ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 533
30 Απριλίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
KING'S HEAD DEVELOPMENT CO. LTD. (PIONEER BEACH HOTEL),
Εφεσείοντες,
v.
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ.10646)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε χωρίς τη συμμετοχή των εναγομένων στη δίκη μετά από απόρριψη αιτήματός τους για αναβολή της ακρόασης για να διορίσουν νέο δικηγόρο ― Ισχυρισμός ότι η έκδοση της απόφασης στέρησε τους εναγόμενους από το δικαίωμα τους να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους ― Κρίθηκε ότι δεν εδικαιολογείτο η από μέρους τους υπόθεση πως το αίτημά τους για αναβολή θα γινόταν εκ προοιμίου αποδεκτό ― Η αίτηση απορρίφθηκε.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία επιδικάσθηκαν στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση του από τους εφεσείοντες. Η ακρόαση της υπόθεσης προχώρησε χωρίς τη συμμετοχή των εφεσειόντων γιατί το Δικαστήριο απέρριψε αίτημά τους για αναβολή για να μπορέσουν να διορίσουν άλλο δικηγόρο σε αντικατάσταση αυτού που τους εκπροσωπούσε μέχρι τότε. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:
1. Η απόφαση δεν απαγγέλθηκε σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου.
2. Η απόφαση φέρει μόνο την υπογραφή του Πρόεδρου του Δικαστηρίου.
3. Η απόφαση εκδόθηκε χωρίς διαβούλευση μεταξύ του Προέδρου και των Μελών του Δικαστηρίου.
Προβλήθηκαν επίσης οι λόγοι 4 και 5 που αγγίζουν την ουσία της έφεσης. Την άρνηση δηλαδή του Δικαστηρίου να αναβάλει την ακρόαση ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να διορίσουν άλλο δικηγόρο να παρουσιάσει την υπόθεσή τους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι λόγοι 1, 2 και 3 ανωτέρω δεν βασίζονται στα πραγματικά γεγονότα και ως εκ τούτου δεν ευσταθούν.
2. Οι λόγοι 4 και 5 δεν καταλήγουν σε στέρηση του δικαιώματος των εφεσειόντων να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους. Οι ίδιοι το απεμπόλισαν με το να μη συμμορφωθούν με τη νόμιμη διαδικασία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Καμένος, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 14/9/99 (Αρ. Υποθ. 1174/97) με την οποία απέρριψε το αίτημά τους για αναβολή της δίκης μέχρι το διορισμό από αυτούς άλλου δικηγόρου και εξέδωσε απόφαση για αποζημιώσεις υπέρ του εφεσίβλητου για ποσό £4.500 συν έξοδα.
Μ. Σκαρπάρη για Ε. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδίκασε στις 14.9.99 στον εφεσίβλητο ΛΚ4.500 ως αποζημιώσεις για αδικαιολόγητη και παράνομη απόλυση του από τους εφεσείοντες, και ΛΚ150 έξοδα.
Η ακρόαση προχώρησε χωρίς να λάβουν μέρος σ' αυτή οι εφεσείοντες γιατί το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα τους για αναβολή της δίκης, που υπέβαλαν για να μπορέσουν να διορίσουν άλλο δικηγόρο, σε αντικατάσταση αυτού που τους εκπροσωπούσε μέχρι τότε. Ο τελευταίος με άδεια του Δικαστηρίου είχε αποσυρθεί και το αίτημα για αναβολή υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από τον προϊστάμενο λογιστή της εταιρείας. Όταν το Δικαστήριο αρνήθηκε την αναβολή ο δικηγόρος των εφεσειόντων, που όπως είπαμε με άδεια του Δικαστηρίου έπαυσε να τους εκπροσωπεί, και ο λογιστής τους αποχώρησαν από την αίθουσα του Δικαστηρίου.
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων διατυπώνει στο εφετήριο 5 λόγους, στη βάση των οποίων ζητεί τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης και την επαναφορά της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εκδίκαση. Απλή αναφορά στους τρεις πρώτους λόγους θα δείξει πως είναι εντελώς ανυπόστατοι, και απαράδεκτοι θα λέγαμε, γιατί δεν έχουν καμιά στήριξη σε υπαρκτά γεγονότα στα οποία, έστω, οι εφεσείοντες δίδουν τη δική τους ερμηνεία. Αντίθετα, προβάλλονται στη βάση ανεπίτρεπτων εικασιών. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται εισήγηση (α) πως η απόφαση δεν απαγγέλθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, (β) ότι φέρει μόνο την υπογραφή του Προέδρου του Δικαστηρίου ενώ θα έπρεπε να υπογράφεται και από τους Παρέδρους και (γ) πως εκδόθηκε χωρίς να προηγηθούν διαβουλεύσεις μεταξύ του Προέδρου και των Μελών του Δικαστηρίου.
Διερωτούμαστε με βάση ποιό πραγματικό γεγονός οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως το Δικαστήριο δεν απήγγειλε την απόφαση του σε δημόσια συνεδρίαση. Και εφόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν τεκμηριώνεται, γιατί προβάλλεται από το δικηγόρο των εφεσειόντων στους λόγους έφεσης; Αναφορικά με την εισήγηση πως η απόφαση θα έπρεπε να υπογραφεί και από τους Παρέδρους, γίνεται αόριστη αναφορά, χωρίς να παρατίθεται ο σχετικός Κανονισμός, ότι δήθεν οι περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1999 προβλέπουν πως οι αποφάσεις του Δικαστηρίου υπογράφονται και από τους Παρέδρους. Δεν είναι ορθό. Αντίθετα από το λεκτικό του Κανονισμού 10(1) συμπεραίνεται πως η απόφαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο ή το Δικαστή ο οποίος προεδρεύει του Τμήματος του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης. Τον παραθέτουμε:
10.-(1) Σε περίπτωση διαφωνίας η απόφαση του Δικαστηρίου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και εκδίδεται δημόσια από τον Πρόεδρο ή το Δικαστή ο οποίος προήδρευσε του Τμήματος του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης και υπογράφεται από αυτόν. Εάν υπάρχει απόφαση μειοψηφίας και αυτή εκδίδεται δημόσια και απαγγέλεται μετά την έκδοση της απόφασης της πλειοψηφίας.»
Περισσεύει, αλλά ας παρατηρήσουμε πως, εφόσο η απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλθηκε και εκδόθηκε όπως προβλέπεται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος η υπογραφή του δικαστή ή των δικαστών που την εκδίδουν μπορεί να τοποθετηθεί στο κείμενο αργότερα. Πιο προκλητική όμως από τις δύο πρώτες εισηγήσεις είναι η τρίτη, που ακολουθεί. Σύμφωνα με αυτή δεν προηγήθηκαν διαβουλεύσεις μεταξύ του Προέδρου και των Μελών του Δικαστηρίου για την ετυμηγορία τους, και την έκδοση της απόφασης που ακολούθησε. Λυπούμαστε, αλλά πρέπει να τονίσουμε πως αναμένουμε να γίνονται ενώπιον των Δικαστηρίων σοβαρές προτάσεις.
Οι τελευταίοι δυο λόγοι, 4 και 5, αγγίζουν την ουσία της έφεσης. Την άρνηση δηλαδή του Δικαστηρίου να αναβάλει την ακρόαση της υπόθεσης ώστε να δοθεί στους εφεσείοντες η ευκαιρία να διορίσουν άλλο δικηγόρο για να παρουσιάσει την υπόθεση τους. Η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή έγινε για τους λόγους που με πολλή λεπτομέρεια εκτίθενται στην ενδιάμεση επί του θέματος απόφαση του Δικαστηρίου, και συνοπτικά επαναλαμβάνονται στην υπό έφεση απόφαση. Αναφέρεται, επί του προκειμένου, πως ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες από τον Ιούνιο του 1997 είχε διαφωνήσει με αυτούς ως προς τον χειρισμό της υπόθεσης. Επομένως, από τότε είχαν όλο το χρόνο στη διάθεση τους να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίες άλλου δικηγόρου για να χειριστεί την υπόθεση, η οποία ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 18.6.99, δοθέντος μάλιστα του γεγονότος πως προηγουμένως, στις 8.6.99, το Δικαστήριο είχε τονίσει πως η υπόθεση θα προχωρούσε στην ακρόαση, δυστυχώς όμως απουσίαζε ένας από τους Παρέδρους του Δικαστηρίου.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα, αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί προβάλλεται ισχυρισμός πως το Δικαστήριο στέρησε από τους εφεσείοντες του δικαιώματος τους να παρουσιάσουν την υπόθεση τους. Είχαν ήδη προσφύγει στο Δικαστήριο, αντιπροσωπεύονταν από δικηγόρο σε όλες τις διαδικασίες, γνώριζαν τις ημερομηνίες που η υπόθεση των ήταν ορισμένη, και, το πιο σημαντικό, παρουσιάστηκαν την ημέρα που η υπόθεση θα προχωρούσε στην ακρόαση. Γνώριζαν, από πολύ καιρό προηγουμένως, πως ο δικηγόρος τους θα ζητούσε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθεί. Είχαν, επομένως, την ευχέρεια να διορίσουν άλλο δικηγόρο. Δεν εδικαιολογείτο η από μέρους τους υπόθεση πως το αίτημα τους για αναβολή θα γινόταν εκ προοιμίου αποδεκτό. Οι εφεσείοντες δεν στερήθηκαν του δικαιώματος τους να παρουσιάσουν την υπόθεση τους. Οι ίδιοι το απεμπόλισαν με το να μη συμμορφωθούν με τη νόμιμη διαδικασία.
Η έφεση κρίνεται ως αβάσιμη. Απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.