η υιοθεσία του παιδιού από τους αιτητές θα είναι προς το καλώς νοούμενο συμφέρον του". Οι λόγοι που προβλήθηκαν από το Δικαστήριο ως προς την απόρριψη της έκθεσης της Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Η έκθεση παρουσιάζει μια ανεξάρτητη και λεπτομερή εικόνα που ήταν το αποτέλεσμα συλλογής πληροφοριών, επεξεργασίας των στοιχείων που είχαν προκύψει και προβληματισμού ως προς τις εισηγήσεις που θα υποβάλλονταν στο Δικαστήριο.  Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια αδυνατούμε να αποδεχθούμε τους λόγους που προβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της εισήγησης της Λειτουργού Ευημερίας.  Αντίθετα επικροτούμε την άποψη της ότι η υιοθεσία θα αποβεί προς όφελος του ανηλίκου.

(vi) Εσφαλμένα δεν δόθηκε βαρύτητα στη γνώμη του ανηλίκου

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η συναίνεση του ανηλίκου να δεχθεί την υιοθεσία δεν συνιστούσε στην ουσία επιλογή μεταξύ της φυσικής του μητέρας και των εφεσειόντων, αφού το μόνο που θα άλλαζε θα ήταν το όνομα του πατέρα του.  Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ανήλικος επιθυμούσε την υιοθεσία του από τους εφεσείοντες γιατί ο φυσικός του πατέρας δεν έδειχνε ενδιαφέρον γι' αυτόν.  Μάλιστα επιθυμούσε όπως η διαδικασία της υιοθεσίας συμπληρωθεί το συντομότερο δυνατό για να μπορεί να εγγραφεί στο Γυμνάσιο με το επίθετο των εφεσειόντων.  Η επιθυμία του για το όσο το δυνατό πιο σύντομη διεκπεραίωση της διαδικασίας της υιοθεσίας οφειλόταν στο ότι ο α΄ εφεσείων πληροφόρησε τον ανήλικο χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της φυσικής μητέρας, ότι ο φυσικός του πατέρας δεν ήταν ο α΄ σύζυγος της φυσικής μητέρας Χαράλαμπος Χριστοδούλου.

Οι εφεσείοντες προβάλλουν την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στη θετική προσέγγιση του ανηλίκου προς το αιτούμενο διάταγμα.  Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι ο ανήλικος βρισκόταν σε ηλικία που θα μπορούσε να εκφράσει τη δική του προσωπική άποψη και ότι η επιθυμία να δεχθεί την υιοθέτηση του από τους εφεσείοντες δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η θέση των εφεσειόντων είναι ορθή.  Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο ανήλικος είχε πλήρη επίγνωση για τα αποτελέσματα της υιοθεσίας και ότι ο ίδιος επιθυμούσε να υιοθετηθεί από τους εφεσείοντες.  Την πιο πάνω θέση του ο ανήλικος την γνωστοποίησε τόσο στους εφεσείοντες, όσο και στη φυσική του μητέρα και στο Γραφείο Ευημερίας.  Ο ανήλικος βρισκόταν σε μια ηλικία και διανοητική κατάσταση που μπορούσε να συλλάβει τα επακόλουθα της υιοθεσίας του από τους εφεσείοντες.

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η συναίνεση του ανηλίκου για την υιοθεσία του δεν συνιστούσε στην ουσία επιλογή μεταξύ της φυσικής του μητέρας και των εφεσειόντων, είναι λανθασμένη.

(γ) Συμπέρασμα

Τα κριτήρια που καθορίζουν την έκδοση ενός διατάγματος υιοθεσίας καθορίζονται από το άρθρο 5 του Νόμου 19(Ι)/95 που προνοεί ότι,

"5.-(1) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα υιοθεσίας, αφού ικανοποιηθεί ότι-

(α)   Η συναίνεση που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 4 έχει δοθεί με πλήρη επίγνωση της φύσεως των αποτελεσμάτων της υιοθεσίας·

(β)   η έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας θα είναι προς το συμφέρον του υιοθετουμένου, λαμβανομένων υπόψη και των επιθυμιών του, αν το επιτρέπει η ηλικία και η πνευματική του ικανότητα·

(γ)   για τρεις τουλάχιστο συνεχείς μήνες πριν από την έκδοση του διατάγματος ο ανήλικος διέμενε και συνεχίζει να διαμένει με τον αιτητή ή έναν από αυτούς και τελεί υπό τη φροντίδα και επίβλεψη του·

(δ)   ο αιτητής δεν έχει λάβει ούτε συμφώνησε να λάβει και κανένα άλλο πρόσωπο δεν έχει δώσει ή συμφώνησε να δώσει στον αιτητή οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή άλλη αμοιβή ως αντάλλαγμα για την υιοθεσία·

(ε) η έκθεση του Τμήματος Ευημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13(5), αναφέρει ότι ο επιμελητής του προς υιοθεσία προσώπου είναι πράγματι πρόσωπο κατάλληλο για σκοπούς υιοθεσίας.

(2) Το Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας, μπορεί να θέσει οποιουσδήποτε όρους που υπό τις περιστάσεις κρίνει αναγκαίους και ειδικότερα μπορεί να αξιώσει από τον αιτητή να μεριμνήσει για την οικονομική κατοχύρωση του ανηλίκου με οποιοδήποτε τρόπο αυτό κρίνει ορθό και δίκαιο."

Τα γεγονότα όπως προκύπτουν από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί παρουσιάζουν την πιο κάτω εκόνα.

Ο α΄ εφεσείων που είναι ηλικίας 76 χρόνων και η β΄ εφεσείουσα (σύζυγος του) που είναι ηλικίας 65 χρόνων, παντρεύτηκαν το 1962.  Ο γάμος τους ήταν σταθερός.  Ο α΄ εφεσείων είναι συνταξιούχος καθηγητής Αγγλικών και διδάσκει τώρα σε μικρές ομάδες παιδιών σχολικής ηλικίας, ενώ η σύζυγος του είναι οικοκυρά.  Το ζευγάρι συνεργάζεται σε όλους τους τομείς της ζωής, συζητούν θέματα που τους αφορούν και μεταξύ τους υπάρχει αγάπη, σεβασμός, αποδοχή, κατανόηση και επικοινωνία.  Λόγω δυσκολίας να αποκτήσουν δικό τους παιδί υιοθέτησαν το 1967 τη φυσική μητέρα του ανηλίκου όταν αυτή ήταν τότε ηλικίας 5 μηνών.  Η φυσική μητέρα μέχρι την ηλικία των 10 χρόνων ήταν ήρεμη και συνεργάσιμη.  Στο στάδιο της εφηβείας όμως άρχισε να αντιδρά και τους έλεγε ψέματα πού πήγαινε και ποιούς έβλεπε.  Οι εφεσείοντες όταν ήταν 14 χρόνων την πληροφόρησαν ποιά ήταν η βιολογική της μητέρα και την έφεραν σε επαφή μαζί της.  Ακολούθως η φυσική μητέρα μετέβηκε στην Αγγλία και αφού σπούδασε γραμματειακές σπουδές επέστρεψε στην Κύπρο όπου το 1985 παντρεύτηκε τον Χαράλαμπο Χριστοδούλου που εργαζόταν σαν Εκτιμητής.  Κατά τη διάρκεια του γάμου της απέκτησε με τον Αλέξη Αλεξάνδρου, ιδιοκτήτη εργοστασίου ένδυσης, τον ανήλικο.  Ο γάμος της φυσικής μητέρας διαλύθηκε το 1990.  Αρχικά και για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο ανήλικος διέμενε μαζί της, αλλά λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η φυσική μητέρα, οι εφεσείοντες ανέλαβαν εξ ολοκλήρου τη φροντίδα και τα έξοδα συντήρησης του.  Η φυσική μητέρα παντρεύτηκε το 1996 τον Ελλαδίτη στρατιωτικό Αθανάσιο Παλαιολόγο, ηλικίας 24 χρόνων.  Από τον πιο πάνω γάμο απέκτησαν τον Γιάννη, ηλικίας 3 χρόνων.  Ο β΄ γάμος της φυσικής μητέρας είναι προβληματικός. Ο σύζυγος της δεν την εμπιστεύεται γιατί η ίδια, κατά δική της παραδοχή, είναι "ανοικτός τύπος" και ο σύζυγος της της δημιουργεί σκηνές ζήλιας που καταλήγουν σε διαπληκτισμούς. Σε δύο περιπτώσεις ο σύζυγος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει παίρνοντας χάπια και προς τούτο θα παρουσιαζόταν ενώπιον στρατοδικείου.  Η φυσική μητέρα δεν επισκέπτεται το σχολείο του ανηλίκου για να ενημερωθεί για τις επιδόσεις του και δεν συνεισφέρει για τη διατροφή και συντήρηση του.  Αρχικά ήταν εναντίον της υιοθεσίας του ανηλίκου, αλλά όταν της εξηγήθηκαν τα επακόλουθα έδωσε τη συγκατάθεση της αφού οι εφεσείοντες την διαβεβαίωσαν ότι σε περίπτωση που θα τους συνέβαινε κάτι σοβαρό ο ανήλικος θα επέστρεφε κοντά της και ότι αυτή θα εξακολουθούσε να ήταν η μητέρα του ανηλίκου.  Αργότερα αναίρεσε τη συγκατάθεση της για την υιοθεσία.

Ο ανήλικος γεννήθηκε το 1987 στο Λονδίνο.  Ο βιολογικός πατέρας του τον έβλεπε μέχρις ότου ο ανήλικος σε ηλικία 3 χρόνων έφθασε μαζί με τη φυσική του μητέρα στην Κύπρο.  Από την ηλικία των 3 μηνών ο ανήλικος φροντιζόταν από τους εφεσείοντες αφού η φυσική μητέρα εργαζόταν και ακολούθως όταν έγινε 3 χρόνων, οι εφεσείοντες ανέλαβαν εξ ολοκλήρου τη φροντίδα και συντήρηση του, ο οποίος είχε επικοινωνία μαζί με τη φυσική του μητέρα κάθε Σαββατοκυρίακο.  Ο ανήλικος που είναι ζωηρός και καλό παιδί, αρχικά δεν μιλούσε και εκδήλωνε με δυσκολία τα αισθήματα του.  Σταδιακά όμως άρχισε να εκφράζεται, να διατυπώνει τις σκέψεις του και να επεξεργάζεται τα αισθήματα του με αποτέλεσμα να διατυπώνει με σαφήνεια τις σκέψεις του χρησιμοποιώντας λεξικό παιδιού μεγαλύτερης ηλικίας.  Η ψυχολόγος που συνεργάστηκε με τον ανήλικο διαπίστωσε ότι αυτός υπολογίζει και σέβεται τους εφεσείοντες νοιώθοντας κοντά τους ασφάλεια, κάτι που δεν γνώρισε κοντά στη φυσική του μητέρα λόγω της συμπεριφοράς της, άνκαι την αγαπά.  Ο ίδιος ο ανήλικος δήλωσε ότι αισθάνεται άνετα μαζί με τους εφεσείοντες, συζητά μαζί τους θέματα που τον απασχολούν και θέλει να παραμείνει μαζί τους.  Αντίθετα δεν θέλει να ζήσει μαζί με τη μητέρα του γιατί μεγάλωσε κοντά στους εφεσείοντες και γιατί όταν τον φιλοξενούσε η φυσική του μητέρα, αυτή συναντούσε τα βράδια στο σπίτι της άλλους άνδρες όταν ο σύζυγος της απουσίαζε.  Ο ίδιος δεν συμφωνεί με αυτή τη συμπεριφορά της φυσικής του μητέρας. Ο δάσκαλος του, που είναι και ψυχολόγος, περιγράφει τον ανήλικο ως πολύ καλό μαθητή, συνεπή στις υποχρεώσεις του προς το σχολείο, ευγενικό και ήρεμο. Έχει ευφράδεια λόγου και υποστηρίζει τις θέσεις του με λογικά επιχειρήματα.  Ταυτόχρονα είναι ενήμερος για την καθημερινή πολιτική κατάσταση που οδηγεί το δάσκαλο του στο συμπέρασμα ότι το περιβάλλον στο οποίο ζει τον ενθαρρύνει και τον βοηθά πολύ.

Η Λειτουργός Ευημερίας που ετοίμασε τη σχετική έκθεση διαπίστωσε από τις επαφές που είχε με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ότι ο ανήλικος είναι ικανοποιημένος από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και δεν θέλει να μετακινηθεί κοντά στη μητέρα του. Του έχουν εξηγηθεί οι επιπτώσεις της υιοθεσίας, τις οποίες αποδέχεται. Η Λειτουργός Ευημερίας στην τελική της κατάληξη αφού προβληματίζεται για την υπό όρους συγκατάθεση της φυσικής μητέρας, τη μεγάλη ηλικία των εφεσειόντων, την άγνοια του ανηλίκου για το βιολογικό του πατέρα (που τώρα δεν υπάρχει) και την πιθανή σύγχυση του νέου ρόλου των εφεσειόντων, καταλήγει στα πιο κάτω καθοριστικά:

"Λαμβάνοντας υπόψη τους πιο πάνω προβληματισμούς καθώς επίσης και την προσωπικότητα της μητέρας του, την μέχρι σήμερα προσφορά της απέναντι του και το γεγονός ότι ο γάμος της παρουσιάζεται ασταθής, πιστεύεται ότι η υιοθεσία του παιδιού από τους αιτητές θα είναι προς το καλώς νοούμενο συμφέρον του."

Το αποτέλεσμα της κοινωνικής έρευνας που διεξάγει ένας Λειτουργός Ευημερίας δεν δεσμεύει με το πόρισμα της ένα Δικαστήριο που εξετάζει μια αίτηση υιοθεσίας αλλά αποτελεί ένα χρήσιμο στοιχείο που έχει σαν απώτερο σκοπό την προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου.  (Ίδε Ε. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη "Οικογενειακό Δίκαιο", Τόμος ΙΙ, Β΄ Εκδοση, 314).

Το βασικό κριτήριο που κρίνει την έκδοση ενός διατάγματος υιοθεσίας, εφόσο βεβαίως τηρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 5, είναι το συμφέρο του ανηλίκου.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ευεργετήματα που μπορούν να προκύψουν, όπως π.χ. το δικαίωμα διαμονής και κληρονομικής διαδοχής δεν μπορούν να παραγνωριστούν.  (Ίδε Re B (a minor) [1999] 2 All E.R. 576).  Στην παρούσα περίπτωση, με βάση το σύνολο των στοιχείων που έχουν παρουσιασθεί και ιδιαίτερα με τις τελικές παρατηρήσεις της Λειτουργού Ευημερίας ότι η υιοθεσία θα ήταν προς το καλώς νοούμενο συμφέρον του ανηλίκου, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα να αποδεχθούμε την έφεση.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης.

Ο φάκελος παραπέμπεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο με οδηγίες όπως προχωρήσει στον καθορισμό των όρων της υιοθεσίας, έχοντας πάντα υπόψη το αποτέλεσμα της αίτησης όπως αυτό καθορίζεται με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης.

 

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο