ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 727
29 Μαΐου, 2001
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
LISNAVE ESTALEIROS NAVAIS S.A.,
Ενάγοντες,
v.
ΤΟΥ ΠΡΟΪΌΝΤΟΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ M/V "AQUILA II",
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 24/99)
Ναυτοδικείο ― Αγωγή in rem ― Αγωγή για υπηρεσίες σε πλοίο ― Κατά πόσο οι ενάγοντες διατηρούσαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο με αγωγή in rem, μετά που είχαν επιτρέψει στο πλοίο να αποχωρήσει από τα ναυπηγεία τους πριν την εξόφληση της οφειλής του ― Administration of Justice Act 1956, Άρθρο 3(4) ― Εφαρμοστέες αρχές.
Οι ενάγοντες, οι οποίοι είχαν εκτελέσει στα ναυπηγεία τους εργασίες επιδιόρθωσης, επισκευής και συντήρησης του εναγόμενου πλοίου "Aquila II", διεκδίκησαν με την παρούσα αγωγή το υπόλοιπο της αμοιβής τους που ανερχόταν σε Δολ. Η.Π.Α. 357.200. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 24.2.1999 βάσει της αρχικής αιτίας από την οποία προέκυψε η οφειλή.
Το πλοίο είχε πωληθεί στις 30.11.1998 από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου, στο πλαίσιο εκτέλεσης απόφασης που εξασφάλισαν στην Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 54/98 in rem, με αξίωση που είχε ως βάση την πρώτη ναυτική υποθήκη, οι παρεμβαίνουσες στην παρούσα διαδικασία.
Γι' αυτό η παρούσα αγωγή κινήθηκε κατά του προϊόντος πώλησης του πλοίου. Το τελικό οφειλόμενο υπόλοιπο ανερχόταν σε Δολ. Η.Π.Α. 117.823,73 μετά την πληρωμή ποσού έναντι του οφειλόμενου χρέους μετά την αγωγή.
Η αντιδικία μεταξύ των εναγόντων και των παρεμβαινουσών έγκειται στο κατά πόσο μετά τη διευθέτηση της 6.2.1998 - με την οποία είχε παραχωρηθεί πίστωση χρόνου από τους ενάγοντες προς τους πλοιοκτήτες για την καταβολή του εναπομείναντος ποσού - ως αποτέλεσμα της οποίας το πλοίο αφέθηκε ελεύθερο να αποχωρήσει, οι ενάγοντες διατηρούν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο με αγωγή in rem.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι ενάγοντες δεν απεμπόλησαν το αρχικό τους αγώγιμο δικαίωμα. Αντίθετα, με την εν λόγω διευθέτηση εκείνο το δικαίωμα ενισχύθηκε με εξασφάλιση, το αντιστάθμισμα της οποίας ήταν η από μέρους τους απώλεια της κατοχής του πλοίου. Αλλά ακόμα και χωρίς την κατοχή παρέχεται εν προκειμένω αγώγιμο δικαίωμα in rem βάσει του Άρθρου 3(4) του Administration of Justice Act 1956.
Η αξίωση αναδεικνύεται νομικώς βάσιμη και έχει αποδειχθεί.
Εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον του προϊόντος του πλοίου "Aquila II" για Δολ. Η.Π.Α. 117.823,73 πλέον τόκο προς 8% ετησίως (α) επί Δολ. Η.Π.Α. 357.200,00 από 24 Φεβρουαρίου 1999 μέχρι 7 Οκτωβρίου 1999, (β) επί Δολ. Η.Π.Α. 75.925,73 από 8 Οκτωβρίου 1999 μέχρι 18 Οκτωβρίου 1999 και (γ) επί Δολ. Η.Π.Α. 117.823,73 από 19 Οκτωβρίου 1999 μέχρι εξοφλήσεως.
Εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων ως ανωτέρω με έξοδα εναντίον του προϊόντος πώλησης του πλοίου και των παρεμβαινουσών.
Αγωγή Ναυτοδικείου.
Αγωγή των εναγόντων κατά του προϊόντος πώλησης του εναγόμενου πλοίου προς εξασφάλιση του οφειλόμενου υπόλοιπου ύψους Δολ. ΗΠΑ 117.823.73.- έναντι χρέους των ιδιοκτητών του προς τους ενάγοντες για εργασίες επιδιόρθωσης και επισκευής του πλοίου.
Π. Ιακωβίδης για Μ. Μοντάνιο, για τους Ενάγοντες.
Λ. Καμμίτση για Γ. Σαββίδη, για τους παρεμβαίνοντες KredietBank S.A. Luxembourgeoise, Euro Finance Development S.A. και Euro Finance Management Services S.A..
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Τα βασικά γεγονότα είναι απλά, δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και αποδεικνύονται με τις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν με οδηγίες του Δικαστηρίου. Συνοψίζονται ως εξής. Κατά τον Νοέμβριο του 1997, η εταιρεία Sea Navigator Shipping S.A., τότε ιδιοκτήτες του πλοίου "Aquila II", ζήτησαν, μέσω των αντιπροσώπων τους, από τους ενάγοντες να εκτελέσουν και αυτοί εκτέλεσαν ικανοποιητικά, στα ναυπηγεία τους στη Λισσαβόνα της Πορτογαλλίας, εργασίες επιδιόρθωσης, επισκευής και συντήρησης του πλοίου, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό διάφορα υλικά και ανταλλακτικά.
Το συνολικό κόστος ανήλθε σε Δολ. Η.Π.Α. 1.204.655, ποσό για το οποίο, τον Ιανουάριο του 1998, που συμπληρώθηκαν οι εργασίες, εκδόθηκαν τέσσερα τιμολόγια. Στις 29 Ιανουαρίου του ιδίου έτους καταβλήθηκε έναντι της οφειλής ποσό Δολ. Η.Π.Α. 217.032. Για την καταβολή του εναπομείναντος οφειλόμενου ποσού οι ενάγοντες, με γραπτή σύμβαση ημερ. 6 Φεβρουαρίου 1998, παραχώρησαν στους πλοιοκτήτες πίστωση χρόνου, ως αποτέλεσμα της οποίας το πλοίο αφέθηκε ελεύθερο να αποχωρήσει. Επιπλέον, με τη σύμβαση καταβλήθηκε έναντι της οφειλής και ποσό Δολ. Η.Π.Α. 313.623, οπότε παρέμενε υπόλοιπο ύψους Δολ. Η.Π.Α. 674.000 το οποίο, βάσει των όρων της πίστωσης, θα καταβάλλετο με τρεις μηνιαίες δόσεις από 23 Απριλίου μέχρι 23 Ιουνίου 1998. Παράλληλα, στις 6 Φεβρουαρίου 1998, υπεγράφη μεταξύ των ιδίων μερών και συμφωνία εκχώρησης προς τους ενάγοντες των ασφαλιστικών απαιτήσεων των πλοιοκτητών σε σχέση, καθώς αντιλαμβάνομαι, με τη ζημιά για την οποία οι ενάγοντες είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους. Οι πλοιοκτήτες υπέγραψαν συναφώς, κατά την ίδια ημερομηνία, και την ειδοποίηση εκχώρησης η δε παρεμβαίνουσα αρ. 3, με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, αναγνώρισε την εκχώρηση εκ μέρους των παρεμβαινουσών 1 και 2, δικαιούχων πρώτης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου, ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου 1996. Τέλος, ως προς αυτή τη διευθέτηση, οι ασφαλιστές, με επιστολή τους της ίδιας και πάλι ημερομηνίας, δηλαδή 6 Φεβρουαρίου 1998, βεβαίωσαν ότι θα κατέβαλλαν στους ενάγοντες τα ποσά των απαιτήσεων που θα τελούσαν υπό έγκριση.
Προτού ακόμα καταστεί πληρωτέα η πρώτη δόση του χρέους που απέμενε, οι ενάγοντες έλαβαν ποσό Δολ. Η.Π.Α. 316.800 έναντι. Δεν τηρήθηκαν όμως οι όροι πληρωμής του εναπομείναντος ποσού που ανερχόταν σε Δολ. Η.Π.Α. 357.200. Οι ενάγοντες το διεκδίκησαν με την παρούσα αγωγή την οποία καταχώρισαν στις 24 Φεβρουαρίου 1999, βάσει της αρχικής αιτίας από την οποία προέκυψε η οφειλή.
Στο μεταξύ σημειώθηκαν εξελίξεις που περιέπλεξαν την κατάσταση. Οι εδώ παρεμβαίνουσες κίνησαν κατά του εν λόγω πλοίου την Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 54/98 in rem, με αξίωση που είχε ως βάση την πρώτη ναυτική υποθήκη την οποία προανέφερα. Στις 19 Μαΐου 1998, εκδόθηκε απόφαση υπέρ τους για ποσό πέραν των δύο εκατομμυρίων Δολ. Η.Π.Α., με διάταγμα για πώληση του πλοίου. Το πλοίο πωλήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1998, από τον Αξιωματικό Ναυτοκιδείου, για ποσό Δολ. Η.Π.Α. 2.000.000 και το καθαρό προϊόν πώλησης κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Γι' αυτό η παρούσα αγωγή κινήθηκε κατά του προϊόντος πώλησης του πλοίου. Ας σημειωθεί δε, πως κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητάς της, οι ενάγοντες στις 7 Οκτωβρίου 1999 έλαβαν ακόμα ένα ποσό ύψους Δολ. Η.Π.Α. 281.274,27 έναντι του χρέους αλλά στις 18 Οκτωβρίου 1999, κατέβαλαν εκ μέρους και για λογαριασμό των πλοιοκτητών, Δολ. Η.Π.Α. 41.898 προς τους διακανονιστές γενικής αβαρίας, με αποτέλεσμα να παραμένει οφειλόμενο προς τους ενάγοντες υπόλοιπο ύψους Δολ. Η.Π.Α. 117.823,73.
Η αντιδικία μεταξύ των εναγόντων και των παρεμβαινουσών έχει ως αντικείμενο το κατά πόσο μετά τη διευθέτηση της 6ης Φεβερουαρίου 1998, οι ενάγοντες διατηρούν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο με αγωγή in rem. Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι η σύμβαση πίστωσης, όπως και η εκχώρηση προς αυτούς των ασφαλιστικών απαιτήσεων των πλοιοκτητών, δεν προοριζόταν να υποκαταστήσει και δεν υποκατέστησε τα δικαιώματά τους κατά του πλοίου αλλά αποτελούσε πρόσθετη για αυτούς εξασφάλιση, με αντιπαροχή την αναβολή εξόφλησης και αναχώρηση του πλοίου από τα ναυπηγεία τους. Επικαλέστηκαν σχετικά τον όρο 1.1.4 της σύμβασης πίστωσης, ο οποίος αναφερόταν στην προϋπόθεση εκχώρησης, όπως και την παράγραφο 'Β' του προοιμίου της εκχώρησης, όπου δηλωνόταν ότι αυτή αποτελούσε εξασφάλιση για την πληρωμή του χρέους για το οποίο δόθηκε η πίστωση: "as a security for the due payment of the Credit Facility". Υπέβαλαν ότι με αυτά τα δεδομένα τους παρεχόταν δικαίωμα αγωγής in rem δυνάμει του άρθρου 3(4) του Administration of Justice Act 1956.
Η θέση των παρεμβαινουσών, εκ διαμέτρου αντίθετη, ήταν ότι η σύμβαση πίστωσης υποκατέστησε τα ως τότε δικαιώματα των εναγόντων. Αναφέρθηκαν, σε σχέση με αυτό, σε απώλεια του προνομίου κατοχής - "possessory lien" - του πλοίου για να εισηγηθούν ότι, ενόψει τούτου, δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα αγωγής in rem. Οι ενάγοντες αντέτειναν ότι δεν βασίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 3 του Administration Act 1956 το οποίο προνοεί για αγωγή in rem όπου υπάρχει maritime lien αλλά στο εδάφιο (4) το οποίο προνοεί για αγωγές in rem και χωρίς να υπάρχει maritime lien. Έπειτα, κατά τις παρεμβαίνουσες, η εκχώρηση η οποία περιγραφόταν ως εξασφάλιση συναρτάτο όχι με την αρχική αιτία της οφειλής αλλά με τη σύμβαση πίστωσης. Εισηγήθηκαν εξ άλλου ότι οι ενάγοντες δεν έπραξαν ό,τι χρειαζόταν ώστε να καθίστατο δυνατή η πλήρης διευθέτηση των εκχωρισθεισών ασφαλιστικών απαιτήσεων και δεν θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να τους επιτραπεί να προχωρήσουν με οποιοδήποτε τρόπο προτού εξαντλήσουν τις πιθανότητες πληρωμής βάσει της εκχώρησης. Οι ενάγοντες υποστήριξαν, ως προς το τελευταίο, πως με ό,τι ήδη καταβλήθηκε, εξαντλήθηκε ουσιαστικά η δυνατότητα την οποία πρόσφερε η εκχώρηση. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ σε λεπτομέρειες.
Έχω μελετήσει τα έγγραφα που συνέθεταν τη διευθέτηση της 6ης Φεβρουαρίου 1999, κατ' ακολουθίαν της οποίας επιτράπηκε στο πλοίο να αποχωρήσει από τα ναυπηγεία των εναγόντων πριν από την εξόφληση της οφειλής του. Θεωρώ ότι δεν επιδέχονται ερμηνεία άλλη από εκείνη που πρότειναν οι ενάγοντες. Οι ενάγοντες δεν απεμπόλησαν το αρχικό τους αγώγιμο δικαίωμα. Αντίθετα, με την εν λόγω διευθέτηση εκείνο το δικαίωμα ενισχύθηκε με εξασφάλιση, το αντιστάθμισμα της οποίας ήταν η από μέρους τους απώλεια της κατοχής του πλοίου. Αλλά ακόμα και χωρίς την κατοχή παρέχεται εν προκειμένω αγώγιμο δικαίωμα in rem βάσει του άρθρου 3(4) του Administration of Justice Act 1956. Ως προς τα λοιπά, θεωρώ περιττή εδώ τη συζήτηση αναφορικά με νομικές ταξινομήσεις και με το τί θα μπορούσε να κατέτεινε το ένα ή το άλλο. Να προσθέσω μόνο ότι, ενόψει των όσων ανέφερα, οι ισχυρισμοί των παρεμβαινουσών αναφορικά με μη εκπλήρωση από μέρους των εναγόντων κάποιων υποχρεώσεων που προέκυπταν από την αναφερθείσα διευθέτηση παραμένουν χωρίς σημασία, αλλά και δεν έχουν εν πάση περιπτώσει στοιχειοθετηθεί. Η αξίωση αναδεικνύεται νομικώς βάσιμη και έχει αποδειχθεί.
Εκδίδεται υπέρ των εναγόντων και εναντίον του προϊόντος του πλοίου "Aquila II" απόφαση για Δολ. Η.Π.Α. 117.823,73 πλέον τόκο προς 8% ετησίως (α) επί Δολ. Η.Π.Α. 357.200,00 από 24 Φεβρουαρίου 1999 μέχρι 7 Οκτωβρίου 1999· (β) επί Δολ. Η.Π.Α. 75.925,73 από 8 Οκτωβρίου 1999 μέχρι 18 Οκτωβρίου 1999· (γ) επί Δολ. Η.Π.Α. 117.823,73 από 19 Οκτωβρίου 1999 μέχρι εξοφλήσεως.
Έξοδα υπέρ των εναγόντων και εναντίον του προϊόντος πώλησης του πλοίου και των παρεμβαινουσών. Να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων ως ανωτέρω με έξοδα εναντίον του προϊόντος πώλησης του πλοίου και των παρεμβαινουσών.