ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 588
9 Μαΐου, 2001
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
BANQUE S.B.A.,
Ενάγοντες,
v.
ΤΟΥ ΠΛΟIΟΥ M/V MARIVAN ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ΟΝΔΟΥΡΑΣ,
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 114/99)
Ναυτοδικείο ― Έκδοση διατάγματος κατόπιν αιτήσεως των εναγόντων με το οποίο εξασφάλισαν πληρωμή ποσού που προήλθε από προκαταβολή που κατετέθη στο Δικαστήριο κατά τον πρώτο πλειστηριασμό του εναγόμενου πλοίου ― Ακύρωση του διατάγματος λόγω ουσιαστικής απόκρυψης από το Δικαστήριο του δεδομένου ότι δεν είχε άλλος ενδιαφέρον, συγκεκριμένα οι ιδιοκτήτες του φορτίου επί του εναγόμενου πλοίου αναφορικά με τα έξοδα εκφόρτωσης του φορτίου.
Οι ενάγοντες-καθ' ων η αίτηση, είχαν εξασφαλίσει διάταγμα για πληρωμή σε αυτούς ποσού $32.000 το οποίο προήλθε από προκαταβολή που κατετέθη στο Δικαστήριο κατά τον πρώτο πλειστηριασμό του εναγόμενου πλοίου και παρέμεινε εκεί εφόσον ο προσφοροδότης παρέλειψε να καταβάλει ολόκληρο το τίμημα. Στην αίτηση η οποία υπεβλήθη για έκδοση του πιο πάνω διατάγματος αναφέρετο ότι ουδείς άλλος έχει ενδιαφέρον στην αίτηση πλην της αιτήτριας και του εν λόγω προσφοροδότη.
Οι αιτητές στην παρούσα αίτηση είναι ιδιοκτήτες του φορτίου το οποίο εκφορτώθηκε από το εναγόμενο πλοίο μετά από διάταγμα του δικαστηρίου ώστε το πλοίο να πωληθεί σε δημόσιο πλειστηριασμό με έξοδα του αιτητή και με την επιφύλαξη εκ μέρους του ότι θα έπρεπε να αποφασισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο κατά πόσο τα έξοδα εκφόρτωσης θα θεωρούντο ως έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου ούτως ώστε να επληρώνοντο στον αιτητή ή ως έξοδα φορτίου οπότε θα τα επιβαρύνετο ο ίδιος και η προτεραιότητά του θα ήταν ανάλογη.
Ο αιτητής υποστήριξε ότι όχι μόνο είχε προβεί σε επιφύλαξη του δικαιώματος να διεκδικήσει τα εν λόγω έξοδα ως έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου αλλά και καταχώρησε caveat εναντίον της πληρωμής του προϊόντος του εκπλειστηριάσματος του πλοίου, περιλαμβανομένου βεβαίως του εν λόγω ποσού. Ως εκ τούτου θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο και να του είχε δοθεί ειδοποίηση της αίτησης.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η αίτηση είναι κακόπιστη, εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία τα έξοδα εκφόρτωσης δεν πρέπει να θεωρούνται έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου αλλά έξοδα του φορτίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αίτηση η οποία έγινε για πληρωμή του ποσού των $32.000 διέπετο από τη δήλωση ότι ουδείς άλλος έχει ενδιαφέρον σ' αυτή πλην της αιτήτριας και του ψηλότερου προσφοροδότη. Αυτό δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα και ουσιαστικά απέκρυπτε από το δικαστήριο όλα τα δεδομένα την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η αίτηση.
2. Η καθυστέρηση του αιτητή να αποταθεί στο δικαστήριο ώστε να αποφασιστεί το θέμα αυτό δεν είχε τίποτε να κάμει με το κατά πόσο ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή όχι.
3. Ο αιτητής ήταν πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με τον Κανονισμό 70 έπρεπε να είχε ειδοποίηση της αίτησης με όλες τις συνέπειες των Κανονισμών 71 και 112, και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι όταν εξεδόθη το διάταγμα το caveat δεν ήταν πλέον σε ισχύ.
Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εναγόντων.
Αναφερόμενη υπόθεση:
The Governor and Company of the Bank of Scotland v. Πλοίου "Allah Kareem" (1997) 1 (A) A.A.Δ. 297.
Αγωγή Ναυτοδικείου.
Αίτηση στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής προς ακύρωση της διαταγής του δικαστηρίου ημερομηνίας 14.3.2001 με την οποία διατάχθηκε η πληρωμή του ποσού των $32.000 στους�Ενάγοντες-Καθ' ων η αίτηση στην παρούσα αίτηση.
Α. Γιωρκάτζης, για τους Αιτητές.
Α. Χαβιαράς, για τoυς εξ αποφάσεως πιστωτές Bank S.B.A.
Αλεξάνδρου για Κούσιο, για τον ψηλότερο προσφοροδότη του πρώτου πλειστηριασμού.
Cur. adv. vult.
XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Η αίτηση αυτή προκύπτει από διαταγή του δικαστηρίου ημερομηνίας 14.3.2001 με την οποία διατάχθηκε η πληρωμή του ποσού των $32.000 στους Ενάγοντες-Καθ' ων η Αίτηση στην παρούσα αίτηση. Το διάταγμα αυτό είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως των Εναγόντων ημερομηνίας 17.1.2001 με την οποία ζητείτο η πληρωμή του εν λόγω ποσού το οποίο προήλθε από προκαταβολή που κατετέθη στο δικαστήριο κατά τον πρώτο πλειστηριασμό του εναγόμενου πλοίου και παρέμεινε εκεί εφόσον ο προσφοροδότης παράλειψε να καταβάλει ολόκληρο το τίμημα. Στην αίτηση αναφέρετο ότι ουδείς άλλος έχει ενδιαφέρον σε αυτή την αίτηση πλην της Αιτήτριας και του εν λόγω προσφοροδότη. Είχαν υπάρξει εμφανίσεις στο δικαστήριο μόνο εκ μέρους των Εναγόντων και του ψηλότερου προσφοροδότη εφόσον δεν υπήρχε αναφορά σε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Είχε μάλιστα δοθεί ειδοποίηση από το Πρωτοκολλητείο κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου στον ψηλότερο προσφοροδότη με βάση την αίτηση 17.1.2001, αναφέροντας ότι εκρίθη ορθό όπως η αίτηση ακουσθεί στις 8.2.2001. Στις 8.2.2001 αναφέρθη από τον κ. Χαβιαρά ότι είχε συνομιλήσει με τον κ. Κούσιο, που εμφανίζετο για τον ψηλώτερο προσφοροδότη, και ο οποίος του ανάφερε ότι δεν είχε ακόμα πάρει οδηγίες από τους πελάτες του ως προς το ποια στάση θα τηρούσε και εισηγείτο να αναβληθεί η υπόθεση για περαιτέρω οδηγίες. Η υπόθεση αναβλήθηκε για περαιτέρω οδηγίες για τις 5.3.2001. Στις 5.3.2001 αναφέρθηκε στο δικαστήριο ότι επειδή υπήρχαν διαπραγματεύσεις ζητείτο περαιτέρω αναβολή για τις 14.3.2001, οπότε και αναβλήθηκε η αίτηση και την ημέρα εκείνη εξεδόθη το διάταγμα με κοινή δήλωση ότι είχε συμφωνηθεί να εκδοθεί διάταγμα ως η αίτηση. Δηλώθηκε δε περαιτέρω ότι δεν υπήρχαν άλλες προτεραιότητες που να επηρεάζονται από την αποδέσμευση των χρημάτων.
Οι Αιτητές στην παρούσα αίτηση είναι ιδιοκτήτες του φορτίου που ήταν φορτωμένο στο εναγόμενο πλοίο και το οποίο εκφορτώθηκε μετά από διάταγμα του δικαστηρίου ώστε το πλοίο να πωληθεί σε δημόσιο πλειστηριασμό με έξοδα του αιτητή και με την επιφύλαξη εκ μέρους του ότι θα έπρεπε να αποφασισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο κατά πόσο τα έξοδα εκφόρτωσης θα θεωρούντο ως έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου ούτως ώστε να πληρώνοντο στον αιτητή εφόσον θα τα είχε πληρώσει αυτός ή ως έξοδα του φορτίου οπότε θα τα επιβαρύνετο ο ίδιος και η προτεραιότητα του θα ήταν ανάλογη.
Το ερώτημα που προέκυψε όσον αφορά το αν τα έξοδα ήσαν έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου ή έξοδα του φορτίου δεν έχει βεβαίως αποφασιστεί ακόμα, είναι δε πιστεύω δεδομένο ότι δεν είναι αυτό το ερώτημα που απασχολεί το δικαστήριο στο στάδιο αυτό εφόσον δεν έχει τεθεί ενώπιον μου και δεν είναι αυτό που διέπει την έκβαση της παρούσας αιτήσεως.
Η θέση την οποία θέτει ο αιτητής στην αίτηση του είναι ότι όχι μόνο είχε προβεί σε επιφύλαξη του δικαιώματος να διεκδικήσει τα εν λόγω έξοδα ως έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου αλλά και καταχώρησε caveat στις 7.12.2000 εναντίον της πληρωμής του προϊόντος του εκπλειστηριάσματος του πλοίου περιλαμβανομένου βεβαίως του εν λόγω ποσού. Ως εκ τούτου, λέγει, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο και να του είχε δοθεί ειδοποίηση της αίτησης εφόσον εν πάση περιπτώσει όταν η αίτηση καταχωρήθηκε βρίσκετο σε ισχύ η επιφύλαξη του και το θέμα δεν είχε ακόμα αποφασισθεί και κατά δεύτερο λόγο βρίσκετο σε ισχύ το caveat. Ο κ. Γιωρκάτζης δέχεται βεβαίως ότι το caveat είχε παύσει να είναι σε ισχύ στις 14.3.2001 όταν εξεδόθη το διάταγμα, λέει όμως ότι το caveat είχε λήξει στις 7.3.2001 και έτσι ήταν εν πάση περιπτώσει σε ισχύ όταν η αίτηση είχε καταχωρηθεί και τροχιοδρομηθεί.
Ο κ. Χαβιαράς στην ένσταση του αναφέρεται στο γεγονός ότι το caveat δεν ήταν σε ισχύ όταν το δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα στις 14.3.2001 και επισημαίνει περαιτέρω ότι στο στάδιο καθορισμού των προτεραιοτήτων στις 14.12.2000 δεν είχε γίνει οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιώματος εκ μέρους του κ. Γιωρκάτζη και έγιναν αποδεκτά τα όσα δηλώθησαν σε σχέση με τις προτεραιότητες. Επιπλέον επισημαίνει ότι από τις 17.1.2000 που έγινε η επιφύλαξη του δικαιώματος, οι αιτητές δεν έχουν λάβει οποιοδήποτε διάβημα που να στοχεύει στην επίλυση του θέματος ούτε αμφισβήτησαν τους λογαριασμούς του Αξιωματικού Ναυτοδικείου και μέχρι σήμερα δεν έχουν υποβάλει τέτοια αίτηση, επομένως είναι ένοχοι μακράς καθυστερήσεως ώστε να κωλύονται να υποβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση σε σχέση με το ποσό των $32,000. Εισηγείται ακόμα ο κ. Χαβιαράς ότι η αίτηση είναι κακόπιστη εφόσον, σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία με παρέπεμψε στην ενδιάμεση απόφαση στην υπόθεση The Governor and Company of the Bank of Scotland v. Πλοίου "Allah Kareem" (1997) 1(A) A.A.Δ. 297, δεν πρέπει να θεωρούνται έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου τα έξοδα εκφόρτωσης αλλά έξοδα του φορτίου.
Θα αρχίσω από το τελευταίο αυτό σημείο για να πω ότι δεν υπάρχει καμιά εισήγηση στο μυαλό μου από τα γεγονότα που είναι ενώπιον μου ότι υπάρχει κακοπιστία στην αίτηση με την έννοια που έχει αναφερθεί ή καθ' οιονδήποτε τρόπο και μάλιστα λαμβανομένου υπόψη ότι το θέμα που αφορά σήμερα δεν είναι το ποιος βαρύνεται με τα έξοδα εκφόρτωσης αλλά κατά πόσο η αίτηση είχε ορθά εγκριθεί ή όχι με βάση τα δεδομένα τα οποία τη διέπουν. Δεν θα κρίνω επομένως τώρα την ουσία του θέματος του ποιος έφερε το βάρος των εξόδων εκφόρτωσης ούτε μπορεί το θέμα αυτό να επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την καλή πίστη της αιτήσεως.
Το θέμα που εγείρεται είναι κατά την άποψη μου απόλυτα καθαρό και επικεντρώνεται στο ότι η αίτηση η οποία έγινε για πληρωμή του ποσού των $32.000 διέπετο από τη δήλωση ότι ουδείς άλλος έχει ενδιαφέρον σε αυτή την αίτηση πλην της αιτήτριας και του ψηλώτερου προσφοροδότη. Αυτό δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα και ουσιαστικά απέκρυπτε από το δικαστήριο τα όσα ήσαν δεδομένα την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η αίτηση.
Το πρώτο δεδομένο βεβαίως ήταν ότι είχε υπάρξει καθαρή επιφύλαξη δικαιώματος να αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο το θέμα των εξόδων εκφόρτωσης και αυτή η επιφύλαξη συνέχιζε να υπάρχει εφόσον το θέμα δεν είχε αποφασιστεί. Όχι μόνο τούτο, αλλά υπήρχε σε ισχύ, την ημέρα που έγινε η αίτηση και η δήλωση αυτή, caveat ακριβώς εναντίον της πληρωμής οιουδήποτε ποσού από το εκπλειστηρίασμα σε σχέση με τα έξοδα εκφόρτωσης, υπενθυμίζοντας έτσι μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την καταχώρηση της αίτησης αυτής ότι συνέχιζε να υπάρχει το ενδιαφέρον του αιτητή για το θέμα των εξόδων εκφόρτωσης. Ξεκάθαρα ο αιτητής ήταν πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με τον Κανονισμό 70 έπρεπε να είχε ειδοποίηση της αιτήσεως με όλες τις συνέπειες που αναφέρονται στους Κανονισμούς 71 και 112, στους οποίους έχω αναφερθεί, και ουδεμία σημασία έχει το γεγονός ότι όταν εξεδόθη το διάταγμα το caveat δεν ήταν πλέον σε ισχύ. Η πορεία της αίτησης είχε προδιαγραφεί με βάση τα δεδομένα τα οποία καθορίσθησαν σε αυτή, δηλαδή ότι δεν είχε άλλος ενδιαφέρον. Έκτοτε η καθυστέρηση στην έκβαση της εγίνετο με βάση το δεδομένο αυτό και με αίτημα των ιδίων των αιτητών ως προς τη συνεννόηση στην οποία ήθελαν να προέλθουν με τον ενδιαφερόμενο προσφοροδότη. Δεν μπορεί ασφαλώς η καθυστέρηση αυτή στην πορεία έκβασης της αίτησης που έτυχε να είναι μετά από τη λήξη του caveat και εφόσον οι αιτητές δεν μπορούσαν να γνωρίζουν για τις αναβολές οι οποίες εδίδοντο εφόσον δεν είχαν ήδη ειδοποιηθεί εκ των προτέρων για την ύπαρξη καν της αιτήσεως να επηρέαζε τα πράγματα.
Το ίδιο ισχύει για την άλλη εισήγηση που έχει γίνει ότι υπήρξε καθυστέρηση στο να αποταθεί ο αιτητής στο δικαστήριο ώστε να αποφασιστεί το θέμα αυτό. Σίγουρα τούτο δεν είχε τίποτε να κάμει με το κατά πόσο ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή όχι εφόσον οι ενάγοντες, θεωρώντας ότι ο αιτητής δεν ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ουσιαστικά έκριναν οι ίδιοι ότι η καθυστέρηση του και η επιφύλαξη του δικαιώματος του στο στάδιο της πώλησης του πλοίου του στερούσε πλέον αυτό το ενδιαφέρον. Δεν ήταν για τους ενάγοντες να κρίνουν κατά πόσο ο αιτητής είχε, λόγω οποιωνδήποτε καταστάσεων, απολέσει το ενδιαφέρον του αλλά με βάση τα δεδομένα τα οποία υπήρχαν, και ιδιαίτερα την ύπαρξη του caveat, να θεωρήσουν ότι η αίτηση έπρεπε να επιδοθεί και στους Αιτητές.
Εξ ίσου άσχετο θεωρώ και το γεγονός ότι κατά το στάδιο του καθορισμού των προτεραιοτήτων δεν έγινε οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιώματος ή επανάληψη επιφύλαξης δικαιώματος. Το μόνο θέμα το οποίο κρίνετο στις 14.12.2000 ήταν ο καθορισμός των προτεραιοτήτων και όχι το ερώτημα κατά πόσο τα έξοδα ήσαν έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου ή έξοδα του φορτίου, που ήταν ερώτημα εμπεριεχόμενο στην προτεραιότητα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου ή την άλλη προτεραιότητα του φορτίου και ως εκ τούτου δεν αφορούσε τις προτεραιότητες μεταξύ τους.
Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι κακώς εξεδόθη το διάταγμα χωρίς να δοθεί ειδοποίηση στον αιτητή και ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των εναγόντων.
Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εναγόντων.