ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 2105
20 Δεκεμβρίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΠΕΤΡΟΥ ΙΩΣΗΦ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10903)
Έξοδα — Έφεση στρεφόμενη αποκλειστικά εναντίον διαταγής εξόδων — Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.
Ο εφεσείων-ενάγων, εξασφάλισε άδεια του Εφετείου για έφεση σε σχέση μόνο με τα έξοδα αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιδικάσει υπέρ του εφεσείοντος-ενάγοντος μόνο τα έξοδα της καταχώρησης αίτησης για απόφαση. Όπως έκρινε, δεν εδικαιούτο ο εφεσείων-ενάγων στα έξοδα τα οποία είχε δαπανήσει στις δικάσιμους κατά τις οποίες παρουσίασε την υπόθεσή του. Ο εφεσείων επικαλέσθηκε τη Δ.16, θ.7 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και συναφώς την απόφαση του Εφετείου για τη χορήγηση άδειας για άσκηση έφεσης, σύμφωνα με την οποία εμφαινόταν πως η πρωτόδικη απόφαση «έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες της». Ο εν λόγω θεσμός προβλέπει πως αν ο εναγόμενος εμφανιστεί μετά τον καθορισμένο χρόνο, θα διατάσσεται να πληρώσει τα έξοδα που δεόντως υπέστη ο ενάγων εξ αιτίας της παράλειψης. Ο εφεσείων επικαλέσθηκε περαιτέρω την επισήμανση του Εφετείου πως δεν βρίσκει έρεισμα στους θεσμούς η θεώρηση της οριοθέτησης της υλικής αποτίμησης της απαίτησης ως συστατικού στοιχείου της απαίτησης, προσδιοριστικού του δικαιώματος του εναγομένου να εμφανιστεί.
Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος υποστήριξε, με το περίγραμμα της αγόρευσής του, ότι η αργοπορημένη κατάθεση του σημειώματος εμφάνισης οφειλόταν στο γεγονός της αύξησης της κλίμακας των διεκδικούμενων αποζημιώσεων, οι οποίες τοποθετούνταν στην κλίμακα £25.000 - £50.000 με την έκθεση απαιτήσεως, ενώ στο κλητήριο ένταλμα, αυτές περιορίζονταν στην κλίμακα £10.000 - £25.000. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε επίσης ότι, ούτως ή άλλως, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι αναβολές οφείλονταν σε υπαιτιότητα του εφεσείοντος, και επίσης ότι δεν εδικαιολογείτο παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο εφόσον αυτό δεν είχε λάβει υπόψη εξωγενή στοιχεία.
Αποφασίστηκε ότι:
Στη βάση όλων των δεδομένων δεν ήταν δικαιολογημένη η στέρηση των εξόδων του εφεσείοντος για τις εμφανίσεις ως τις 10.12.99 περιλαμβανομένης (η εν λόγω ημερομηνία ήταν η πρώτη ημερομηνία που ορίστηκε για την απόδειξη της αξίωσης του) και, περαιτέρω για μια ακόμα εμφάνιση αφού το ίδιο το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφασή του.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Donald Campbell and Co Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,
Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/1/00 (Αρ. Αγωγής 4525/99) με την οποία επιδίκασε υπέρ του μόνο τα έξοδα της καταχώρισης αίτησης για απόφαση λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφανίσεως από τον εναγόμενο.
Χ. Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Αστραίου για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Εφετείου χορηγήθηκε άδεια για έφεση σε σχέση μόνο με έξοδα στην Αγωγή. (Βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Ανδρέα Χριστοφόρου αρ. 20/00 ημερομηνίας 29.6.00.) Ασκήθηκε η έφεση και ο εφεσίβλητος κατά πρώτο προτείνει την απόρριψη της επειδή, όπως εισηγείται, η εκκαλούμενη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. Κακώς, όπως μπορούμε να σημειώσουμε εξ αρχής. Αφού δόθηκε άδεια από το Εφετείο, μάλιστα μετά από απόρριψη όμοιας εισήγησης που αναπτύχθηκε τότε.
Είχε επιδοθεί στον εφεσίβλητο-εναγόμενο η αγωγή, δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, υποβλήθηκε αίτηση για απόφαση, προσάχθηκε μαρτυρία προς απόδειξη της αξίωσης και το πρωτόδικο δικαστήριο επιφύλαξε την απόφασή του. Για να φανεί, όμως, στη συνέχεια πως με την έκθεση απαίτησης οι διεκδικούμενες αποζημιώσεις τοποθετούνταν στην κλίμακα £25.000 - £50.000 ενώ στο κλητήριο ένταλμα που είχε επιδοθεί στον εφεσίβλητο αυτές περιορίζονταν στην κλίμακα £10.000 - £25.000. Δόθηκαν οδηγίες για την επίδοση της Έκθεσης Απαίτησης και ως τη νέα ημερομηνία που ορίστηκε ο εφεσίβλητος κατέθεσε σημείωμα εμφάνισης. Όταν δε εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο του ενώπιον του Δικαστηρίου, όλοι αναγνώρισαν πως εξέλειπε η προϋπόθεση για την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης. Η παράλειψη, δηλαδή, κατάθεσης σημειώματος εμφάνισης. Και η αίτηση για απόφαση αποσύρθηκε. Διαφώνησαν, όμως, οι δυο πλευρές αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας που προηγήθηκε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα μόνο τα έξοδα "καταχώρισης της αίτησης". Όπως έκρινε, δεν εδικαιούτο "στα έξοδα τα οποία έχει δαπανήσει στις δικάσιμους κατά τις οποίες παρουσίασε την υπόθεσή του". Όπως σημειώνει, "οι αναβολές εκείνες εδόθησαν δια εξυπηρέτηση του ιδίου για να μπορέσει να παρουσιάσει την υπόθεση του σε διαδοχικές ημερομηνίες παρουσιάζοντας τους διάφορους μάρτυρές του." Πρόσθεσε και δεύτερη σκέψη, ως εξής:
"Επιπλέον ο εναγόμενος, θεωρητικά έστω, μπορεί να επικαλείται ότι δεν είχε διάθεση να εμφανιστεί στην αγωγή αν αυτή ήταν περιορισμένη ως αρχικώς στις £25.000 αλλά τώρα επιθυμεί να εμφανιστεί και να αμφισβητήσει ότι ο ενάγοντας δικαιούται εις αποζημιώσεις της τάξης των £50.000."
Ο εφεσείων επικαλείται τη Δ.16 θ. 7 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και συναφώς την απόφαση του Εφετείου για χορήγηση άδειας για άσκηση έφεσης, σύμφωνα με την οποία εμφαινόταν πως η πρωτόδικη απόφαση "έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες της". Προβλέπει ο Θεσμός πως αν ο εναγόμενος εμφανιστεί μετά τον καθορισμένο χρόνο, θα διατάσσεται να πληρώσει τα έξοδα που δεόντως υπέστη ο ενάγων εξ αιτίας της παράλειψης. Επικαλείται περαιτέρω ο εφεσείων την επισήμανση του Εφετείου πως δεν βρίσκει έρεισμα στους θεσμούς η θεώρηση της οριοθέτησης της υλικής αποτίμησης της απαίτησης ως συστατικού στοιχείου της απαίτησης, προσδιοριστικού του δικαιώματος του εναγομένου να εμφανιστεί. Και τον εντοπισμό, στην ίδια απόφαση, στοιχείου αντινομίας στην πρωτόδικη κρίση. Δεν θα έπρεπε να επιδικάσει έξοδα ούτε για την κατάθεση της αίτησης αν ήταν επιβεβλημένη λόγω της αλλαγής της κλίμακας η επίδοση της Έκθεσης Απαίτησης.
Ο εφεσίβλητος αποδίδει τώρα, με το περίγραμμα της αγόρευσής του, την αργοπορημένη κατάθεση του σημειώματος εμφάνισης στο γεγονός της αύξησης της κλίμακας. Θέση που αντιλαμβανόμαστε να υπονοεί πως, στη βάση της αρχικής, δεν είχε πρόθεση να αμφισβητήσει την απαίτηση. Δεν ήταν όμως αυτή η τοποθέτηση του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν παρέχεται δυνατότητα για εξέταση του θέματος κάτω από τέτοιο πρίσμα. Σημειώνουμε δε πως και το πρωτόδικο δικαστήριο μόνο "θεωρητικά" είδε τέτοια προέκταση. Η δε θεώρηση του θέματος από την καθαρά δικονομική του χροιά, όπως αυτή εξηγήθηκε κατά τη χορήγηση της άδειας, χωρίς δηλαδή άλλα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν άσκηση της διακριτικής εξουσίας προς άλλη κατεύθυνση, δεν του παρέχει έρεισμα.
Κατά την εξήγηση που ο εφεσίβλητος έδωσε τότε, ενώπιον δηλαδή του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν κατέθεσε σημείωμα εμφάνισης επειδή "ήταν της γνώμης ότι θα συνεχίζετο μια εξώδικη διευθέτηση" και "δεν γνώριζε ο εναγόμενος την ύπαρξη της δικαστικής διαδικασίας". Ενώ του είχε επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα και οι επιπτώσεις από την παράλειψη εμπρόθεσμης κατάθεσης σημειώματος εμφάνισης καθορίζονται στους Θεσμούς. Και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς αιτιώδη σύνδεση της δικής του επιλογής προς οποιαδήποτε στάση του αντιδίκου του.
Σε δεύτερο επίπεδο ο εφεσίβλητος εισηγείται πως, ούτως ή άλλως, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι αναβολές οφείλονταν σε υπαιτιότητα του εφεσείοντα. Και επικαλέστηκε την Donald Campbell and Co Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732 (βλ.συναφώς την Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890) με τη βασική εισήγηση πως αφού το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη εξωγενή στοιχεία, δεν δικαιολογείται παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο άσκησε την διακριτική του εξουσία.
Το δέχεται και ο εφεσείων πως δεν θα πρέπει να του επιδικαστούν έξοδα για αναβολές που ζήτησε ο ίδιος. Εισηγείται ωστόσο, και αυτό είναι ορθό, πως δεν δικαιολογείται η απόδοση όλων των αναβολών σε δική του υπαιτιότητα. Οπότε, αποκαλύπτεται πλάνη ως προς τα γεγονότα, ρητά προσδιοριζόμενη στη Δ.35 θ.20 ως αιτία παρέμβασης.
Τα πρακτικά αποστενογραφήθηκαν με οδηγίες μας και δείχνουν πως σε υπαιτιότητα του εφεσείοντα οφείλονται μόνο ορισμένες από τις εμφανίσεις. Στις 10.12.99 που ήταν η πρώτη ημερομηνία που ορίστηκε για την απόδειξη της αξίωσης, ακούστηκαν 4 μάρτυρες. Ακολούθησαν αναβολές για να κληθούν περαιτέρω μάρτυρες αλλά και επειδή δεν εμφανίστηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων σε μια περίπτωση. Ακούστηκε πέμπτος μάρτυρας στις 4.1.00, ο εφεσείων ζήτησε και πάλιν αναβολή για να ετοιμάσει την αγόρευσή του και αυτός ακούστηκε στις 5.1.00. Η απόφαση επιφυλάχθηκε για τις 18.1.00 για να δοθεί όμως τελικά νέα ημερομηνία, όπως αποφάσισε το δικαστήριο, χωρίς διαταγή για έξοδα. Οπότε, ως την επομένη, ενόψει της αύξησης της κλίμακας δόθηκαν οδηγίες για την επίδοση της έκθεσης απαίτησης στον εφεσίβλητο για να ακολουθήσουν όσα ήδη σημειώσαμε. Στη βάση όλων των δεδομένων δεν ήταν δικαιολογημένη η στέρηση των εξόδων των εφεσειόντων για τις εμφανίσεις ως τις 10.12.99 περιλαμβανομένης και, περαιτέρω, για μια ακόμα εμφάνιση αφού το ίδιο το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφασή του.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, ως ανωτέρω.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος ως ανωτέρω.