ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 18/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος και τα
άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι
Διατάξεις) Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση της Έλενας Χριστοφή και
Παντελίτσας Χριστοφή από το Ακάκι για άδεια να
καταχωρήσουν αίτηση για έκδοση εντάλματος της
φύσης certiorari
- και -
Αναφορικά με το διάταγμα ημερ. 21/1/00 του Επαρχιακού
Δικαστηρίου Λευκωσίας και του εντίμου Δικαστή
Μ. Παπαμιχαήλ στη Γενική Αίτηση με αριθμό 1262/99
Μεταξύ -
1. Ανδρέα Πελεκάνου από το Ακάκι
2. Χρυστάλας Πελεκάνου από το Ακάκι
FONT>Αιτητών
- και -
1. Έλενας Χριστοφή από το Ακάκι
2. Παντελίτσας Χριστοφή από το Ακάκι
FONT>Καθών η αίτηση
--------------------
Ημερομηνία:
6 Μαρτίου, 2001Για τις αιτήτριες: Σ. Καραολής για Γ. Γιάγκου
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το υπόβαθρο της αίτησης αυτής, για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari, είναι η έφεση με αρ. 126/00 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αντίγραφο της υπάρχει στο φάκελο. Πρόκειται για αίτηση που έχει τη μορφή έφεσης από απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Με την απόφαση χορηγήθηκε, προφανώς με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 11Α του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224, δικαίωμα διόδου στις εφεσίβλητες (αναφέρομαι πάντοτε στην παραπάνω έφεση) ύστερα από αίτημα των εφεσιβλήτων και αιτητριών στην παρούσα διαδικασία. Ας σημειωθεί ότι ο Διευθυντής αποφάσισε το θέμα στις 19/10/99.
Φαίνεται από το υλικό που τέθηκε υπόψη μου ότι η έφεση δεν κατατέθηκε εμπρόθεσμα, δηλαδή, σε 30 ημέρες από το χρόνο έκδοσης της απόφασης. Η αίτηση αρ. 1262/99 φέρει ημερ. 3/12/99. Εκδόθηκε ωστόσο διάταγμα, την 21/1/2000, παράτασης του χρόνου υποβολής της έφεσης μέχρι τις 15/2/00. Οι αιτητές επιδιώκουν ακύρωση του διατάγματος αυτού γιατί, όπως ισχυρίζονται, εκδόθηκε κατά παράβαση του καν. 5 των Κανονισμών Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Rules, 1956. Όπως εισηγείται ο δικηγόρος των αιτητριών, η παράταση λήφθηκε μετά από διαδικασία αίτησης ex parte αντί αίτησης με κλήση, που θα έδινε την ευκαιρία στις αιτήτριες να εναντιωθούν σε ένα τέτοιο διάταγμα.
Ο δικηγόρος των αιτητριών δέχθηκε ότι το ζήτημα θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με άλλο ένδικο μέσο, δηλαδή, την έφεση. Μάλιστα μου αποκάλυψε, κατά τη συζήτηση, ότι στην ένσταση του στην έφεση με αρ. 126/2000, έθιξε προδικαστικό θέμα εκπροθέσμου της έφεσης. Παρεμπιπτόντως, η ακρόαση ορίστηκε για τις 26 τρέχοντος. Έθεσα δύο ερωτήματα στο συνήγορο: πρώτον, για την καθυστέρηση που σημειώθηκε για την υποβολή του αιτήματος στο δικαστήριο αυτό. Η αίτηση για άδεια είναι ημερ. 21/2/01. Και, δεύτερον, αν η περίπτωση αυτή ικανοποιεί την προϋπόθεση της νομολογίας ότι το διάταγμα certiorari εκδίδεται μόνο όπου υπάρχουν, τεκμηριωμένα, εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος καθορίζεται από την πρόσφατη νομολογία (βλ. για παράδειγμα: Π.Ε. 9906 Σταύρος Μεστάνας, ημερ. 22/9/2000, αίτηση αρ. 94/2000 της Hellenger Trading Ltd. ημερ. 30/11/2000 και αίτηση αρ. 3/01 Σπύρου Γεωργίου ημερ. 14/2/2001.
Δικαιολογώντας την καθυστέρηση, ο συνήγορος είπε ότι έλαβε γνώση έκδοσης του διατάγματος παράτασης τον περασμένο μήνα από δικηγόρο-συνεργάτη του δικηγορικού γραφείου, που εκπροσωπεί τους εφεσείοντες. Και επιβεβαίωσε το γεγονός από έρευνα που έκαμε στο φάκελο της υπόθεσης. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, μου ελέχθη ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τις οποίες εντόπισε στην ένορκη δήλωση του πατέρα των αιτητριών, που καταχωρήθηκε για υποστήριξη της κρινόμενης αίτησης (παραγρ. 7 και 8). Συνοπτικά ότι οι αιτήτριες έχουν εγγράψει το δικαίωμα διάβασης στο όνομα τους, αφού κατέθεσαν το ποσό αποζημίωσης που επιδικάστηκε στους ιδιοκτήτες. Περαιτέρω, ανέφερε ότι εξασφάλισαν άδεια οικοδομής για ανέγερση δύο κατοικιών.
Έχω την άποψη ότι η εξήγηση που δόθηκε για καθυστέρηση των αιτητριών να αποταθούν για θεραπεία με προνομιακό διάταγμα δεν είναι ικανοποιητική. Από τα προσκομισθέντα στοιχεία δε φαίνεται πότε επιδόθηκε η έφεση. Και να δεχθώ αυτό που προφορικά είπε ο συνήγορος ότι η επίδοση έγινε τον Μάρτιο του περασμένου χρόνου, παρήλθε, έκτοτε, ένας σχεδόν χρόνος, χωρίς οι αιτήτριες να ερευνήσουν (μια και ήγειραν ζήτημα στην ένσταση στην έφεση αρ. 126/00 για το εμπρόθεσμο της), μήπως εξασφαλίστηκε παράταση. Ό,τι προβάλλεται τώρα αναφορικά με τον τρόπο που έλαβαν γνώση οι αιτήτριες δεν πείθει. Η αδήριτη ανάγκη για εξέταση του θέματος είχε προκύψει πριν 1 χρόνο προτού οι αιτητές δράσουν, όταν η έφεση καταχωρήθηκε και μάλιστα έγινε δεκτή από το Πρωτοκολλητείο. Θεωρώ την καθυστέρηση αυτή μεγάλη, αφεαυτής, για να αρνηθώ τη χορήγηση άδειας. Δεν μπορεί ένα τέτοιο θέμα να αφήνεται σε μια περιστασιακή, όπως φάνηκε, ενημέρωση μεταξύ δικηγόρων.
Επίσης δε θεωρώ τις περιστάσεις που ανέφερε ο συνήγορος εξαιρετικές, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι υφίστατο δικαίωμα έφεσης το οποίο δεν ασκήθηκε. Δεν είναι αυτού του είδους τις συνθήκες που περικλείει η έννοια "εξαιρετικές περιστάσεις" (βλ. την παραπάνω νομολογία). Αυτός είναι ο πρόσθετος - και θεμελιωδέστερος - λόγος για απόρριψη της αίτησης. Εν πάση περιπτώσει το θέμα βρίσκεται στα πρόθυρα εκδίκασης.
Η αίτηση για παραχώρηση άδειας απορρίπτεται.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ