ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1994
18 Δεκεμβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
v.
1. Ν. Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ) ΛΤΔ,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ,
Εφεσιβλήτων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 10765)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος — Παράνομη απόλυση — Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάσισε ότι η απασχόληση του εργοδοτουμένου τερματίστηκε γιατί είχε καταστεί πλεονάζων και απέρριψε την απαίτησή του για αποζημιώσεις και για πληρωμή λόγω πλεονασμού επειδή αρνήθηκε εργοδότηση σε θυγατρική εταιρεία με βάση το Άρθρο 20 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/67, όπως τροποποιήθηκε — Ανατροπή της απόφασης κατ' έφεση.
Λέξεις και Φράσεις — «Θυγατρική εταιρεία» στο Άρθρο 20 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/67, όπως τροποποιήθηκε — Ο όρος έχει την έννοια που του αποδίδεται από το Άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου.
Στις 19.9.1995 η εταιρεία στην οποία εργοδοτείτο ο εφεσείων για πέντε χρόνια (στο εξής οι εφεσίβλητοι) συγχωνεύθηκε με την εταιρεία Lyssiotis Freres Ltd. Οι εφεσίβλητοι ήταν αντιπρόσωποι της ασφαλιστικής εταιρείας Commercial Union. Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας συγχώνευσης, οι υπηρεσίες του εφεσείοντος ήταν πλέον ανεπιθύμητες και η Commercial Union πρόσφερε στον εφεσείοντα δουλειά στα κεντρικά της γραφεία στη Λευκωσία. Ο εφεσείων απέρριψε την προσφορά.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατέληξε ότι η απασχόληση του εφεσείοντος τερματίστηκε γιατί είχε καταστεί πλεονάζων, απέρριψε δε την απαίτησή του για αποζημιώσεις. Ακολούθως επειδή, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων αρνήθηκε κατάλληλη απασχόληση που του είχε παραχωρηθεί από θυγατρική εταιρεία με βάση το Άρθρο 20 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/67, όπως τροποποιήθηκε, αποφάσισε ότι δεν δικαιούται ούτε και σε πληρωμή λόγω πλεονασμού και έτσι απέρριψε την αίτησή του στο σύνολό της. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Το Εφετείο εξέτασε το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέκτηκε ότι ο τερματισμός απασχόλησης έγινε λόγω πλεονασμού, βάσει του Άρθρου 5(β) και 18(γ)(i) του Νόμου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων κατέστη πλεονάζων είναι εσφαλμένο και πρέπει να ακυρωθεί. Η απόλυση του εφεσείοντος είναι παράνομη και συνεπώς δικαιούται σε σχετική αποζημίωση.
2. Ενόψει των κριτηρίων υπολογισμού της αποζημίωσης που τίθενται στον Πρώτο Πίνακα, ο εφεσείων δικαιούται, υπό μορφή δίκαιης αποζημίωσης για την απόλυσή του, το ποσό των £4.580 που αντιστοιχεί με τις αποδοχές του για περίοδο πέντε μηνών.
3. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων για ποσό £4.580, πλέον έξοδα στη σχετική κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε απόφαση ως ανωτέρω. Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 18/2/00 (Αρ. Αίτησης 63/97) με την οποία κατέληξε ότι η απασχόλησή του τερματίστηκε λόγω πλεονασμού και απέρριψε την απάιτησή του για αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης εργοδότριας εταιρείας.
Ν. Πελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Σταυράκης, για τους Εφεσίβλητους 1.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας των εφεσίβλητων 1 (στο εξής "οι εφεσίβλητοι"). Οι εφεσίβλητοι ασχολούνται με ασφαλιστικές εργασίες, ήταν δε αντιπρόσωποι της ασφαλιστικής εταιρείας Commercial Union. Στις 19.9.1995 εξαγόρασαν το χαρτοφυλάκιο της εταιρείας Lyssiotis Freres Ltd. Συνάμα το 24% του μετοχικού τους κεφαλαίου περιήλθε στους μετόχους της Lyssiotis Freres Ltd. Η συμφωνία προνοούσε επίσης ότι η διεύθυνση της εταιρείας των εφεσίβλητων θα περιερχόταν σε άτομο που θα προερχόταν από τη Lyssiotis Freres Ltd.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συμφωνίας, οι υπηρεσίες του εφεσείοντα δεν ήταν πλέον επιθυμητές, αλλά η Commercial Union που συνδέεται με τους εφεσίβλητους θεώρησε ότι είχε ηθική υποχρέωση να προσφέρει στον εφεσείοντα απασχόληση στα κεντρικά της γραφεία στη Λευκωσία.
Ο εφεσείων, για τους δικούς του λόγους, δεν αποδέχτηκε την προσφορά. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, στο οποίο κατέφυγε, κατέληξε ότι η απασχόλησή του τερματίστηκε γιατί είχε καταστεί πλεονάζων, απέρριψε δε την απαίτησή του για αποζημιώσεις. Ακολούθως επειδή, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων αρνήθηκε κατάλληλη απασχόληση που του παραχωρήθηκε από θυγατρική εταιρεία με βάση το άρθρο 20 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, όπως τροποποιήθηκε, αποφάσισε ότι δεν δικαιούται ούτε και σε πληρωμή λόγω πλεονασμού και έτσι απέρριψε την αίτησή του στο σύνολό της.
Ο εφεσείων προβάλλει το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο κακώς αποδέχτηκε ότι οι εφεσίβλητοι είναι θυγατρική εταιρεία της Commercial Union και συνεπώς εσφαλμένα εφαρμόστηκε το άρθρο 20(γ) του Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 20, εργοδοτούμενος δεν δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού αν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία η οποία είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται. Νοείται ότι για τους σκοπούς του ίδιου άρθρου δύο εταιρείες θεωρούνται "συνδεδεμένες εταιρείες" αν η μια είναι θυγατρική της άλλης ή αν και οι δύο εταιρείες είναι θυγατρικές τρίτης, ενώ ο όρος "θυγατρική εταιρεία" έχει την έννοια που του αποδίδεται από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου (βλέπε τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 1990, Ν.203/90. Βλέπε επίσης τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 1994, Νόμο 52(Ι)/94).
Mε τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε χωρίς αξιολόγηση της νομικής πτυχής ότι οι εφεσίβλητοι ήταν θυγατρική εταιρεία της Commercial Union που δεν ήταν διάδικος και η οποία καμιά νομική σχέση εργοδότησης είχε με τον εφεσείοντα. Το επιχείρημα όμως αυτό θα πρέπει να εξεταστεί μόνο όταν αποφασιστεί ότι ο εφεσείων μπορούσε να κηρυχθεί ως πλεονάζων. Μόνο αν η απάντηση στο ερώτημα είναι θετική, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο ισχύουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 20.
Έτσι θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέκτηκε ότι ο τερματισμός εργοδότησής του έγινε λόγω πλεονασμού, βάσει του άρθρου 5(β) και 18(γ)(i) του Νόμου.
To Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κατέστη πλεονάζων λόγω της συμφωνίας συγχώνευσης των χαρτοφυλακίων των δύο εταιρειών και της βάσει αυτής παραχώρησης της διεύθυνσης της εταιρείας των εφεσίβλητων σε άτομο που θα προερχόταν από την Lyssiotis.
Το άρθρο 18 του Νόμου προβλέπει πότε εργοδοτούμενος καθίσταται πλεονάζων. Δεν βρίσκουμε αντιστοιχία μεταξύ των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης με οποιαδήποτε των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 18. Ειδικότερα, νομίζουμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγχώνευση των χαρτοφυλακίων δύο εταιρειών ή η αγορά ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου της μιας από την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί εκσυγχρονισμός, βιομηχανοποίηση ή αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης, που ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαίων εργοδοτουμένων (άρθρο 18(γ)(i)). Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε καν στην επιστολή που έχει σταλεί στον εφεσείοντα αναφέρεται ως λόγος απόλυσής του ο πλεονασμός. Ούτε ο μάρτυρας των εφεσίβλητων Κωνσταντίνος Δεκατρής ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων απολύθηκε λόγω πλεονασμού.
Το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο και θα πρέπει να ακυρωθεί. Αναπόφευκτα καταλήγουμε ότι η απόλυση του εφεσείοντα είναι παράνομη και συνεπώς δικαιούται σε σχετική αποζημίωση.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 92/79, όταν εργοδότης τερματίσει παράνομα την απασχόληση εργοδοτούμενου που έχει απασχοληθεί συνεχώς από αυτόν επί 26 τουλάχιστον εβδομάδες, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα, το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (άρθρο 3 του Πίνακα, όπως τροποποιήθηκε), ενώ, από την άλλη, η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων.
Σύμφωνα με το άρθρο 1(α) του Τέταρτου Πίνακα, σε περίπτωση πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος λαμβάνει από το Ταμείο πληρωμή που αντιστοιχεί με τα ημερομίσθια δύο εβδομάδων για κάθε περίοδο 52 εβδομάδων.
Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων προσελήφθη από τους εφεσίβλητους στις 20.8.1990 και απολύθηκε στις 16.11.1995, παρέμεινε δηλαδή στην υπηρεσία τους για πέντε χρόνια. Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα κριτήρια υπολογισμού της αποζημίωσης που τίθενται στον Πρώτο Πίνακα, δηλαδή το ύψος των απολαβών του, τη διάρκεια της υπηρεσίας του, την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του, τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του και την ηλικία του, καθώς και το γεγονός ότι οι ετήσιες απολαβές του ήταν της τάξης των £11.000 περίπου, αποφασίσαμε ότι ο εφεσείων δικαιούται, υπό μορφή δίκαιης αποζημίωσης για την απόλυσή του, το ποσό των £4.580 που αντιστοιχεί με τις αποδοχές του για περίοδο πέντε μηνών.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων για ποσό £4.580, πλέον έξοδα στη σχετική κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση εναντίον των εφεσίβλητων 2 απορρίπτεται, χωρίς καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.
Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 επιτρέπεται με έξοδα. Εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω. Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.