ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 334
23 Μαρτίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
1. ΖΗΝΩΝΑΣ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ,
2. ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10517)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το Εφετείο πολύ σπάνια και με δυσκολία επεμβαίνει στις διαπιστώσεις και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων.
Η αξίωση του ενάγοντα-εφεσίβλητου εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων ήταν για την πληρωμή ΛΚ29.877 πλέον τόκο βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, που υπεγράφη στις 5/2/92 και το οποίο οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να εξοφλήσουν. Στην υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες παραδέχονται την υπογραφή του γραμματίου, ισχυρίζονται όμως πως τούτο εξοφλήθηκε στις 7/2/92 με την πληρωμή £25.000 σε μετρητά έναντι εξοφλητικής απόδειξης που υπέγραψε ο εφεσίβλητος. Η αντιδικία στο πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στον ισχυρισμό του εναγόμενου 1 πως είχε εξοφλήσει το γραμμάτιο. Η εκδοχή του ήταν πως στις 7/2/92 έδωσε στον ενάγοντα £25.000 μετρητά, τα οποία φύλασσε στο χρηματοκιβώτιο του για να αγοράσει οικόπεδο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή και αληθή την εκδοχή του ενάγοντα, αφού προηγουμένως ανέλυσε σε έκταση το περιεχόμενο της μαρτυρίας των διαδίκων και του υπόλοιπου αποδεικτικού υλικού.
Οι εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Μολονότι έχει επαναληφθεί άπειρες φορές πως το Εφετείο πολύ σπάνια και με δυσκολία επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του δικάζοντος Δικαστηρίου, που βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων, οι πλείστες εφέσεις έχουν ως επίκεντρο προσβολής των πρωτόδικων αποφάσεων ακριβώς αυτή την αξιολόγηση.
2. Ο πρωτόδικος Δικαστής έδωσε πολλούς λόγους για να δικαιολογήσει την κρίση του πως ο ενάγων είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Οι σοβαρότεροι από τους λόγους αυτούς ήταν οι ακόλουθοι:
Το γραμμάτιο υπογράφηκε στις 5/2/92 με ημερομηνία εξόφλησης την 5/2/96. Την ίδια μέρα ο εναγόμενος πλήρωσε με μεταχρονολογημένες επιταγές τα ποσά των £6.317,33 και £5.000 στον ενάγοντα και το δικηγόρο του αντίστοιχα. Αυτό έγινε γιατί ο εναγόμενος προφανώς δεν διέθετε χρήματα να πληρώσει αμέσως τα πιο πάνω ποσά. Όλως περιέργως, δύο μέρες αργότερα, στις 7/2/92, ισχυρίστηκε πως πλήρωσε στον ενάγοντα £25.000 μετρητά, ποσό το οποίο είχε μάλιστα φυλαγμένο στο χρηματοκιβώτιο του για να αγοράσει, καθώς είπε, οικόπεδο από την Ιερά Μονή Κύκκου.
Είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο πιο πάνω ισχυρισμός εκφεύγει της λογικά αναφερόμενης συμπεριφοράς ανθρώπων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που δόθηκε στις 22/3/99 (Αρ. Αγωγής 1712/96) με την οποία δέχθηκε ως ορθή την εκδοχή του ενάγοντα και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτησή του για ποσό ΛΚ29.877 πλέον τόκους, δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου το οποίο οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να εξοφλήσουν.
Ρ. Χαραλάμπους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Κυπριανού με Π. Παπανικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η αξίωση του ενάγοντος-εφεσίβλητου εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν για την πληρωμή ΛΚ29.877 με τόκο 6% ετησίως από 5.2.96 βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, που υπεγράφη στις 5.2.1992 και το οποίο οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να εξοφλήσουν. Είναι ευχερέστερο στη συνέχεια να αναφερόμαστε στους διάδικους ως ενάγων και εναγόμενοι αντίστοιχα. Στην υπεράσπιση τους, που αποτελείται ουσιαστικά από δυο σύντομες παραγράφους, οι εναγόμενοι παραδέχονται την υπογραφή του γραμματίου, ισχυρίζονται όμως πως τούτο εξοφλήθηκε στις 7.2.92 από τον εναγόμενο 1, με την πληρωμή ΛΚ25,000 σε μετρητά, έναντι εξοφλητικής απόδειξης που υπέγραψε ο ενάγων. Η εναγόμενη 2, σύζυγος του εναγομένου 1, υπέγραψε ως εγγυήτρια το γραμμάτιο.
Στο πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε μαρτυρία ο ενάγων και ο εναγόμενος 1. Ο ενάγων παρουσιάζοντας το γραμμάτιο αναφέρθηκε και στις λεπτομέρειες κατάρτισης και υπογραφής του, στην οποία είχαν αναμειχθεί οι δικηγόροι των διαδίκων. Εκτός από την υπογραφή του γραμματίου, ο εναγόμενος 1 δέχθηκε πως εξέδωσε και δυο μεταχρονολογημένες επιταγές, μια στο όνομα του ενάγοντα για ΛΚ6.317,33 και μια σ΄αυτό του δικηγόρου του (του ενάγοντα) για ΛΚ5.000. Η συνολική διευθέτηση έγινε για να ικανοποιηθεί απαίτηση του ενάγοντα από τον εναγόμενο 1 για οικονομικά ασύμφορες επενδύσεις που έκανε ο πρώτος στην εταιρεία Cofimor, ιδιοκτησία του εναγόμενου 2. Οι διάδικοι ήσαν φίλοι, αλλά προφανώς οι οικονομικές διαφορές τους οδήγησαν στο Δικαστήριο.
Η αντιδικία στο πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στον ισχυρισμό του εναγομένου 1 πως είχε εξοφλήσει το γραμμάτιο, δίδοντας στις 7.2.92 στον ενάγοντα ΛΚ25.000 μετρητά έναντι απόδειξης. Η απόδειξη αυτή, τεκμ.Γ1, παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Ο ενάγων δέχθηκε πως υπέγραψε το έγγραφο, αλλά ισχυρίστηκε πως το περιεχόμενο του ήταν μέρος μεγαλύτερης επιστολής που έγραψε σε επιστολόχαρτο της εταιρείας Cofimor, μετά από παράκληση του εναγομένου 1, και η οποία απευθυνόταν προς την τράπεζα Piquet. Σκοπός της επιστολής ήταν να πληροφορηθεί η πιο πάνω τράπεζα πως ο εναγόμενος είχε αποζημιώσει τον ενάγοντα με ποσό ΛΚ36,317.33 σεντ, ώστε η τράπεζα να παραχωρήσει πίστωση στον εναγόμενο και να του εμβάσει χρήματα. Με τη σειρά του ο εναγόμενος θα έδιδε τα χρήματα, στον ενάγοντα, πιο γρήγορα από τη λήξη του γραμματίου. Ο ενάγων ανέφερε επιπλέον πως ο εναγόμενος πρόσθεσε εκ των υστέρων τη φράση «and cancellation of the promisory note of 5.2.92». Είχε δηλαδή πλαστογραφήσει, με αυτή την πρόσθεση, το έγγραφο.
Η εκδοχή του εναγομένου ήταν πως στις 7.2.92 έδωσε στον ενάγοντα Λ.Κ.25.000 μετρητά, τα οποία πήρε από το χρηματοκιβώτιο του, όπου τα φύλασσε, για να αγοράσει οικόπεδο από την Ιερά Μονή Κύκκου. Και μετά από αυτή την πληρωμή ο ενάγων υπέγραψε το τεκμήριο Γ1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή και αληθή την εκδοχή του ενάγοντα, αφού προηγουμένως ανέλυσε σε έκταση το περεχόμενο της μαρτυρίας των διαδίκων και του υπόλοιπου αποδεικτικού υλικού. Η ανάλυση της μαρτυρίας και η αιτιολόγηση της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων είπε την αλήθεια καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της 18σέλιδης απόφασης του.
Μολονότι έχει επαναληφθεί άπειρες φορές πως το Εφετείο πολύ σπάνια και με δυσκολία επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του δικάζοντος Δικαστηρίου, που βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων, οι πλείστες εφέσεις έχουν ως επίκεντρο προσβολής των πρωτόδικων αποφάσεων ακριβώς αυτή την αξιολόγηση.
Όπως είπαμε στα προηγούμενα ο πρωτόδικος δικαστής έδωσε πολλούς λόγους για να αιτιολογήσει την κρίση του πως ο ενάγων είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Δεν θα τους επαναλάβουμε. Θα σταχυολογήσουμε τους σοβαρότερους για να δείξουμε πως η έφεση είναι ολωσδιόλου αβάσιμη. Το γραμμάτιο υπογράφηκε στις 5.2.92, με ημερομηνία εξόφλησης 4 χρόνια αργότερα, δηλαδή 5.2.96. Την ίδια μέρα ο εναγόμενος πλήρωσε, με μεταχρονολογημένες επιταγές, τα δυο ποσά που αναφέραμε στην αρχή της απόφασης μας, στον ίδιο τον ενάγοντα και στο δικηγόρο του. Αυτό έγινε γιατί ο εναγόμενος προφανώς δεν διέθετε χρήματα να πληρώσει αμέσως τα πιο πάνω ποσά. Όλως περιέργως, δυο μέρες αργότερα, στις 7.2.92, ισχυρίστηκε πως πλήρωσε τον ενάγοντα Λ.Κ.25.000 μετρητά, ποσό το οποίο είχε μάλιστα φυλαγμένο στο χρηματοκιβώτιο του για να αγοράσει, καθώς είπε, οικόπεδο από την Ιερά Μονή Κύκκου. Είναι, κατά τη γνώμη μας, ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο πιο πάνω ισχυρισμός εκφεύγει της λογικά αναμενόμενης συμπεριφοράς ανθρώπων. Και στην περίπτωση που εξετάζουμε, προσθέτουμε εμείς, φαίνεται πως γνώριζαν από οικονομικές συναλλαγές. Επιπλέον η υπογραφή του γραμματίου έγινε με την παρέμβαση των δικηγόρων των διαδίκων, ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας. Θα ανέμενε κάποιος πως και η εξόφληση και η έκδοση της απόδειξης θα γινόταν με το σίγουρο νομοτυπικό τρόπο που υπογράφηκε και το γραμμάτιο. Να σημειώσουμε πως ο εναγόμενος, παρά τον ισχυρισμό του πως εξόφλησε, δεν ζήτησε ποτέ να του επιστραφεί το γραμμάτιο, το οποίο ήταν πάντοτε στην κατοχή του ενάγοντα.
Στο πρώτο λόγο έφεσης ο δικηγόρος των εναγομένων - εφεσειόντων εισηγείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε ορθή διαδικασία αναφορικά με τη σειρά που κατέθεσαν οι μάρτυρες, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν τα δικαιώματα τους. Προτείνει ως εκ τούτου επανάληψη της δίκης. Διατείνεται πως, εφόσο οι πελάτες του είχαν το βάρος της απόδειξης, δηλαδή της εξόφλησης του γραμματίου, θα έπρεπε να καταθέσει πρώτος ο εναγόμενος και μετά να ακολουθήσει η μαρτυρία του ενάγοντα. Τέτοια εισήγηση δεν έγινε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ώστε να τύχει χειρισμού ανάλογα με τις δηλώσεις στις οποίες θα προέβαιναν οι δικηγόροι αναφορικά με την παραδοχή γεγονότων και τον καθορισμό επιδίκων θεμάτων. Οι εφεσείοντες παραπονούνται τώρα ότι λόγω της διαφοράς στη σειρά με την οποία οι μάρτυρες κατέθεσαν, δεν είχε παρουσιαστεί μια επιστολή, (τεκμ.Η) ώστε να μπορούσε να τεθεί στον εφεσίβλητο για να τη σχολιάσει. Πρέπει όμως να υποδείξουμε πως οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να θέσουν την επιστολή υπόψη του εφεσίβλητου υπό μορφή τεκμηρίου για αναγνώριση. Αλλά και γενικότερα, δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό στους εφεσείοντες εξ αιτίας της σειράς με την οποία παρουσιάστηκε η μαρτυρία.
Η έφεση απορρίπτεται ως ολωσδιόλου αβάσιμη με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.