ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 888
21 Ιουνίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ Τ. ΜΑΝΩΛΗ, ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ
ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΚΑΙ ΜΑΡΩΣ ΜΑΝΩΛΗ ΩΣ
ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ ΦΙΛΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΤΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΔΩΡΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10573)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Οδηγός ποδηλάτου αργά το βράδυ, χωρίς φώτα ή φωσφορούχα σήματα, και χωρίς να σταματήσει σε ΑΛΤ, εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο, απότομα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με όχημα επί του κυρίου δρόμου ― Οδηγός ποδηλάτου κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Τροχαίο ατύχημα ― Στη βάση της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, ορθά καταλογίσθηκε ολόκληρη ευθύνη στον εφεσείοντα ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου επί του ζητήματος της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο ενάγων-εφεσείων οδηγώντας το ποδήλατο του το βράδυ της 20/7/95 εισήλθε από πάροδο στον κύριο δρόμο με αποτέλεσμα να προκληθεί τροχαίο δυστύχημα με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος. Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε ως αληθή το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσείων εισήλθε απότομα και χωρίς να ελέγχει ότι ήταν ασφαλές στον κύριο δρόμο με το ποδήλατο του το οποίο οδηγούσε χωρίς φώτα και διακριτικά σήματα και χωρίς να σταματήσει στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο. Ακολούθως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια ή παράβαση νομικής υποχρέωσης εκ μέρους του εφεσίβλητου και ότι για το δυστύχημα και τα επακόλουθα του, ευθυνόταν, εξ ολοκλήρου, ο ίδιος.
Με την έφεση αμφισβητείται (α) η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα όπως, επίσης, και (β) η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ως είχαν τα γεγονότα, ο εφεσείων ευθυνόταν εξ ολοκλήρου, για το δυστύχημα.
Αποφασίστηκε ότι:
Σύμφωνα με πάγια νομολογιακή αρχή, το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Δεν διαπιστώθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα, έσφαλλε καθ' οιονδήποτε τρόπο, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Όσον αφορά την ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύνεται, εξ ολοκλήρου, για το δυστύχημα, ενόψει της μαρτυρίας την οποία το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αληθή, το συμπέρασμα της πλήρους ευθύνης ήταν όχι μόνο δικαιολογημένο αλλά και αναπόφευκτο.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/6/99 (Αρ. Αγωγής 9466/96) με την οποία κρίθηκε ότι αυτός ευθυνόταν εξ ολοκλήρου για το τροχαίο ατύχημα με εμπλεκόμενα οχήματα το ποδήλατο το οποίο οδηγούσε ο ενάγων και το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος.
Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Κούτρας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 20.7.1995, περί τις 10.10 το βράδυ, στην οδό Παύλου Μελά, στο Στρόβολο, προκλήθηκε τροχαίο δυστύχημα με εμπλεκόμενα οχήματα ποδήλατο, που οδηγούσε ο εφεσείων (ενάγων), και το υπ' αριθμό εγγραφής QW318 αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο εφεσίβλητος (εναγόμενος). Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε ο εφεσείων, ενώ ζημιές προκλήθηκαν τόσο στο αυτοκίνητο όσο και στο ποδήλατο.
Αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προκλήθηκε το δυστύχημα, η θέση του εφεσείοντος, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησής του, ήταν ότι, ενώ αυτός ποδηλατούσε σε ανώνυμη οδό στο Στρόβολο προς την κατεύθυνση της οδού Παύλου Μελά, ο εφεσίβλητος, οδηγώντας αμελώς το αυτοκίνητό του στην οδό Παύλου Μελά, επέπεσε επί του εφεσείοντα, που εισήλθε από την ανώνυμη οδό στην οδό Παύλου Μελά, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τραύματα και ζημιές. Αντίθετη ήταν η θέση του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με την υπεράσπισή του, ο εφεσείων εισήλθε από την ανώνυμη οδό στην οδό Παύλου Μελά αμελώς, χωρίς να σταματήσει, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του εφεσίβλητου και προκαλέσει το δυστύχημα.
Προς απόδειξη των ισχυρισμών του ο εφεσείων κάλεσε ως μάρτυρες, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τη μητέρα του και τον εξεταστή του δυστυχήματος. Έδωσε, επίσης, μαρτυρία ο ίδιος. Για τον εφεσίβλητο έδωσε μαρτυρία μόνο ο ίδιος.
Ο εξεταστής του δυστυχήματος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι, το βράδυ της 20.7.1995, επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος, όπου βρήκε τον εφεσίβλητο με το αυτοκίνητό του και ένα παιδικό ποδήλατο. Ο ανήλικος οδηγός του ποδηλάτου (εφεσείων) είχε μεταφερθεί στο Νοσοκομείο και δεν βρισκόταν στη σκηνή. Ετοίμασε σχέδιο της σκηνής. Το σημείο σύγκρουσης του το υπέδειξε ο εφεσίβλητος. Τα ίχνη της σύγκρουσης ήταν στο κέντρο του δρόμου, ελάχιστα προς τα δεξιά. Ο δρόμος φωτιζόταν από μικρούς λαμπτήρες, όχι λαμπτήρες φθορίου. Το ποδήλατο δεν είχε φωτισμό ούτε φωσφορούχα σήματα ώστε να φαίνεται το βράδυ. Η συμβολή της ανώνυμης οδού με την οδό Παύλου Μελά ελέγχεται με ΑΛΤ. Δεν πήρε κατάθεση από τον εφεσείοντα γιατί αυτός ήταν ανήλικος, αλλά και γιατί δεν θυμόταν πώς έγινε το δυστύχημα.
Η μητέρα του εφεσείοντος κατέθεσε ότι, ενώ καθόταν στη βεράντα κατοικίας δίπλα από το σπίτι της στην οδό Παύλου Μελά, άκουσε θόρυβο από σύγκρουση και είδε τον εφεσείοντα κάτω στο δρόμο. «Νόμιζε» ότι το ποδήλατο είχε φωσφορούχα σήματα.
Στη δική του μαρτυρία ο εφεσείων ανέφερε ότι, όταν έγινε το δυστύχημα, ήταν δέκα χρονών. Οδηγούσε το ποδήλατό του στην ανώνυμη οδό, που είναι αδιέξοδο κοντά στο σπίτι του, με κατεύθυνση το σπίτι του που είναι απέναντι στην οδό Παύλου Μελά. Προχωρούσε σιγά σιγά, κοίταξε, δεν είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου και τον κτύπησε. Το ποδήλατό του είχε φανάρι και φωσφορούχα σήματα. Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου είχε αναμμένα τα φώτα.
Ο εφεσίβλητος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι στις 20.7.1995, το βράδυ, οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Παύλου Μελά στο Στρόβολο με ταχύτητα 20 έως 25 μίλια. Ενώ προχωρούσε προς το σημείο που βρίσκεται το αδιέξοδο, τέσσερα μέτρα πριν φθάσει στο στρίψιμο, ο εφεσείων βγήκε με το ποδήλατό του στον κύριο δρόμο, δηλαδή στην οδό Παύλου Μελά, χωρίς να έχει φώτα ή αντανακλαστικά. Εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του και έστριψε λίγο το τιμόνι του προς τα δεξιά αλλά, όπως ανέφερε, το ποδήλατο «έδωσε πάνω του». Δεν μπορούσε να δει προηγουμένως μέσα στο αδιέξοδο γιατί υπήρχε βεράντα με κιγκλίδωμα που τον εμπόδιζε. Ο εφεσείων, βγαίνοντας από το αδιέξοδο, δεν σταμάτησε καθόλου. Αν σταματούσε θα τον έβλεπε.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος και του εφεσίβλητου. Αντίθετα, και πάλι για τους λόγους που εξήγησε, απέρριψε, ως αναληθή, τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της μητέρας του.
Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε ως αληθή, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι τα πραγματικά γεγονότα ήταν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, τα ακόλουθα:
«Στις 20.7.95 και ώρα 10:10 περίπου το βράδυ, ο εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητό του QW 318 κατά μήκος της οδού Παύλου Μελά, με ταχύτητα 20-25 Μ.Α.Ω. περίπου στο κέντρο του δρόμου προς τα δεξιά με αναμμένα τα φώτα του. Ο εναγόμενος είδε από απόσταση περίπου 9 μ. τον ενάγοντα, ο οποίος εισήλθε απότομα και χωρίς να ελέγχει ότι ήταν ασφαλές μέσα στην οδό Παύλου Μελά με το ποδήλατο του το οποίο οδηγούσε χωρίς φώτα και διακριτικά σήματα και χωρίς να σταματήσει στη συμβολή της ανώνυμης οδού, στην οποία βρισκόταν, με την οδό Παύλου Μελά. Ο ίδιος ο ενάγοντας στη μαρτυρία του ανέφερε ότι άκουσε τα «στόπερ» του αυτοκινήτου όταν ήδη βρισκόταν μέσα στο δρόμο.»
Ακολούθως, στηριζόμενο στα πραγματικά γεγονότα όπως τα διαπίστωσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια ή παράβαση νομικής υποχρέωσης εκ μέρους του εφεσίβλητου. Για το δυστύχημα και τα επακόλουθά του, ευθυνόταν, εξολοκλήρου, ο ίδιος.
Με την έφεση αμφισβητείται (α) η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα όπως, επίσης, και (β) η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ως είχαν τα γεγονότα, ο εφεσείων ευθυνόταν, εξολοκλήρου, για το δυστύχημα.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα, σε συνάρτηση με τα αποσπάσματα από τη μαρτυρία στα οποία μας παρέπεμψε. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας. Σύμφωνα με πάγια νομολογιακή αρχή, το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Έχοντας υπόψη τα σημεία που μας υποδείχθηκαν, δεν διαπιστώσαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα, έσφαλε καθ' οιονδήποτε τρόπο, ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας. Όσον αφορά την ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύνεται, εξολοκλήρου, για το δυστύχημα, έχουμε την άποψη ότι, ενόψει της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ως αληθή, δηλαδή της μαρτυρίας του εξεταστή του δυστυχήματος και του εφεσίβλητου, το συμπέρασμα της πλήρους ευθύνης ήταν όχι μόνο δικαιολογημένο αλλά και αναπόφευκτο. Ο εφεσείων, οδηγώντας το ποδήλατό του αργά το βράδυ, χωρίς φώτα ή φωσφορούχα σήματα, και χωρίς να σταματήσει στο ΑΛΤ, εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο, απότομα, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος, που δεν είχε ορατότητα στην πάροδο, να βρεθεί μπροστά στον απρόβλεπτο κίνδυνο που προκάλεσε ο εφεσείων και, παρά το ότι πάτησε τα φρένα του αυτοκινήτου του και έστριψε δεξιά, να μην κατορθώσει να αποφύγει τη σύγκρουση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.