ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 251

1 Μαρτίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡ. ΚΑΡΑΤΣΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

DORITIS MAKARONI FACTORY LIMITED,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10569)

 

Συμβάσεις ― Ανιπροσωπεία ― Τερματισμός αντιπροσωπείας μετά από εύλογη προειδοποίηση ― Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν τον καθορισμό της περιόδου της εύλογης προειδοποίησης.

Ο Κώστας Καρατσής, Διευθυντής των εφεσειόντων-εναγομένων ήταν, από το 1960-1979 αντιπρόσωπος των προϊόντων των εφεσιβλήτων-εναγόντων για την επαρχία Λευκωσίας.  Μετά το 1979 την αντιπροσώπευση των εν λόγω προϊόντων των εφεσιβλήτων ανέλαβαν οι εφεσείοντες.  Το 1992 οι όροι της συμφωνίας αντιπροσώπευσης διαφοροποιήθηκαν μετά από συμφωνία των διαδίκων, η οποία διακόπηκε το 1994 με πρωτοβουλία των εφεσιβλήτων, οι οποίοι με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 21.3.94 τερμάτισαν τη μεταξύ των διαδίκων συνεργασία. Γνωστοποίησαν στους εφεσείοντες ότι ο τερματισμός έγινε λόγω παράβασης των όρων της συμφωνίας του 1992 και έθεσαν ως ημερομηνία υλοποίησης της διακοπής της συνεργασίας την 22/4/1994.  Με αγωγή που ήγειραν εναντίον των εφεσειόντων οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν πληρωμή οφειλόμενου υπολοίπου.  Ισχυρίσθηκαν ότι οδηγήθηκαν στη διακοπή της συνεργασίας, μεταξύ άλλων, λόγω της μη έγκαιρης και συστηματικής πληρωμής των υποσχεθέντων δόσεων από τους εφεσείοντες.  Οι τελευταίοι με την υπεράσπιση τους ισχυρίσθηκαν ότι η συνεργασία διακόπηκε αυθαίρετα από τους εφεσίβλητους.  Ταυτόχρονα με σχετική ανταπαίτηση τους διεκδίκησαν αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της μεταξύ τους συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι πέτυχαν στην αγωγή τους και επεδίκασε υπέρ τους το ποσό των £31.610,95 πλέον τόκο και έξοδα.

Με την έφεση αμφισβητήθηκε το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο η περίοδος της εύλογης προειδοποίησης καθορίσθηκε στους 4 μήνες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ζήτημα της περιόδου της προειδοποίησης πρέπει να αποφασίζεται λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων όπως αυτά υφίσταντο κατά το χρόνο που δίδεται η προειδοποίηση και όχι κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας αντιπροσώπευσης.

2.  Ο καθορισμός της περιόδου της προειδοποίησης για τον τερματισμό μιας σύμβασης αντιπροσώπευσης εξαρτάται από τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση.  Τα περιστατικά που διαδραματίζουν δεσπόζοντα ρόλο είναι η δαπάνη στην οποία έχει υποβληθεί ο αντιπρόσωπος, η εργασία την οποία έχει διεκπεραιώσει για προώθηση των προϊόντων του αντιπροσωπευομένου, ο χρόνος που έχει αφιερώσει και η φροντίδα για τον ίδιο σκοπό.  Η μικρή διάρκεια της αντιπροσώπευσης μπορεί να δικαιολογήσει μεγαλύτερη απ' ότι σε άλλες περιπτώσεις διάρκεια της προειδοποίησης.  Ένας άλλος παράγοντας που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο είναι τα οικονομικά αποτελέσματα της συνεργασίας για τα δύο μέρη.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί ορθά ως προς τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της περιόδου της εύλογης προειδοποίησης και δεν διακρίνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Martin Baker Ltd v. Canadian Flight Ltd [1955] 2 All E.R. 722,

Decro-Wall v. Practitioners in Marketing [1971] 2 All E.R. 216.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 28/5/99 (Αρ. Αγωγής 5535/94) με την οποία επεδίκασε υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων ποσό £31.610,95 πλέον τόκους και έξοδα και απέρριψε την ανταπαίτηση των εναγομένων.

Α. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κονναρής, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) είναι κατασκευαστές ζυμαρικών. Ο Κώστας Καρατσής, Διευθυντής των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εφεσείοντες) ήταν, από το 1960-1979, αντιπρόσωπος των προϊόντων των εφεσιβλήτων και συγκεκριμένα μακαρονιών και αλεύρων για την επαρχία Λευκωσίας.  Μετά το 1979 την αντιπροσώπευση των εν λόγω προϊόντων των εφεσιβλήτων ανέλαβαν οι εφεσείοντες.  Το έτος 1992 οι όροι της συμφωνίας αντιπροσώπευσης διαφοροποιήθηκαν μετά από συμφωνία των διαδίκων.   Η συμφωνία αντιπροσώπευσης διακόπηκε το 1994 με πρωτοβουλία των εφεσιβλήτων.  Οι τελευταίοι με επιστολή του δικηγόρου τους, ημερ. 21.3.1994, τερμάτισαν την μεταξύ των διαδίκων συνεργασία.  Γνωστοποίησαν στους εφεσείοντες ότι ο τερματισμός έγινε λόγω παράβασης των όρων της συμφωνίας του 1992.  Έθεσαν ως ημερομηνία υλοποίησης της διακοπής της συνεργασίας την 22.4.1994. Με αγωγή που ήγειραν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον των εφεσειόντων οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν πληρωμή οφειλόμενου υπολοίπου.  Ισχυρίσθηκαν ότι οδηγήθηκαν στη διακοπή της συνεργασίας, μεταξύ άλλων, λόγω της μη έγκαιρης και συστηματικής πληρωμής των υποσχεθέντων δόσεων από τους εφεσείοντες.  Οι τελευταίοι με την υπεράσπιση τους ισχυρίσθηκαν ότι η συνεργασία διακόπηκε αυθαίρετα από τους εφεσίβλητους. Ταυτόχρονα με σχετική ανταπαίτηση τους διεκδίκησαν αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της μεταξύ τους συμφωνίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι "έχουν πετύχει στην αγωγή τους".  Επεδίκασε υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων ποσό της τάξεως των £31,610.95 με τόκο 9% από 1.1.1992 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι "απέτυχαν ν΄ αποδείξουν ότι ο τερματισμός της συνεργασίας των διαδίκων οφείλεται σε παράβαση των όρων των μεταξύ τους συμφωνιών".

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η συμφωνία αντιπροσώπευσης ήταν τέτοια που επιδεχόταν τερματισμό. Έδωσε θετική απάντηση στο ερώτημα "γιατί κανένας από τους μάρτυρες ή τους διαδίκους ισχυρίστηκε το αντίθετο".   Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο επελήφθη του θέματος της "ικανοποιητικής προειδοποίησης που έπρεπε να δοθεί". Έθεσε το θέμα ως εξής:

"Αρχικά το θέμα διέπεται από τα άρθρα 165 και 166 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.  Το άρθρο 165, προβλέπει ότι όπου υπάρχει ρητός ή σιωπηρός όρος για ορισμένη χρονική διάρκεια της αντιπροσωπείας, ο αντιπροσωπευόμενος ή ο αντιπρόσωπος οφείλει να αποζημιώσει τον άλλο για την άκαιρη ή χωρίς λόγο ανάκληση της πληρεξουσιότητας.  Το άρθρο 166 προσδιορίζει ότι σε περίπτωση ανάκλησης ή καταγγελίας πρέπει να δίνεται εύλογη προειδοποίηση.

Στην προκείμενη περίπτωση, αφού όπως ήδη σημείωσα, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι η συμφωνία δεν προνοούσε όρο για τερματισμό, συνεπώς καταλήγω ότι η σύμβαση ήταν δυνατό να διακοπεί μετά από εύλογη προειδοποίηση. Ίδε Bowstead on Agency, 13η έκδοση, σελ. 200-201.

Το πως προσμετράται αν η προειδοποίηση είναι εύλογη, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.     Στις υποθέσεις Martin-Baker Aircraft Co. Ltd v. Canadian Flight Equipment [1955] 2 All E.R. 722 και Decro Wall International S.A. v. Practitioners in Marketing [1971] 2 All E.R. 216, καθορίστηκε ότι ο χρόνος της προειδοποίησης εξαρτάται από τα γεγονότα που υπήρχαν κατά το χρόνο που δόθηκε η προειδοποίηση.  Ένας καθοριστικός παράγοντας είναι τα έξοδα που προκλήθηκαν για τη δημιουργία και διατήρηση της αντιπροσώπευσης, η έκταση της εργασίας που έβαλε ο αντιπρόσωπος και άλλα συναφή.

Στην προκείμενη περίπτωση ο Κ. Καρατσής είπε, ότι η προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων των εναγόντων ήταν η αποκλειστική απασχόληση του ιδίου και δύο άλλων πλασιέ.  Παρόλο που αμφισβητήθηκαν τ' αποτελέσματα της εργασίας του λόγω έλλειψης πόρων, η εκδήλωση προσπάθειας έμεινε αναντίλεχτη. Βέβαια, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία τι έξοδα συνεπαγόταν η σύσταση και διατήρηση της αντιπροσωπείας. Με γνώμονα τα γεγονότα της υπόθεσης ιδιαίτερα τη μεγάλη διάρκεια, βρίσκω ότι η περίοδος των τεσσάρων μηνών, ήταν ικανοποιητική και εύλογη περίοδος προειδοποίησης για τον τερματισμό της συμφωνίας αντιπροσωπείας.

Το ποσό που είχαν οι εναγόμενοι, ως εισόδημα ήτοι £31,000 το χρόνο, από τις προμήθειες των πωλήσεων που εδικαιούντο οι εναγόμενοι, δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς εναγόντων.   Συνακόλουθα, η περίοδος αποζημίωσης θα είναι τρεις μήνες, αφού δόθηκε ήδη ένας μήνας με την επιστολή ημερ. 21.3.1994, Τεκ. 43.

.......................................................................................................

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγομένων και εναντίον των εναγόντων για το ποσό των £7,749 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο."

Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση οι εναγόμενοι αμφισβητούν το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο η περίοδος της εύλογης προειδοποίησης καθορίσθηκε στους 4 μήνες.

Το ζήτημα της περιόδου της προειδοποίησης πρέπει να αποφασίζεται λαμβανομένου υπόψη των γεγονότων όπως αυτά υφίσταντο κατά το χρόνο που δίδεται η προειδοποίηση και όχι κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας αντιπροσώπευσης (Βλ. Martin Baker Ltd v. Canadian Flight Ltd [1955] 2 All E.R. 722, 735).

Στην Decro-Wall v. Practitioners in Marketing [1971] 2 All E.R. 216 ο αντιπρόσωπος (εναγόμενος), δυνάμει συμφωνίας που συνάφθηκε τον Μάρτιο του 1967, ανέλαβε την αντιπροσώπευση των προϊόντων μιας Γαλλικής βιομηχανικής εταιρείας στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Κατέβαλε επίμονες και επιτυχείς προσπάθειες να δημιουργήσει και αναπτύξει αγορά για τα προϊόντα του ενάγοντα.  Η συμφωνία αντιπροσώπευσης συνάφθηκε το 1967 και μέχρι την Άνοιξη του 1970, χωρίς οποιαδήποτε υποχρέωση, δαπάνησε γύρω στις £30,000 για διαφήμιση των προϊόντων του ενάγοντα.  Είχε εργοδοτήσει τουλάχιστο 6 επιπλέον πωλητές και αποκτήσει νέα υποστατικά.  Είχε επιδείξει αξιοσημείωτη ικανότητα, ενθουσιασμό και επαγγελματικότητα στην προώθηση των πωλήσεων.  Σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών του αντιπροσώπου σημειώθηκαν σημαντικές ετήσιες αυξήσεις στις πωλήσεις των προϊόντων των εναγόντων.  Μέχρι τον Απρίλιο του 1970 είχαν δημιουργηθεί πέραν των 700 παραρτημάτων πώλησης  των προϊόντων των εναγόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι πωλήσεις αυξάνοντο τόσο ραγδαία που αντιπροσώπευαν γύρω στα 83% της όλης επιχείρησης των αντιπροσώπων.  Υπήρχαν εύλογες ελπίδες ότι ο όγκος των πωλήσεων θα έφθανε εκείνο των εναγόντων στη Γαλλία.  Δεν υπήρχε κριτική εκ μέρους των εναγόντων για την επιχειρηματική ικανότητα του αντιπροσώπου ή των αποτελεσμάτων που είχε επιτύχει. Τον Απρίλιο του 1970 οι ενάγοντες ανέθεσαν την αντιπροσώπευση των προϊόντων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο σε άλλη εταιρεία.  Κρίθηκε ότι εν όψει της δαπάνης και της εργασίας που είχε διεκπεραιώσει ο αντιπρόσωπος για την εκτέλεση της συμφωνίας το πρωτόδικο δικαστήριο εδικαιούτο να διαπιστώσει ότι προειδοποίηση 12 μηνών ήταν εύλογη για τον τερματισμό της συμφωνίας. Ουδείς αντιπρόσωπος θα προχωρούσε στη σύναψη τέτοιας συμφωνίας εκτός αν γνώριζε ότι δεν μπορούσε να τερματισθεί με βραχύτερη προειδοποίηση.

Ο Λόρδος Δικαστής Salmon έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 224:

"Counsel for the plaintiffs has argued that the learned judge was wrong in holding that reasonable notice is a 12 months' notice.   He says it cannot be more than three months' notice.  I am afraid that I cannot agree.  I think that on the facts the learned judge was fully entitled to reach the conclusion at which he has arrived.  After all, the defendants had put in a lot of expensive spade-work to which I have already referred.  When a new product is being launched, no one can expect the real benefit of his efforts to accrue in the first year or two. These come later. In these circumstances I do not think that the learned judge can be faulted in holding that 12 months' notice was reasonable."

Σε μετάφραση:

"Ο συνήγορος των εναγόντων έχει επιχειρηματολογήσει ότι ο ευπαίδευτος δικαστής έσφαλλε αποφασίζοντας ότι η εύλογη προειδοποίηση είναι προειδοποίηση 12 μηνών. Λέγει ότι δεν μπορεί να υπερβεί την προειδοποίηση των 3 μηνών.  Φοβούμαι ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω.  Νομίζω ότι με βάση τα γεγονότα ο ευπαίδευτος δικαστής εδικαιούτο πλήρως να καταλήξει στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.  Μετά από όλα οι εναγόμενοι έχουν προβεί σε μια πολύ δαπανηρή προκαταρκτική εργασία στην οποία έχω ήδη αναφερθεί. Οσάκις ρίχνεται στην αγορά ένα νέο προϊόν κανείς δεν μπορεί να αναμένει ότι το πραγματικό όφελος των προσπαθειών του θα προκύψει στο πρώτο ή δεύτερο έτος.  Αυτά έρχονται αργότερα.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις δεν νομίζω ότι μπορεί να αποδοθεί σφάλμα στον ευπαίδευτο δικαστή όταν αποφάσισε ότι η προειδοποίηση 12 μηνών ήταν εύλογη."

Αξιοσημείωτα είναι τα όσα ανέφερε ο Λόρδος Δικαστής Sachs στη σελ. 230:

"Looking at it from the point of view of two reasonable business men deciding as between themselves what would be the appropriate length of notice required for determining a relationship of the natute already described and involving the work and expenditure just mentioned, it seems to me that no concessionaire would proceed unless he knew the concession could not be terminated by notice of less than 12 months; he might reasonably have stipulated for even longer notice. Similarly no reasonable producer of the product would have expected his concessionaire to carry on the business in this way except on the safeguard that he would not receive notice of less than 12 months."

Σε μετάφραση:

"Εξετάζοντας το θέμα από την άποψη δύο λογικών επιχειρηματιών που αποφασίζουν μεταξύ τους ως προς το ποιά είναι η κατάλληλη διάρκεια της προειδοποίησης που απαιτείται για τον τερματισμό μια σχέσης της φύσεως που έχει ήδη περιγραφεί και που συνεπάγεται την εργασία και δαπάνη που έχει μόλις αναφερθεί μου φαίνεται ότι κανένας αντιπρόσωπος δεν θα προχωρούσε εκτός αν γνώριζε ότι η παραχώρηση δεν μπορούσε να τερματισθεί με προειδοποίηση λιγότερη των 12 μηνών. εύλογα θα μπορούσε να περιλάβει πρόνοια στη συμφωνία για προειδοποίηση ακόμη μακρύτερης διάρκειας.  Ομοίως κανένας λογικός παραγωγός του προϊόντος θα ανέμενε από τον αντιπρόσωπο του να διεξάγει την εργασία με αυτό τον τρόπο εκτός με τη διασφάλιση ότι δεν θα ελάμβανε προειδοποίηση μικρότερη των 12 μηνών."

Τέλος ο Λόρδος Δικαστής Buckley έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 234:

"... what is reasonable notice for the termination of any contract is largely a matter of personal opinion. The question must be answered in the light of all the relevant surroundings circumstances. In the present case the defendants were undertaking to launch on the market in this country a new product. They were unlikely to obtain substantial profit from the venture for a considerable time; and they were bound to devote much expenditure and trouble to the business. The defendant devoted a very large part of their time and attention to the promotion of the sales of the product in question. In fact, when matters came to a head, the business which the defandants were doing in pursuance of the contract amounted to 83 per cent of their whole activity. In these circumstances I see no reason to differ from the learned judge in his conclusion that 12 months was a reasonabe period of notice to require in such a case."

Σε μετάφραση:

".... τί αποτελεί εύλογη προειδοποίηση για τον τερματισμό μιας σύμβασης είναι κατά μεγάλο βαθμό θέμα προσωπικής γνώμης.  Το ερώτημα πρέπει να απαντάται υπό το φως των σχετικών περιστάσεων που περιβάλλουν το θέμα.  Στην παρούσα υπόθεση οι εναγόμενοι αναλάμβαναν να ρίξουν στην αγορά αυτής της χώρας ένα νέο προϊόν. Ήταν απίθανο να αποκομίσουν σημαντικό κέρδος από την επιχείρηση και είχαν υποχρέωση να καταβάλουν μεγάλη δαπάνη και να μπούν σε μεγάλο κόπο για την επιχείρηση.  Οι εναγόμενοι αφιέρωσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους και της φροντίδας τους για την προώθηση των πωλήσεων του εν λόγω προϊόντος.  Ως γεγονός όταν το θέμα έφθασε σε αποφασιστικό σημείο η εργασία την οποίαν διεκπεραίωναν οι εναγόμενοι δυνάμει της σύμβασης ισοδυναμούσε με το 83% της όλης δραστηριότητας τους.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις δεν βλέπω λόγο να διαφωνήσω με το συμπέρασμα του ευπαίδευτου δικαστή ότι οι 12 μήνες ήταν η εύλογη περίοδος προειδοποίησης που απαιτείται σε τέτοια περίπτωση."

Προκύπτει από την πιο πάνω αυθεντία πως ο καθορισμός της περιόδου της προειδοποίησης για τον τερματισμό μιας σύμβασης αντιπροσώπευσης εξαρτάται από τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση.  Τα περιστατικά που διαδραματίζουν δεσπόζοντα ρόλο είναι η δαπάνη στην οποία έχει υποβληθεί ο αντιπρόσωπος, η εργασία την οποία έχει διεκπεραιώσει για προώθηση των προϊόντων του αντιπροσωπευόμενου, ο χρόνος που έχει αφιερώσει και η φροντίδα για τον ίδιο σκοπό.  Αντίθετα με τα όσα έχουν προτείνει οι εφεσείοντες προκύπτει, επίσης, ότι η μικρή διάρκεια της αντιπροσώπευσης μπορεί να δικαιολογήσει μεγαλύτερη απ' ότι σε άλλες περιπτώσεις  διάρκεια της προειδοποίησης.  

Ένας άλλος παράγοντας που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο είναι τα οικονομικά αποτελέσματα της συνεργασίας για τα δύο μέρη.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η διάρκεια της εύλογης προειδοποίησης πρέπει να προσδιορίζεται λαμβανομένων υπόψη, ανάμεσα σ' άλλα, των πιο κάτω παραγόντων:

(1)  Των δαπανών και/ή εξόδων που υπέστηκαν οι εφεσείοντες ως αντιπρόσωποι των εφεσιβλήτων.

(2)  Της χρονικής διάρκειας της αντιπροσώπευσης.

(3)  Του μεγέθους της γεωγραφικής περιοχής στην οποία διέθετε τα εμπορεύματα των εφεσιβλήτων η εφεσείουσα.

(4)  Του χρόνου που ανάλωναν οι εφεσείοντες στην προώθηση των προϊόντων των εφεσιβλήτων.

(5)  Του προσωπικού που απασχολούσαν οι εφεσείοντες για την προώθηση των εμπορευμάτων των εφεσιβλήτων.

(6)  Του όγκου της εργασίας.

(7)  Των άλλων συναφών περιστάσεων.

Υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τους πιο πάνω παράγοντες.

Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί ορθά ως προς τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της περιόδου της εύλογης προειδοποίησης.  Αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι παράγοντες που έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Σε σχέση με τις δαπάνες που έχουν υποστεί οι εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία και αυτή η κατάληξη δεν έχει αμφισβητηθεί με τους λόγους της έφεσης.  Αναφορικά με τη μεγάλη διάρκεια της αντιπροσώπευσης, στην οποία οι εφεσείοντες έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα, έχουμε ήδη υποδείξει  ότι αυτή δεν λειτουργεί αφ' εαυτής υπέρ της παροχής μεγαλύτερης προειδοποίησης.  Ο λόγος είναι προφανής.  Εφόσον η αντιπροσώπευση είχε διαρκέσει επί μακρόν κατά κανόνα ο αντιπρόσωπος είχε την ευκαιρία να αποκομίσει κέρδος για μεγάλο χρονικό διάστημα και είχε αποζημιωθεί για τις δαπάνες που είχε υποστεί για προώθηση της αντιπροσώπευσης. 

Έχουμε λάβει υπόψη όλους τους παράγοντες που διέπουν τον καθορισμό της περιόδου της εύλογης προειδοποίησης σε συνάρτηση με τα γεγονότα και περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.  Δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έπεται πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο