ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ 31/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με την αίτηση του Χαράλαμπου Καψού από το
Στρόβολο για την παροχή άδειας υποβολής αίτησης για την
έκδοση διαταγμάτων της φύσης CERTIORARI και
PROHIBITION
- και -
Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 2090/01 που εκδόθηκε
στις 14/3/2001 με την οποία ο Χαράλαμπος Καψός
παραπέμφθηκε σε δίκη χωρίς προανάκριση από το
Κακουργιοδικείο στις 4/4/2001, σύμφωνα με τις διατάξεις
του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις)
Νόμου του 1974 όπως τροποποιήθηκε από τον περί
Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) (Τροποποιητικό)
Νόμο του 1983.
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 4.4.2001Για τον αιτητή: κ. Α. Γεωργιάδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η παροχή άδειας υποβολής αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 14.3.2001, με την οποία, στην Ποινική Υπόθεση 2090/2001, ο αιτητής-κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε δίκη, χωρίς προανάκριση, από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, στις 4.4.2001, και, επίσης, διατάγματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται η εκτέλεση και ή να αναστέλλεται η ίδια απόφαση μέχρι την εκδίκαση της αίτησης.
Η αίτηση έχει ως βάση ισχυριζόμενο νομικό σφάλμα εμφανές στα πρακτικά του Δικαστηρίου (error of law apparent on the face of the record). Στηρίζεται στην εισήγηση ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 3(β) των περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμων του 1974 και 1983 (ο Νόμος), σύμφωνα με το οποίο, για να παραπεμφθεί κατηγορούμενος σε δίκη από το Κακουργιοδικείο, χωρίς προανάκριση, εκτός από τη γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για τη μη αναγκαιότητα διεξαγωγής προανάκρισης, είναι, επίσης, απαραίτητο όπως «αντίγραφον της καταθέσεως εκάστου μάρτυρος κατηγορίας τον οποίο προτίθεται να καλέσει η κατηγορούσα Αρχή επιδοθή προηγουμένως στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο αυτού». Το δεύτερο, σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή-κατηγορούμενου, δεν έγινε κατά τον ορθό τρόπο, με αποτέλεσμα το Επαρχιακό Δικαστήριο, διαπράττοντας εμφανές νομικό σφάλμα, παραβαίνοντας δηλαδή εμφανώς το Νόμο, να παραπέμψει τον αιτητή-κατηγορούμενο σε δίκη από το Κακουργιοδικείο.
Η πραγματική βάση της αίτησης, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή-κατηγορούμενου, είναι η ακόλουθη:
Στις 5.3.2001 ο αιτητής-κατηγορούμενος εμφανίστηκε με το δικηγόρο του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην Ποινική Υπόθεση 2090/2001, για το σκοπό παραπομπής του σε δίκη από το Κακουργιοδικείο. Την ίδια μέρα η Κατηγορούσα Αρχή παρέδωσε στο δικηγόρο του μεγάλο όγκο καταθέσεων. Ο δικηγόρος ζήτησε χρόνο για να μελετήσει τις καταθέσεις, το δε Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για το σκοπό αυτό στις 8.3.2001. Ύστερα από εξέταση των καταθέσεων, ο δικηγόρος διαπίστωσε ότι αυτές είχαν ελλείψεις. Το γεγονός αυτό έφερε σε γνώση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ενώ, παράλληλα, στις 7.3.2001, έστειλε σχετική επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στις 8.3.2001 η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δεσμεύτηκε ενώπιον του Δικαστηρίου να παραδώσει στην υπεράσπιση (α) τις επισυνάψεις στις καταθέσεις, (β) τις σελίδες που έλειπαν από τις καταθέσεις και (γ) τις καταθέσεις που ήσαν δυσανάγνωστες. Ακολούθως, η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 14.3.2001. Στις 14.3.2001 η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής παρέδωσε ένα φάκελο με καταθέσεις στο Δικαστήριο και ένα φάκελο με καταθέσεις στο δικηγόρο του αιτητή-κατηγορούμενου δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι το περιεχόμενο των φακέλων ήταν το ίδιο. Το Δικαστήριο διέκοψε τη διαδικασία για μια περίπου ώρα ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο δικηγόρο του αιτητή-κατηγορούμενου να εξετάσει το περιεχόμενο του φακέλου που του δόθηκε. Ως αποτέλεσμα της εξέτασης ο δικηγόρος διαπίστωσε ότι υπήρχαν ελλείψεις στις καταθέσεις, ότι από μερικές έλειπαν σελίδες, ενώ σε άλλες δεν επισυνάπτονταν τα έγγραφα στα οποία γινόταν αναφορά στις καταθέσεις. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, ο δικηγόρος ήγειρε το όλο θέμα στο Δικαστήριο και υπέβαλε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 3(β) του Νόμου και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία, υπό τις περιστάσεις, να παραπέμψει τον αιτητή-κατηγορούμενο σε δίκη από το Κακουργιοδικείο. Το Δικαστήριο, όμως, αφού ικανοποιήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή συμμορφώθηκε με το άρθρο 3(β) του Νόμου, παρέπεμψε τον αιτητή-κατηγορούμενο σε δίκη από το Κακουργιοδικείο στις 4.4.2001.
Το άρθρο 3 του Νόμου ερμηνεύθηκε στην υπόθεση In re Yiannakis Ellinas (1988) 2 CLR 57. Κρίθηκε ότι η διαδικασία παραπομπής δεν είναι δίκη, ο δε παραπέμπων Δικαστής δεν είναι ο δικάζων Δικαστής. Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στο να εξετάσει, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 3(β) του Νόμου, κατά πόσο η μαρτυρία, όπως αυτή αποκαλύπτεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας τους οποίους προτίθεται να καλέσει η Κατηγορούσα Αρχή κατά τη δίκη στο Κακουργιοδικείο, είναι επαρκής για να δικαιολογήσει την παραπομπή ή όχι.
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο, αφού μελέτησε το μαρτυρικό υλικό (αντίγραφα καταθέσεων), όπως η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να το θέσει ενώπιόν του, και με τον τρόπο που επέλεξε να το θέσει, ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία για να παραπέμψει τον αιτητή-κατηγορούμενο σε δίκη από το Κακουργιοδικείο. Το αν υπήρχαν ελλείψεις στις καταθέσεις ή από μερικές έλειπαν σελίδες ή δεν επισυνάπτονταν τα έγγραφα-τεκμήρια στα οποία γινόταν αναφορά στις καταθέσεις, όπως ήταν ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή-κατηγορούμενου, ήταν δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη, ως πραγματικό γεγονός, για να διαμορφώσει άποψη κατά πόσο, από τις καταθέσεις, ως είχαν, αποκαλυπτόταν επαρκής μαρτυρία για να παραπέμψει τον αιτητή-κατηγορούμενο σε δίκη από το Κακουργιοδικείο. Είναι πρόδηλο ότι, στο βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και/ή είχαν, κατά την κρίση του, οποιαδήποτε σημασία, λήφθηκαν υπόψη, ως πραγματικό γεγονός, προτού το Δικαστήριο καταλήξει στην απόφασή του.
Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση νομικού σφάλματος εμφανούς στα πρακτικά του Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ