ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 1 ΑΑΔ 1983
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Χρ. Αρτεμίδη, Δ.Αριθ.αίτησης 111/2000
Αναφορικά με τον Seyed Abdolamir Mousarian, από τη Λευκωσία
Για παροχή άδειας Αιτήσεως για έκδοση εντάλματος (certiorari)
- και -
Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Λευκωσίας, ημερ. 2.11.2000.
-------------
6 Δεκεμβρίου, 2000
Για τον αιτητή: κ.Σ.Δράκος
Για τη Δημοκρατία: κα.Ν.Ταλαρίδου για Γεν.Εισαγγελέα
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Θα επαναφέρω εδώ τις πρώτες παραγράφους της απόφασης μου, ημερ. 21.11.2000, στην οποία έδωσα άδεια για την καταχώριση της παρούσας αίτησης, με την οποία επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος certiorari, ώστε να ακυρωθεί η απόφαση Δικαστή του Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερ. 25.10.2000, με την οποία αρνήθηκε να διορίσει ως δικηγόρο του αιτητή τον κ.Σωτήρη Δράκο, τον οποίο επέλεξε για να τον υπερασπίσει σε ποινική υπόθεση μετά που εγκρίθηκε σχετικό αίτημα του για νομική αρωγή. Αντί του κ.Δράκου ο Δικαστής διόρισε άλλο δικηγόρο. Με την παράθεση περικοπών της απόφασης μου, της 21.11.20
00, αποφεύγεται η επανάληψη των γεγονότων της υπόθεσης, θα επισημανθεί όμως ξανά το μοναδικό ζήτημα που θα μας απασχολήσει.«Ο αιτητής αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για κατοχή και προμήθεια ελεγχόμενων φαρμάκων, όπιου και κάνναβης, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου Ν.29/77, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.20(1)/92.
Στις 25.10.2000 ο Δικαστής, ενώπιον του οποίου τέθηκε η υπόθεση για εκδίκαση, δέχθηκε αίτημα του κατηγορούμενου για νομική αρωγή. Στις 27.10.2000 ο κατηγορούμενος ζήτησε από το Δικαστήριο να διορίσει ως δικηγόρο του, για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, τον κ.Σ.Δράκο, ο οποίος δήλωσε στο Δικαστήριο πως αποδεχόταν το διορισμό. Ο δικαστής όμως δεν αποδέχθηκε το αίτημα του κατηγορούμενου ως προς την επιλογή του κ.Δράκου. Προτού αποφασίσει το ζήτημα, πολύ ορθά, έδωσε την ευκαιρία στον κ.Δράκο να αναπτύξει τη θέση του. Στις 2.11.2000 ο Δικαστής με ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε την εισήγηση του κ.Δράκου, ότι δηλαδή θα έπρεπε να διοριστεί ο ίδιος ως δικηγόρος του κατηγορούμενου εφόσον αυτή ήταν η επιθυμία του. Αντί αυτoύ ο Δικαστής διόρισε άλλο δικηγόρο, ο οποίος είχε δεχθεί να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο στη δίκη με νομική αρωγή.
Ο Δικαστής εξηγεί τους λόγους της απόφασης του, οι οποίοι στηρίζονται σε δυο σκέλη. Αναφέρθηκε πρώτα σε πρακτική η οποία, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη, ακολουθείται σ΄αυτές τις περιπτώσεις, και που είναι η ακόλουθη: Στο πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου τηρείται κατάλογος δικηγόρων που δέχονται να υπερασπίζονται κατηγορουμένους σε ποινικές υποθέσεις με νομική αρωγή. Το Δικαστήριο, όταν εγκρίνει τέτοιο αίτημα, ορίζει το δικηγόρο που έχει σειρά στον κατάλογο. Ο Δικαστής σημειώνει πως η πιο πάνω πρακτική άρχισε φέτος και, καθώς ο ίδιος νομίζει, ίσως μετά την απόφαση του εφετείου στην Ποινική ΄Εφεση αρ.6725, Γ. Ιωσηφίδης (Ππαϊλας) ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.3.2000. Παραθέτει στην απόφαση του το κρίσιμο απόσπασμα, όπου διαβάζουμε:
«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο κατηγορούμενος, αν δεν χρησιμοποιήσει το σύστημα νομικής αρωγής που του παρέχεται, δεν μπορεί να παραπονείται για έλλειψη νομικής εκπροσώπησης (Biondo v. Italy, No.8821/79, 64 DR5 (1983) Com.Rep.) Περαιτέρω το άρθρο 6(3)(γ) της Συνθήκης δεν απαιτεί από το κράτος να επιτρέψει οιανδήποτε ανάμειξη του κατηγορουμένου στον διορισμό ή τη λειτουργία του δικηγόρου του που διορίστηκε με νομική αρωγή. Ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται καν να διαλέξει το δικηγόρο που θα τον εκπροσωπήσει με νομική αρωγή (Χ v. Netherlands No.846/60, 3 YB 273 (1961), X v. UK., No.9728/82, 6 EHRR 345 (1983) , F v. Switzerland, No.12152/86, 61 DR 171 (1989)). Ούτε απαιτείται να ληφθεί η γνώμη του, όταν επιλεγεί δικηγόρος (Χ. v. FRG. No.6946/75, 6
DR114 (1976). Eξάλλου δεν δικαιούται να επιμένει σε συγκεκριμένη γραμμή υπεράσπισης την οποία ο δικηγόρος του θεωρεί αβάσιμη (Νο. 9127/80, 2 Digest 851 (1981). Cf Kamasinski v. Austria, A 168, (1989) Com Rep. para 160. Βλέπε επίσης X v. U.K., No.8386/78, 21 DR 126 (1980).»Καταχωρίστηκε ένσταση εκ μέρους του Γεν.Εισαγγελέα και ενώπιον μου υποστηρίχθηκε η απόφαση του Δικαστή. Θα αναφερθώ πρώτα στις συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες που εφαρμόζονται άμεσα στην υπόθεση. Το άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος προβλέπει:
12.5 «Πας κατηγορούμενος δi΄αδίκημά τι έχει τα ακόλουθα κατ΄ελάχιστον όρον δικαιώματα:
(α) .................................................. ........
.................................................. .............
(γ) Να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ΄όσον δεν έχει επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Είναι φανερό, από τη διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, που αντιστοιχεί στο άρθρο 6.3.(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή μας με νόμο το 1962, Ν.39/62, στα επόμενα η «Σύμβαση», πως με τις πιο πάνω διατάξεις διασφαλίζεται το δικαίωμα που δημιουργούν, σε δυο διαφορετικές καταστάσεις, με αντίστοιχες πρόνοιες. Η πρώτη αφορά στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιλέγει το δικηγόρο του, στον οποίο και καταβάλλει ο ίδιος την αμοιβή του. Να σημειώσω, παρενθετικά, πως οι δικηγόροι είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και ως εκ τούτου μπορούν οι ίδιοι, στις ποινικές υποθέσεις, να καθορίζουν την αμοιβή τους. Σ΄αυτή την περίπτωση το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εκλογή του δικηγόρου του χωρίς περιορισμούς.
Το άλλο σκέλος της συνταγματικής και νομοθετικής διάταξης καλύπτει την περίπτωση κατηγορουμένου που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αναθέσει την υπεράσπιση του σε δικηγόρο της επιλογής του. Η πολιτεία οφείλει τότε να του παράσχει νομική αρωγή. Εδώ, δημιουργείται από τις πιο πάνω διατάξεις, αλλά και τη λογική των πραγμάτων, η διαφοροποίηση αυτής της περίπτωσης με την πρώτη. Περιορίζεται η επιλογή του κατηγορουμένου από δικηγόρους οι οποίοι δέχονται να την εκπροσωπήσουν στη δίκη με νομική αρωγή.
Οδηγούμαστε, από το σημείο αυτό, στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μερικές απ΄αυτές αναφέρονται στο απόσπασμα της απόφασης του εφετείου μας, που παρατίθεται πιο πάνω. Εξάλλου σε εκείνη την απόφαση στηρίχθηκε και η ετυμηγορία του Δικαστή, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
΄Εχω τη γνώμη πως το περιεχόμενο της πιο πάνω περικοπής από την απόφαση του εφετείου συνιστά εν παρόδω παρατήρηση στο ζήτημα. Το δικαίωμα επιλογής δικηγόρου δεν ήταν ευθέως επίδικο, όπως καθαρά φαίνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης που το εφετείο παραθέτει. Ειδικότερα τα πιο κάτω:
«Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν απολύθηκε για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, κάθε άλλο παρά παραβίαση της αρχής της ισότητας μπορεί, όπως είδαμε, να θεωρηθεί, έστω κι΄αν ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος το θέλησε, δεν είχε τις υπηρεσίες συνηγόρου. Είχε την ευκαιρία να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο που διορίστηκε από το δικαστήριο με νομική αρωγή, όμως ο ίδιος επέλεξε, για δικούς του λόγους,
Είναι κατάλληλο όμως το σημείο να αναφερθώ και στην πιο πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως έχει εκφραστεί στην υπόθεση Croissant v. Germany, 16 Ε.Η.Ρ.Ρ. 135, 25.9.1992. Δε χρειάζεται να αναφερθώ με λεπτομέρεια στα γεγονότα της υπόθεσης, που είναι όμως σημαντικά γιατί στη βάση τους κρίθηκε η εφαρμογή των άρθρων 6(1) και 3(γ) της Σύμβασης. Να αναφέρω μόνο πως κατά τη δίκη του κατηγορούμενου, προσφεύγοντος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διόρισε δύο δικηγόρους να τον εκπροσωπήσουν, οι οποίοι εγκρίθηκαν και από τον ίδιο. Διόρισε όμως και τρίτο, για τον οποίο ο κατηγορούμενος είχε έντονες ενστάσεις, δηλώνοντας πως δεν είχε εμπιστοσύνη ότι αυτός θα ενεργούσε προς το συμφέρον του, αναφέροντας και τους λόγους. Να παρεκκλίνω λίγο για να σημειώσω πως στην υπόθεση
Croissant το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέταζε το θέμα από τη σκοπιά της δίκαιης δίκης, με αναφορά στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι τον υπερασπιζόταν δικηγόρος ο οποίος όχι μόνο δεν ήταν της εκλογής του, αλλά δεν είχε σ΄αυτόν και την αναγκαία εμπιστοσύνη.Ο δικηγόρος του αιτητή αναφερόμενος στην υπόθεση Croissant, με παρέπεμψε στο σύγγραμμα των Jacobs and White «The European Convention on Human Rights», 2η έκδοση, 1996 όπου οι συγγραφείς σε σχόλιο τους για την πιο πάνω απόφαση λέγουν: (σελ.157)
«There was no evidence to show that the relationship was so strained as to make a proper defence impossible. The Court found no violation of Article 6(3)(c) either in the appointment of multiple counsel or in the appointment of counsel against the wishes of the defendant, though it did recognize that a court should, as a rule, endeavour to choose a lawyer in whom the defendant places confidence».
Από το πλήρες κείμενο της δημοσιευμένης απόφασης, αν το διάβασα καλά, που είχαν την καλοσύνη να μου δώσουν ο δικηγόρος του αιτητή και η δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, δεν υποστηρίζεται το πιο πάνω σχόλιο των συγγραφέων, (που υπογραμμίζω). Το σχόλιο διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο που οδηγείται κάποιος να νομίσει πως αντιγράφηκε από το κείμενο της απόφασης. Δεν είναι έτσι. Αντίθετα, στην απόφαση Croissant επαναλαμβάνονται οι αρχές πάνω στο ζήτημα, όπως αυτές συνοψίζονται στην απόφαση του εφετείου μας.
΄Ομως, όπως ήδη υπέδειξα, η απόφαση Croissant είναι σημαντική σε ότι αφορά τα γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση της αιτήσεως ενώπιον της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από αυτά καταδεικνύεται πως ο διορισμός από το Δικαστήριο δικηγόρου, σύμφωνα με σχέδιο νομικής αρωγής, γίνεται αφού ληφθούν
υπόψη ορισμένα σοβαρά στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης. Κάτι, που βεβαίως δεν έχει γίνει στην υπόθεση που μας απασχολεί, καθώς σχολιάζω πάρα κάτω. Κάπως αόριστα και με έμμεση γλώσσα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφήνει να νοηθεί πως είναι επιθυμητό και στην περίπτωση νομικής αρωγής να λαμβάνεται υπόψη και η επιλογή του κατηγορούμενου αναφορικά με το δικηγόρο που επιθυμεί να τον εκπροσωπήσει. Τούτο φαίνεται στην παράγρ.37 της έκθεσης, που ακολουθεί:«As regards the particular circumstances of the present case, the Commission first observes that although sub-paragraph (c) does not give the defendant a right to choose legal aid counsel the applicant even had the possibility to choose the two lawyers who were eventually apppointed, at his request, to act as his ex officio counsel. Consequently he was not in a disadvantageous position as compared with a defendant who is not only free to choose but also able to pay his defence counsel.»
Με διαυγέστερη γλώσσα εκφράζεται στο θέμα η θέση της μειοψηφίας της Επιτροπής, που στο τέλος της πρώτης παραγράφου διαβάζουμε:
«Τhat the applicant nevertheless tried to influence the choice of the third ex officio counsel is understandable
Εμείς δεν έχουμε θεσμοθετημένο σχέδιο νομικής αρωγής. ΄Ομως, και πριν ακόμη από την έναρξη εφαρμογής του Συντάγματος, η νομοθεσία μας είχε μεριμνήσει επαρκώς για το θέμα. Το άρθρο 64 προβλέπει τα εξής:
«64.-(1) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου δικάζεται κατηγορούμενος βάσει κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ή κατά την ακροαματική διαδικασία έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου, δύναται να ορίσει δικηγόρο για να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο ή τον εφεσείοντα, ανάλογα με την περίπτωση, αν η σοβαρότητα, η δυσκολία ή άλλα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν αυτό επιθυμητό προς το συμφέρον της δικαιοσύνης
. και το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει δικηγόρο για να υπερασπίσει μη υπερασπιζόμενο πρόσωπο το οποίο δικάζεται για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με θανατική ποινή.(2) Δικηγόρος που ορίστηκε από το Δικαστήριο λαμβάνει από το δημόσιο ταμείο τέτοια αμοιβή, την οποία το Δικαστήριο, τηρουμένης της γενικής διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήθελε χορηγήσει.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο, για την ορθή εφαρμογή των πιο πάνω συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων, καθόρισε τη συμβολική αμοιβή των δικηγόρων οι οποίοι δέχονται να εκπροσωπήσουν κατηγορούμενους σε ποινικές υποθέσεις με νομική αρωγή. Η πρακτική που ακολουθούν τα
Δικαστήρια στο διορισμό δικηγόρου με νομική αρωγή συνάδει απόλυτα, κατά τη γνώμη μου, με το γράμμα και πνεύμα των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που αναφέρονται πιο πάνω, αλλά και με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Croissant. Στο σημείο αυτό, της πρακτικής δηλαδή που ακολουθείται, είναι που έκανε καίριο σφάλμα ο δικαστής. Αναφέρει στην απόφαση του πως το πρωτοκολλητείο, προφανώς μετά την απόφαση του εφετείου στην υπόθεση Γ. Ιωσηφίδης (πιο πάνω), κατάρτισε κατάλογο δικηγόρων οι οποίοι δέχονται να αναλάβουν ποινικές υποθέσεις με νομική αρωγή. Και χωρίς άλλο κριτήριο, δεδομένο ή άλλη αξιολόγηση, το Δικαστήριο διόρισε το δικηγόρο που είχε σειρά στον κατάλογο που φυλάσσεται στο πρωτοκολλητείο.Δεν είναι όμως αυτή η πρακτική των Δικαστηρίων μας, και το πρωτοκολλητείο δεν έχει οποιαδήποτε εξουσία ανάμειξης στο ζήτημα. Η πρακτική είναι η ακόλουθη: Το Δικαστήριο ερωτά τον κατηγορούμενο κατά πόσο έχει διορίσει δικηγόρο. Αν αυτός αναφέρει πως δεν έχει τα οικονομικά μέσα, τότε το Δικαστήριο ερευνά το ζήτημα, και εγκρίνει ή απορρίπτει, ανάλογα με την περίπτωση το αίτημα για νομική αρωγή. Αν εγκριθεί, τότε το Δικαστήριο ρωτά τον κατηγορούμενο αν γνωρίζει κάποιο δικηγόρο ο οποίος επιθυμεί να αναλάβει την υπόθεση του. Στην περίπτωση καταφατικής απόκρισης καλείται ο δικηγόρος να το επιβεβαιώσει, και στη συνέχεια διορίζεται από το Δικαστήριο ως δικηγόρος του κατηγορούμενου με νομική αρωγή. Μόνο όταν ο κατηγορούμενος αναφέρει πως δεν γνωρίζει οποιοδήποτε δικηγόρο, και αφήσει το ζήτημα του διορισμού στο Δικαστήριο, είναι που το τελευταίο προχωρεί στο διορισμό δικηγόρου με νομική αρωγή.
΄Εχω τη γνώμη πως η πιο πάνω πρακτική λειτουργεί δίκαια γιατί, συνωδά των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων απολήγει και στην κατά το δυνατό ίση μεταχείριση των κατηγορουμένων στην επιλογή δικηγόρου. Και αυτών δηλαδή που έχουν τα οικονομικά μέσα να επιλέγουν και διορίζουν δικηγόρο χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό, αλλά και των κατηγορουμένων που στερούνται οικονομικών μέσων, ώστε να μπορούν να επιλέξουν το δικηγόρο τους τουλάχιστον απ΄αυτούς που δέχονται να τους εκπροσωπήσουν με νομική αρωγή. Να επισημάνω πως το άρθρο 12.5 του Συντάγματος διασφαλίζει τα «κατ΄ελάχιστον όρον δικαιώματα». Η πρακτική μας τα διευρύνει, πλησιάζοντας την ίση μεταχείριση των
κατηγορουμένων. Και είναι καλή, και καθώς δίκαιη, να διατηρηθεί.Καταλήγω πως πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση, αντικείμενο του παρόντος διαβήματος, και εκδίδεται προς τούτο το σχετικό διάταγμα certiorari. Να παρατηρήσω τελειώνοντας πως, πολύ ορθά, ο δικηγόρος του αιτητή δεν έθεσε θέμα ακυρότητας της μέχρι τώρα διαδικασίας. Η δίκη θα συνεχιστεί από το σημείο που έμεινε, αφού το Δικαστήριο επανεξετάσει το ζήτημα διορισμού δικηγόρου, που θα εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο στη δίκη.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ