ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 765
1 Ιουνίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡAΛΑΜΠΟΣ ΠΑΝΤΕΛIΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΓΙΑΝΝΟΣ & ΛΟΥΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10423)
Επίταξη ― Αποζημιώσεις ― Διαδικασία προς καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης ― Άρθρο 17(1) του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας διά Σκοπούς Δημοσίας Ωφελείας Νόμου (21/62) ― Η συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του Άρθρου 17(1) είναι υποχρεωτική ― Η απαίτηση πρέπει να προέρχεται από τους συνιδιοκτήτες ή από ενδιαφερόμενο μέρος.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα εταιρεία που ασχολείται με οικοδομικές εργασίες, συμφώνησε με τον εφεσείοντα-εναγόμενο να αναλάβει την κατασκευή καλουπιών και διαφόρων άλλων εργολαβικών έργων σε οικοδομή που θα ανήγειρε ο εφεσείων-εναγόμενος. Η οικοδομή που προέβλεπε τη δημιουργία μεγάλου εμπορικού κέντρου, θα ανεγειρόταν σε ένα τεμάχιο γης το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στα τέσσερα παιδιά του εφεσείοντα. Στις 8/11/91 συμφωνήθηκε ότι το συνολικό ποσό των εργασιών θα ανερχόταν σε £19.036 και την ίδια μέρα άρχισαν οι σχετικές εργασίες. Όμως την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε διάταγμα επίταξης μέρους της πιο πάνω ακίνητης περιουσίας για την κατασκευή ανισόπεδου κόμβου από το τμήμα Δημοσίων Έργων. Ο εφεσείων πληροφορήθηκε για το διάταγμα επίταξης στις 12-13/11/91 αλλά κατόπιν νομικής συμβουλής παρότρυνε τους υπεύθυνους της εφεσίβλητης να συνεχίσουν τις οικοδομικές εργασίες. Στις 20/11/91 δημοσιεύθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης της επίδικης περιουσίας. Οι εργασίες σταμάτησαν στις 30/11/91 και η αξία τους μέχρι τότε συμφωνήθηκε ότι ανερχόταν σε £2.250.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή για την είσπραξη της αξίας των εργασιών που είχαν εκτελεσθεί, εναντίον του εφεσείοντος, ο οποίος καταχώρησε προσεπίκλιση τριτοδιαδίκου εναντίον της Δημοκρατίας απαιτώντας αποζημιώσεις.
Το διάταγμα επίταξης ακυρώθηκε κατ' έφεση ενώ το διάταγμα απαλλοτρίωσης επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 21/4/96.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ του εφεσείοντος και του Διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας και ότι ο εφεσείων ενώ γνώριζε για την ύπαρξη του διατάγματος επίταξης παρότρυνε την εφεσίβλητη να συνεχίσει τις οικοδομικές εργασίες. Επιπρόσθετα έκρινε ότι δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προνοείται στο Άρθρο 17 του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας διά σκοπούς Δημοσίας Ωφελείας Νόμου (Αρ. 21/62) και απέρριψε την απαίτηση εναντίον της Δημοκρατίας.
Ο εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ισχυριζόμενος ότι:
α) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε τη δημοσίευση του διατάγματος.
β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι στις 8/11/91 είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση μεταξύ της εφεσίβλητης και του εφεσείοντος.
γ) Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ως τριτοδιάδικος δεν είχε ευθύνη για τη διακοπή των εργασιών και
δ) Εσφαλμένα δεν εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη δικαιολογία ότι δεν είχε ακολουθηθεί η διαδικασία του Άρθρου 17(1) του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας διά Σκοπούς Δημοσίας Ωφελείας Νόμου (Αρ. 21/62).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη δημοσίευση της επίταξης είναι ορθό. Υπήρχαν στοιχεία που μπορούσαν εύλογα να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα.
2. Οι ρητές οδηγίες του εφεσείοντος προς την εφεσίβλητη για τη συνέχιση των εργασιών, εν γνώσει του ότι υπήρχε διάταγμα επίταξης, που έγιναν κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου του, σφραγίζουν την ευθύνη του έναντι της εφεσίβλητης.
3. Στην παρούσα περίπτωση αντί να ακολουθηθεί η διαδικασία του Άρθρου 17(1) του Νόμου 21/62, το οποίο προβλέπει την καταχώρηση αίτησης για την καταβολή αποζημιώσεων για επίταξη, ο εφεσείων προχώρησε στη λήψη μέτρων για αποζημιώσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας με την καταχώρηση προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την απόρριψη της απαίτησης εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ορθή. Μια προσεκτική εξέταση της φρασεολογίας του πιο πάνω άρθρου υποδεικνύει ότι η συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του άρθρου σε υποθέσεις που βασίζονται στις πρόνοιες του Νόμου 21/62 είναι υποχρεωτική.
Ο επιπρόσθετος λόγος της απόρριψης της απαίτησης εναντίον του τριτοδιαδίκου γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο μέρος, όπως καθορίζεται στο Νόμο 21/62, είναι εξίσου ορθός. Ο εφεσείων συμβλήθηκε προσωπικά με την εφεσίβλητη εταιρεία χωρίς να διερευνήσει ή να αποκαλύψει ότι ενεργούσε εκ μέρους των τεσσάρων παιδιών του, που ήταν οι συνιδιοκτήτες του ακινήτου. Η απαίτηση εναντίον του τριτοδιαδίκου βασίστηκε αποκλειστικά στις πρόνοιες του Νόμου 21/62 και έπεται ότι αυτή έπρεπε να προέλθει από τους συνιδιοκτήτες ή από τον εφεσείοντα με την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 22/12/99 (Αρ. Αγωγής 5898/92) με την οποία κρίθηκε ότι ενώ αυτός γνώριζε την ύπαρξη διατάγματος επίταξης επί του ακινήτου του εντούτοις παρότρυνε την ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρεία να συνεχίσει τις οικοδομικές εργασίες επ' αυτού.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φλωρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Τριτοδιάδικο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία, που ασχολείται με οικοδομικές εργασίες, συμφώνησε με τον εφεσείοντα να αναλάβει την κατασκευή καλουπιών και διαφόρων άλλων εργολαβικών έργων σε οικοδομή που θα ανήγειρε ο εφεσείοντας στην περιοχή Αγίου Βασιλείου στο Στρόβολο. Η οικοδομή που προέβλεπε τη δημιουργία μεγάλου εμπορικού κέντρου με πολλά καταστήματα, θα ανεγειρόταν σε ένα σχετικά μεγάλο τεμάχιο γης το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στα τέσσερα παιδιά του εφεσείοντος. Η σχετική άδεια οικοδομής εκδόθηκε στις 2/8/91 και τα σχετικά δικαιώματα πληρώθηκαν στις 7/8/91. Στις 8/11/91 η εφεσίβλητη συμφώνησε με τον εφεσείοντα ότι το συνολικό ποσό των εργασιών θα ανερχόταν σε £19.036 και άρχισε την ίδια μέρα τις σχετικές εργασίες. Όμως την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε διάταγμα επίταξης μέρους της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος για την κατασκευή ανισόπεδου κόμβου από το Τμήμα Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εργων. Ο ανισόπεδος κόμβος θα εδημιουργείτο στη συμβολή της Λεωφόρου Στροβόλου που ενώνεται με τη Λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ στην είσοδο της Λακατάμιας, για τη διοχέτευση της τροχαίας μέσω παρακαμπτήριου δρόμου εκτός της Λευκωσίας. Το έργο σχετίζεται με το Νότιο Παρακαμπτήριο Λευκωσίας και αποβλέπει στη δημιουργία πρόσβασης οχημάτων που κατευθύνονται από την γύρω περιοχή στο δρόμο Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας, χωρίς να περνούν από τη Λευκωσία. Ο εφεσείοντας πληροφορήθηκε για το διάταγμα επίταξης στις 12-13/11/91 αλλά κατόπιν νομικής συμβουλής παρότρυνε τους υπεύθυνους της εφεσίβλητης να συνεχίσουν τις οικοδομικές εργασίες. Στις 20/11/91 δημοσιεύθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης της επίδικης περιουσίας. Όταν ο εφεσείων συνελήφθηκε στις 30/11/91 από την Αστυνομία, αφού οι οικοδομικές εργασίες ακόμα συνεχίζονταν, έδωσε αμέσως οδηγίες στην εφεσίβλητη εταιρεία να σταματήσει τις εργασίες. Η αξία των εργασιών που είχαν εκτελεσθεί μέχρι τότε συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ανερχόταν σε £2.250. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή για την είσπραξη της αξίας των εργασιών που είχαν εκτελεσθεί εναντίον του εφεσείοντος και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι το διάταγμα επίταξης ακυρώθηκε κατ' έφεση ενώ το διάταγμα απαλλοτρίωσης επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 21/4/96.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ του εφεσείοντος και του Διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας και ότι ο εφεσείων ενώ γνώριζε για την ύπαρξη του διατάγματος επίταξης παρότρυνε την εφεσίβλητη να συνεχίσει τις οικοδομικές εργασίες. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 17 του Νόμου 21/62 και απέρριψε την αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης γιατί
(α) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε τη δημοσίευση του διατάγματος,
(β) Εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι στις 8/11/91 είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση μεταξύ του εφεσείοντος και της εφεσίβλητης,
(γ) Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ως τριτοδιάδικος δεν είχε ευθύνη για τη διακοπή των εργασιών και
(δ) Εσφαλμένα δεν εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη δικαιολογία ότι δεν είχε ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 17(1) του Περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας δια Σκοπούς Δημοσίας Ωφελείας Νόμου (αρ. 21/62).
Ο εφεσείων εισηγείται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενώ γνώριζε για την ύπαρξη του διατάγματος επίταξης παρότρυνε την εφεσίβλητη εταιρεία να συνεχίσει τις οικοδομικές εργασίες είναι λανθασμένο, αφού ουδεμία μαρτυρία υπάρχει ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη δημοσίευση του διατάγματος στις 8/11/91. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από την κυρίως εξέταση του εφεσείοντος προκύπτει ότι ο εφεσείων στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι πληροφορήθηκε επίσημα για την επίταξη "περί τις 20, 18 με 20 Νοεμβρίου". Αργότερα όμως κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του παραδέχθηκε ότι είχε δώσει οδηγίες στο δικηγόρο του για να καταχωρήσει την προσφυγή κατά του διατάγματος επίταξης που καταχωρήθηκε στις 13/11/91 "την ιδία ημέρα που καταχωρήθηκε νομίζω. Μπορεί και στις 13 μπορεί και 12." Επιπρόσθετα από το περιεχόμενο των τεκμηρίων 12 και 13 προκύπτει ότι αυτός γνώριζε προτού συμφωνήσει με την εφεσίβλητη εταιρεία ότι το κτήμα πάνω στο οποίο θα ανεγειρόταν η οικοδομή επηρεαζόταν από το οδικό δίκτυο και ότι υπήρχε πιθανότητα επίταξης του εκτός αν συνεργαζόταν με τους λειτουργούς του Τμήματος Πολεοδομίας.
Μέσα στα πλαίσια του ευρήματος του Δικαστηρίου δεν μπορεί να παραγνωρισθεί και η μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης ότι στις 2.30 μ.μ. της 8/11/91 (της ημέρας δηλαδή που είχε δημοσιευθεί η επίταξη) μετέβη στο σπίτι του εφεσείοντος και αφού του έδωσε την προσφορά του για £19.036, ο εφεσείων την υπέγραψε αμέσως και του έδωσε £400 ως προκαταβολή και οι εργασίες άρχισαν την ίδια μέρα.
Τα πιο πάνω αποτελούν στοιχεία που μπορούσαν εύλογα να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι στις 8/11/91 είχε δημοσιευθεί το σχετικό διάταγμα επίταξης.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το διάταγμα επίταξης κατέστησε αδύνατη την εκτέλεση της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 56 του Περί Συμβάσεως Νόμου Κεφ. 149. Έχουμε ήδη καταλήξει στην απόφαση ότι το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη δημοσίευση της επίταξης της 8/11/91 είναι ορθό. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια και έχοντας υπόψη και τη μετέπειτα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 2287 της 31/3/99 ότι το διάταγμα επίταξης ήταν παράνομο, η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αντίθετα οι ρητές οδηγίες του εφεσείοντος προς την εφεσίβλητη για τη συνέχιση των εργασιών εν γνώσει του ότι υπήρχε διάταγμα επίταξης που έγιναν κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου του, σφραγίζει την ευθύνη του έναντι της εφεσίβλητης.
Ο εφεσείων έχει υποβάλει επίσης ότι εσφαλμένα αποφασίσθηκε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έφερε ευθύνη για τη διακοπή των εργασιών και δεν εκδόθηκε απόφαση εναντίον της, γιατί δεν είχε ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 17(1) του Νόμου 21/62. Ο Περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας δια Σκοπούς Δημοσίας Ωφελείας Νόμος (21/62) καθορίζει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος "περιλαμβάνει πάντα όστις προβάλλει οιανδήποτε αξίωσιν επί της αποζημιώσεως της οφειλομένης λόγω της δυνάμει του παρόντος Νόμου γενομένης επιτάξεως ......" (άρθρο 2), όπως επίσης και ποιοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης (άρθρο 8). Αναφορικά με τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί για απαιτήσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου το άρθρο 17(1) προνοεί ότι:
"17-(Ι) Το Ανώτατον Δικαστήριον θα εκδώση διαδικαστικόν κανονισμόν ρυθμίζοντα την πρακτικήν και δικονομίαν των δικαστηρίων δυνάμει του παρόντος Νόμου, και επί τούτω η ενώπιον τούτων ακολουθητέα διαδικασία εις οιανδήποτε υπόθεσιν δυνάμει του παρόντος Νόμου, ως και τα επιβλητέα τέλη καθορίζονται συμφώνως τω τοιούτω Κανονισμώ:
Νοείται ότι μέχρις ου εκδοθή ο τοιούτος διαδικαστικός κανονισμός, άπαντα τα ζητήματα, η δικονομία και η καταβολή των τελών διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, υπό των περί Γνωστοποιήσεως Απαιτήσεως Αποζημιώσεως διά Σκοπούς Αμύνης Κανονισμών και των περί Γενικού Δικαστηρίου Αποζημιώσεων διά Σκοπούς Αμύνης Κανονισμών, ή, εάν ουδέν προβλέπεται περί τούτων εν τοις ως είρηται Κανονισμοίς, τα τοιαύτα ζητήματα, η δικονομία και τα τέλη διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, υπό του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας και του Διατάγματος περί Δικαστικών Τελών εφ' όσον είναι δυνατή η εφαρμογή αυτών."
Στην παρούσα περίπτωση αντί να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 17(1) του Νόμου 21/62 (που προβλέπει την καταχώριση αίτησης για την καταβολή αποζημιώσεων για επίταξη), ο εφεσείων προχώρησε στη λήψη μέτρων για αποζημιώσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας με την καταχώριση προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την απόρριψη της απαίτησης εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ορθή. Μια προσεκτική εξέταση της φρασεολογίας του πιο πάνω άρθρου υποδεικνύει ότι η συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του άρθρου σε υποθέσεις που βασίζονται στις πρόνοιες του Νόμου 21/62 είναι υποχρεωτική.
Ο επιπρόσθετος λόγος της απόρριψης της απαίτησης εναντίον του τριτοδιαδίκου γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως "ενδιαφερόμενο μέρος" είναι εξίσου ορθός. Ο εφεσείων συμβλήθηκε προσωπικά με την εφεσίβλητη εταιρεία χωρίς να διερευνήσει ή να αποκαλύψει ότι ενεργούσε εκ μέρους των τεσσάρων τέκνων του, που ήταν οι συνιδιοκτήτες του ακινήτου πάνω στο οποίο θα ανεγειρόταν η οικοδομή. Το πιο πάνω συμπέρασμα εξάγεται τόσο από το περιεχόμενο των δικογράφων όσο και από την προφορική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Η απαίτηση εναντίον του τριτοδιαδίκου (όπως αυτή καθορίζεται στην Εκθεση Απαίτησης εναντίον του τριτοδιαδίκου) βασίστηκε αποκλειστικά στις πρόνοιες του Περί Επίταξης Νόμου 21/62 και έπεται ότι αυτή έπρεπε να προέλθει από τους συνιδιοκτήτες ή από τον εφεσείοντα με την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.