ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 7
16 Iανουαρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
YALTA SEA TRADE PORT,
Ενάγουσα,
ν.
1. EMED CHARTERING LIMITED,
2. MIOMIR MLADENOVIC,
3. MIROSLAV LJUBISAVLJEVIC,
4. ΕMED SHIPPING LTD.,
Εναγομένων.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Aρ. 124/98)
Ναυτοδικείο ― Ρήτρα διαιτησίας σε χρονοναυλοσύμφωνο ― Τα Δικαστήρια αποκλίνουν σε στήριξη των συμφωνιών διαιτησίας, που εκφράζουν καθαρά τη βούληση και επιλογή των συμβαλλομένων να χρησιμοποιήσουν το θεσμό της διαιτησίας ― Κατά πόσο ο μη καθορισμός στη ρήτρα: α) της διαδικασίας που θα διέπει τη διαιτητική δίκη, β) του δικαίου που θα διέπει την εκτέλεση των υποχρεώσεων των διαδίκων και γ) της σύνθεσης του διαιτητικού δικαστηρίου, επηρεάζει την εγκυρότητα της.
Ναυτοδικείο ― Αίτηση για αναστολή διαδικασίας ― Ρήτρα διαιτησίας ― Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Ισχύουν οι ίδιες αρχές όπως στην περίπτωση ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας.
Η ενάγουσα-καθ' ης η αίτηση, η οποία είναι συγκροτημένη ως νομικό πρόσωπο στην Ουκρανία ενάγει την αιτήτρια (εναγόμενη 1) η οποία είναι τοπική εταιρεία, καθώς και τρεις άλλους εναγομένους. Η αξίωση είναι για $576.658 για ναύλα και/ή ενοίκια και/ή ως αποζημιώσεις για τη χρήση και/ή ενοικίαση τριών πλοίων της καθ' ης η αίτηση, καθώς και για τόκο πάνω στο ποσό της απαίτησης.
Η αξίωση εναντίον της αιτήτριας βασίζεται στο χρονοναυλοσύμφωνο που υπέγραψε στις 2/1/96 στη Λεμεσό, το οποίο περιέχει διαιτητική ρήτρα. Η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση στηριζόμενη στο Άρθρο 8 του Κυπριακού περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 και στο Arbitration Act, 1950 για αναστολή της αγωγής ισχυριζόμενη ότι τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στη ρήτρα δικαιοδοσίας του επίδικου ναυλοσυμφώνου.
Η καθ' ης η αίτηση ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι γενική και αόριστη σε σημείο που πρέπει να θεωρηθεί ανεφάρμοστη και άκυρη. Η συμφωνία δεν καθορίζει τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας ή τα πρόσωπα των διαιτητών ούτε τη διαδικασία που θα εφαρμοσθεί κατά τη διαιτητική δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από την επισκόπηση των σχετικών υποθέσεων προκύπτει ότι τα Δικαστήρια αποκλίνουν σε στήριξη των συμφωνιών διαιτησίας, που εκφράζουν καθαρά τη βούληση και επιλογή των συμβαλλομένων να χρησιμοποιήσουν το θεσμό της διαιτησίας.
2. Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφής και δεδηλωμένη η βούληση των μερών να προσφύγουν σε διαιτησία. Το γεγονός ότι δεν καθορίστηκε η διαδικασία που θα διέπει τη διαιτητική δίκη, το εφαρμοστέο δίκαιο και επίσης τη σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου, δεν αποτελεί πλήγμα κατά της δεσμευτικότητας της συμφωνίας.
3. Η υπό κρίση συμφωνία είναι δεσμευτική για τους διαδίκους και εκτελεστή.
Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον της καθ' ης η αίτηση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Economides v. M/V "Cometa-23" (1986) 1 C.L.R. 443,
Finnegan v. Sheffield City Council [1988] 43 B.L.R. 124,
Navigazione Alta Italia SpA v. Concordia Maritime Chartering AB (The "Stena Pacifica") [1990] 2 Lloyd's Rep. 234,
Astro Vendeor Compania Naviera S.A. v. Mabanaft GmbH [1970] 2 Lloyd's Rep. 267,
Paul Smith Ltd v. H & S. (International) Holdings Inc. [1991] 2 Lloyd's Rep. 127,
Tritonia Shipping Inc. v. South Nelson Forest Products Corp. [1966] 1 Lloyd's Rep. 114.
Αγωγή Ναυτοδικείου.
Αίτηση από την αιτήτρια-εναγόμενη 1 για παραπομπή της μεταξύ τους διαφοράς σε διαιτησία σύμφωνα με χρονοναυλοσύμφωνο το οποίο υπεγράφη στις 2/1/96 στη Λεμεσό, το οποίο περιείχε διαιτητική ρήτρα.
Π. Παύλου, για την Αιτήτρια-Εναγομένη 1.
Α. Χαβιαράς, για την Καθ' ης η αίτηση-Ενάγουσα.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Φαίνεται ότι η καθής η αίτηση (ενάγουσα) είναι συγκροτημένη ως νομικό πρόσωπο. Διαβάζουμε στην παράγρ. 1 της Αναφοράς ότι ιδρύθηκε σύμφωνα με τους νόμους της Ουκρανίας και της Δημοκρατίας της Κριμαίας. Ενάγει την αιτήτρια, η οποία είναι τοπική εταιρεία. Η αξίωση της ενάγουσας (καθής) εναντίον της αιτήτριας (εναγομένης 1) και τριών άλλων εναγόμενων στην υπόθεση είναι για $ (Αμερικής) 576.658 για "ναύλα και/ή ενοίκια και/ή ως αποζημιώσεις για τη χρήση και/ή ενοικίαση" τριών πλοίων της καθής η αίτηση, που κατονομάζονται στο κλητήριο ένταλμα. Το δεύτερο σκέλος της αξίωσης είναι για τόκο 40% πάνω στο ποσό της απαίτησης, που η ενάγουσα ζητά υπό μορφή αποζημιώσεων.
Οι εναγόμενοι 2 και 3 είναι φυσικά πρόσωπα. Όπως περαιτέρω προκύπτει από την Αναφορά ενάγονται ως εγγυητές των υποχρεώσεων της εναγομένης 1 έναντι της καθής. Η 4η εναγόμενη είναι, επίσης, ημεδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Η αιτία αγωγής εναντίον της περιγράφεται ως εξής στην παράγρ. 12 της Αναφοράς:
"Η εναγόμενη 4 ανέλαβε και/ή διαδέχθει τις υποχρεώσεις των εναγομένων αρ. 1 έναντι των εναγόντων και έτσι κατέστη συνοφειλέτης των υπολοίπων εναγομένων έναντι των εναγόντων."
Η αξίωση εναντίον της αιτήτριας βασίζεται στο χρόνοναυλοσύμφωνο που υπέγραψε στις 2/1/96 στη Λεμεσό, το οποίο περιέχει διαιτητική ρήτρα. Σ' αυτήν στηρίζει η εναγόμενη 1 (αιτήτρια) την κρινόμενη αίτηση της για αναστολή της αγωγής γιατί "τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στη ρήτρα διαιτησίας του επίδικου ναυλοσυμφώνου". Ας σημειωθεί ότι η αίτηση έγινε προτού κατατεθεί η Απάντηση και ότι το ίδιο θέμα εγείρει και ο εναγόμενος 2 στην 1η παράγραφο της Απάντησης του υπό μορφή προδικαστικής ένστασης. Ας διευκρινιστεί τώρα ότι ο εναγόμενος 3 δεν εμφανίζεται.
Ο όρος 23 του ναυλοσυμφώνου παραπέμπει στον όρο 62 για την επίλυση διαφορών. Ο όρος αυτός αποτελεί τη συμφωνία διατησίας. Και έχει ως εξής:
"In the event that Charterers, or Owners and/or vessel and/or Master and his crew do not accomplish with provisions of this contract, herewith Charterers/Owners are allowed to lodge claim by telex or telefax, in order to recover losses as per this C/P terms. Relevant party is obliged to revert with agreement that such claim shall be deducted or added from/to next hire payment within 2 working days. If case may be that Owners/Charterers are in disagreement with the claim, Owners/Charterers shall evidence dissension latest within 7 days by relevant documents. Otherwise the Claimant is permitted to deduct/add claimed amount from/to next hire payment. Eventual extra expenses which may occure by reason of providing justification or non-justification of relevant claims, shall be on account of the party in default. Such claims to be supported with sufficient evidences/proofs.
Any/all disputes arising under this Charter-Party to be settled by negotiations between the Parties, and in case they will not reach amicable solution of the matter, they will refer to arbitration for which the place and procedure is to be mutually agreed."
Eίναι η θέση της αιτήτριας - εκτίθεται κυρίως στην παραγρ. 10 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση ότι ο εν λόγω όρος:
"...ενεργοποιήθηκε με την παρουσίαση των απαιτήσεων των Εναγομένων 1 στους Ενάγοντες. Επισυνάπτω ως τεκμήριο αρ. 4 επιστολή ημερομηνίας 21.10.98 που στάληκε από τους αντιπροσώπους των Εναγομένων 1 όπου αναλύονται οι απαιτήσεις των Εναγομένων 1, και ως τεκμήριο αρ. 5 τηλεομοιότυπο που στάληκε από τους αντιπροσώπους των Εναγομένων 1 στους Ενάγοντες - και το οποίο τους υπενθύμιζε ότι δεν είχαν λάβει οποιαδήποτε απάντηση σχετικά με τις απαιτήσεις τους."
Στην αγόρευση της αναφέρει οτι η νομολογία με βάση την οποία δεν είναι επιτρεπτός συμψηφισμός αξίωσης για ναύλο με άλλες απαιτήσεις δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση που αφορά ενοίκιο καταβλητέο σύμφωνα με ναυλοσύμφωνο. Παρατηρώ ότι η καθής δεν εγείρει τέτοιο ζήτημα ούτε έχει δώσει ιδιαίτερη απάντηση στον ισχυρισμό ότι υφίσταται εδώ διαφορά στο πλαίσιο της συμφωνίας διαιτησίας. Περαιτέρω δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι με τις ενέργειες της η αιτήτρια δημιούργησε το υπόβαθρο για παραπομπή της διαφοράς.
Πήραν άλλη μορφή οι εναντιώσεις της καθής. Είναι βολικό να εξεταστεί στο σημείο αυτό το δικονομικό κώλυμα που πρόβαλε η καθής: ότι πάσχει η νομική θεμελίωση της αίτησης, αφού στηρίχθηκε σε αγγλικό νομοθέτημα, το Arbitration Act, 1950. Είναι ορθό ότι μεταξύ των νομικών ερεισμάτων της αίτησης αναφέρεται το παραπάνω νομοθέτημα. Αναμφίβολα η συμπερίληψη του στη νομική βάση της αίτησης υπήρξε άστοχη. Παρέχεται εντούτοις άλλο ικανοποιητικό νομικό βάθρο: το άρθρ. 8 του Κυπριακού περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, που μνημονεύεται ρητά.
Τα υπόλοιπα νομικά επιχειρήματα που επιστράτευσε η καθής για να δικαιολογήσει την ενέργεια της να καταθέσει αγωγή και για να αντικρούσει την αίτηση είναι ότι:
(1) Η συμφωνία διαιτησίας είναι γενική και αόριστη σε σημείο που πρέπει να θεωρηθεί ανεφάρμοστη και άκυρη. Η συμφωνία δεν καθορίζει τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας ή τα πρόσωπα των διαιτητών ούτε τη διαδικασία που θα εφαρμοσθεί κατά τη διαιτητική δίκη. Η παραπομπή της αιτήτριας στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος ΙΙ σελ. 415, όπου γίνεται η διάκριση μεταξύ διεθνούς και τοπικής διαιτησίας, δεν βοηθά την αιτήτρια. Παρενθετικά, το εν λόγω απόσπασμα αναφέρθηκε από την αιτήτρια για να ενισχύσει τον ισχυρισμό της ότι είναι αρκετό για την ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας να διατυπώνεται καθαρά η επιθυμία των μερών να καταφύγουν σε διαιτησία.
(2) Η αιτήτρια οφείλει να αποδείξει βλάβη των συμφερόντων της αν αφεθεί να πάρει την πορεία της η δικαστική διαδικασία. Και
(3) Η αίτηση έχει υποβληθεί μόνο από την αιτήτρια, ενώ και οι 4 εναγόμενοι είναι αναγκαίοι διάδικοι σ' αυτή τη διαδικασία.
Ως προς το επιχείρημα ακυρότητας της συμφωνίας διαιτησίας για αβεβαιότητα των όρων της, η αιτήτρια έχει την άποψη ότι σημασία έχει η πρόθεση των μερών, που εκφράζεται καθαρά σ' αυτήν και όχι η διατύπωση λεπτομερειών. Η έλλειψη πρόνοιας για την ακολουθητέα διαδικασία δεν επηρεάζει, κατά την αντίληψη της, το κύρος της συμφωνίας. Στην υπόθεση Economides v. M/V "Cometa-23" (1986) 1 C.L.R. 443, το ναυτοδικείο απέρριψε επιχείρημα όμοιο μ' αυτό που προτείνεται τώρα.
Περαιτέρω, ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγείται ότι, εφόσο γίνει δεκτό ότι έχουμε εδώ έγκυρη και εφαρμόσιμη ρήτρα διαιτησίας, το βάρος απόδειξης μετακυλά στην καθής για να υποδείξει τα ζημιογόνα γιαυτήν αποτελέσματα σε περίπτωση διεξαγωγής διαιτησίας. Ακόμη, η καθής δεν εξήγησε γιατί είναι απαραίτητοι διάδικοι όλοι οι εναγόμενοι. Εν πάση περιπτώσει ο εναγόμενος αρ. 2, που είναι διευθυντής των εναγομένων εταιρειών 1 και 4 και προέβη στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη του αιτήματος αναστολής, συναινεί στη διαδικασία διαιτησίας, όπως ο ίδιος ο συνήγορος εκ μέρους των εναγομένων 2 και 4, τους οποίους εκπροσωπεί.
Αναμφισβήτητα, η συμφωνία διαιτησίας, όπως και κάθε άλλη συμφωνία, πρέπει να χαρακτηρίζεται από βεβαιότητα και καθαρότητα των όρων της. Έτσι μόνο μπορεί να φέρει το στίγμα της εγκυρότητας. Ο εκδότης του Russel on Arbitration, (1997) 21η έκδοση, παραγ. 2-002 σελ. 27 θέτει το ζήτημα ως εξης:
"Terms must be clear and certain. To be valid, the terms of an arbitration agreement must be clear and certain. This is assessed in the same way as the validity of any contract. An arbitration agreement is void if its terms are uncertain or there is no clear reference to arbitration. Even if not void, disputes about the meaning of terms, their incorporation, and so forth can be costly and delay an arbitration. It is of fundamental importance that the parties' agreement makes arbitration the means for final and binding resolution of disputes:..................."
Στο σύγγραμμα αυτό με παρέπεμψε ο δικηγόρος της αιτήτριας. Το πρώτο όμως παράδειγμα που ακολουθεί το παραπάνω απόσπασμα και που αντανακλά τα γεγονότα της υπόθεσης Finnegan v. Sheffield City Council [1988] 43 B.L.R. 124, δεν μπορεί να παραλληλισθεί με την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Η κρίση του δικαστηρίου ήταν ότι η πρόνοια με την οποία συμφωνήθηκε η μελλοντική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων για την επίλυση των διαφορών με τη μέθοδο της διαιτησίας δε συνιστούσε συμφωνία διαιτησίας. Όμως στη Navigazione Alta Italia SpA v. Concordia Maritime Chartering AB (The "Stena Pacifica") [1990] 2 Lloyd's Rep. 234, θεωρήθηκε ότι δεν είχε επηρεασθεί το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας που υπήρχε σε χρονοναυλοσύμφωνο, η οποία εξαρτούσε την παραπομπή υπό αίρεση (conditional agreement) ή δικαίωμα επιλογής (οptional agreement) και που ανέθετε δικαιοδοσία στα αγγλικά δικαστήρια αν δεν ασκείτο το δικαίωμα επιλογής ή δεν υπήρχε συμμόρφωση με το συμφωνηθέντα όρο.
Από την επισκόπηση των σχετικών υποθέσεων προκύπτει ότι τα δικαστήρια αποκλίνουν σε στήριξη των συμφωνιών διαιτησίας, που εκφράζουν καθαρά τη βούληση και επιλογή των συμβαλλομένων να χρησιμοποιήσουν το θεσμό της διαιτησίας. Η θεώρηση του ζητήματος από το Δικαστή Mocatta στην Astro Vendeor Compania Naviera S.A. v. Mabanaft GmbH [1970] 2 Lloyd's Rep. 267, διερμηνεύει τη δικαστική αυτή τάση:
"the court should if the circumstances allow lean in favour of giving effect to the arbitration clause to which the parties have agreed", and seek to give effect to their intentions."
Mάλιστα στην υπόθεση Paul Smith Ltd. v. H & S. (International) Holdings Inc. [1991] 2 Lloyd's Rep.127, το δικαστήριο βρήκε τρόπο να ευθυγραμμίσει δυο φαινομενικά αντιφατικές ρήτρες για να διευκολύνει παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία, σύμφωνα με την κυρίαρχη πρόθεση των διαδίκων.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι σαφής και δεδηλωμένη η βούληση των μερών να προσφύγουν σε διαιτησία. Το γεγονός ότι δεν καθορίστηκε η διαδικασία που θα διέπει τη διαιτητική δίκη δεν αποτελεί πλήγμα κατά της δεσμευτικότητας της συμφωνίας. Το ίδιο επιχείρημα προβλήθηκε στην Economides v. M/V "Cometa-23", ανωτέρω, αλλά δε βρήκε γόνιμο έδαφος. Το δικαστήριο (Α. Λοΐζου Δ., όπως ήταν τότε) απορρίπτοντας το, σημείωσε στη σελ. 444:
"(2) Τhe failure to specify the procedure to be followed is in the light of the authorities not fatal to the matter and does not affect the validity of the clause. It is safe to reach the conclusion that the arbitration proceedings will be governed by Swedish law. Moreover, the clause in question does not appear to be conditional upon agreeing the procedure to be followed."
Δεν έχει επίσης προκαθορισθεί το δίκαιο που θα διέπει την εκτέλεση των υποχρεώσεων των διαδίκων και περαιτέρω δε διαγράφεται η σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου. Στον Russel, ανωτέρω, παράγρ. 2-092 στη σελ. 68 υπό τον τίτλο "The proper law of the contract" ο συγγραφέας πραγματεύεται τις περιπτώσεις που οι διάδικοι δεν επιλέγουν ρητά το δίκαιο που διέπει την κύρια συμφωνία και εξετάζει αριθμό λύσεων του θέματος. Αναφορικά με το άλλο ζήτημα υπενθυμίζω την ερμηνευτική διάταξη του άρθρ. 2 του Κεφ. 4 ότι:
"arbitration agreement" means a written agreement to submit present or future differences of arbitration, whether an arbitrator is named therein or not."
H έδρα της διαιτησίας προσδιορίζει το δικονομικό δίκαιο με βάση το οποίο διεξάγεται. Όπως είδαμε στην υπόθεση Economides, ανωτέρω, το δικονομικό θέμα δεν καθιστά άκυρη τη συμφωνία για διαιτητική λύση της διαφοράς.
Ο κ. Χαβιαράς παρέθεσε στην αγόρευση του από την ίδια έκδοση των Russel, παράγρ. 2-004 σελ. 28, τα 12 σημεία που μπορεί να περιέχει για να είναι άρτια μια συμφωνία διαιτησίας. Όπως όμως αναφέρει ο τίτλος της, πρόκειται για την ιδεώδη συμφωνία. Προχωρεί μάλιστα ο συγγραφέας να αναφέρει την υπόθεση Tritonia Shipping Inc. v. South Nelson Forest Products Corp. [1966] 1 Lloyd's Rep. 114, ως παραδειγμα μιας των συντομοτέρων συμφωνιών του είδους αυτού που εντούτοις κρίθηκε δεσμευτική για τους διαδίκους και εκτελεστή. Το κείμενο της ήταν "arbitration to be settled in London".
Η παραπάνω ανάλυση με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπό κρίση συμφωνία είναι δεσμευτική για τους διαδίκους και εκτελεστή. Το βάρος απόδειξης για τα θέματα στα οποία προαναφέρθηκα δεν το έχει η αιτήτρια, αλλά η καθής. Από την ώρα που η πρώτη έδειξε πως η διαφορά εμπεριέχεται σε μια έγκυρη συμφωνία για διαιτητική λύση, η υποχρέωση γιατί δεν πρέπει μια τέτοια συμφωνία να τύχει εφαρμογής βαρύνει την καθής. Ο κανόνας αναφέρεται στον Russel, 19η έκδοση, σελ. 190:
"Οnce the party moving for a stay has shown that the dispute is within a valid and subsisting arbitration clause, the burden of showing cause why effect should not be given to the agreement to submit is upon the party opposing the application to stay."
To μόνο θέμα που έθεσε η καθής για την άσκηση της διακριτικής μου εξουσίας στο ζήτημα είναι η αναγκαιότητα, όπως υπονοεί, παρουσίας όλων των εναγομένων. Για τα σχετικά κριτήρια παρατηρούν οι Cheshire και North "Private International Law" 12η έκδοση, στη σελ. 241:
"The discretion conferred by section 4(1) is exercised not just on a balance of convenience, but rather on the same principles as those on which a court decides whether to uphold an agreement to submit disputes to the courts of a foreign jurisdiction."
To άρθρ. 4(1) αντιστοιχεί με το δικό μας άρθρ. 8. Οι σχετικές υποθέσεις (π.χ. Eleftheria v. Owners of ship or vessel Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641) δε φαίνεται να θέτουν κριτήρια που έχουν σχέση με τη δυνατότητα συνέχισης ή μη της αγωγής αναφορικά με άλλους διαδίκους. Όμως το κυρίαρχο θέμα είναι η διαφορά μεταξύ αιτήτριας και καθής. Παρόλο που οι ισχυρισμοί για ευθύνη των εναγομένων 2 μέχρι 4 δεν εμπίπτουν, αυστηρώς ομιλούντες, σε διαιτητική ρήτρα, οι πιθανές επιπτώσεις της διαιτησίας για τους άλλους διαδίκους ιδιαίτερα τους εναγόμενους 2 και 3 δεν μπορεί να παραγνωρισθούν.
Για τους λόγους που αναφέρω αναστέλλω κάθε περαιτέρω διαδικασία στην αγωγή για να παραπεμφθεί η διαφορά της ενάγουσας και της εναγόμενης 1 σε διαιτησία. Μετά την περάτωση της, το δικαστήριο θα είναι έτοιμο να ακούσει αίτημα, αν παραστεί ανάγκη από οποιοδήποτε διάδικο, για άρση της αναστολής σχετικά με τα θέματα που αφορούν τους εναγομένους 2, 3 και 4. Τα έξοδα της αίτησης θα επιβαρύνουν την καθής.
Η�αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον της καθ' ης η αίτηση.