ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 2072

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10340.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Χριστάκη Ιωάννου,

Εφεσείοντα

και

1. Πετρολίνα Λτδ.,

2. Κωνσταντίνου Σ. Κοκκίνη,

3. Σίμου Κοκκίνη,

Εφεσιβλήτων

_________________

16 Δεκεμβρίου, 1999.

Για τον εφεσείοντα: Ν. Παπαγεωργίου.

Για τους εφεσίβλητους: Καμία εμφάνιση.

_________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 15.9.1997 ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων με την οποία ζητούσε τις πιο κάτω θεραπείες:

"(α) Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής είναι ο

μόνος θέσμιος κάτοχος άδειας χρήσεως και/ή

υπενοικιαστής του Πρατηρίου Πετρελαιοειδών και Πλυντηρίου Αυτοκινήτων εις την οδον Ναυαρίνου 10 εις τον ΄Αγιο Δομέτιο.

(β) Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι αι δύο συμφωνίαι

ημερομηνίας 14.8.95 μεταξύ του Αιτητού μετά του

καθ΄ ου η αίτηση 2 και του καθ΄ ου η αίτηση 1 σχετικά

με την άδειαν χρήσεως και/ή υπενοικίαση του ρηθέ-

ντος Πρατηρίου και Πλυντηρίου κατέστησαν άκυραι."

Το πραγματικό βάθρο της αίτησης, όπως αυτό είχε τεθεί στην αίτηση, έχει ως εξής:

Στις 14.8.95 ο εφεσείων από κοινού με τον εφεσίβλητο 2 υπέγραψαν δύο συμφωνίες με την εφεσίβλητη 1 δυνάμει των οποίων απέκτησαν άδεια χρήσης και/ή δικαίωμα υπενοικίασης ενός Πρατηρίου Πετρελαιοειδών (το Πρατήριο) και ενός Πλυντηρίου Αυτοκινήτων (το Πλυντήριο) στην οδό Ναυαρίνου αρ. 10 στον ΄Αγιο Δομέτιο.

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα (βλ. παραγ. (γ) και (δ) της αίτησης) η υπογραφή των δύο συμφωνιών "εβασίσθη επί δολίων διαβεβαιώσεων" από μέρους των εφεσιβλήτων 2 και 3 ότι αυτοί κατέβαλαν στην εφεσίβλητη 1 ποσό £35.000 πρόσθετα προς το ποσό των £25.000 το οποίο στην πραγματικότητα κατέβαλε προς της εφεσίβλητη 1 ο εφεσείων. Λόγω των πιο πάνω παραστάσεων των εφεσιβλήτων 2 και 3 ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 13.5.96 τερμάτισε την συνεργασία του με τους εφεσίβλητους 2 και 3. Επίσης στις 13.5.96 ο εφεσείων με επιστολή του προς τους εφεσίβλητους 1 και 2 ζήτησε ακύρωση των πιο πάνω συμφωνιών ημερ. 14.8.95 και συνέχιση κατοχής του Πρατηρίου και του Πλυντηρίου από τον ίδιο - τον εφεσείοντα. Μετά τις 13.5.96 ζήτησε από τους εφεσίβλητους "όπως του αναγνωρισθεί το δικαίωμα άδειας χρήσης και/ή του υπενοικιαστού του Πρατηρίου και του Πλυντηρίου". Ωστόσο οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν "και/ή αρνήθησαν να συμφωνήσουν προς τούτο", πράγμα που δυσκολεύει τον εφεσείοντα στη διεξαγωγή των εργασιών του.

Με την υπεράσπιση του ο εφεσίβλητος 2 ήγειρε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκε ότι η αίτηση ήταν "λανθασμένη και/ή απαράδεκτη και/ή δεν ακολουθεί τους τύπους ως αυτοί καθορίζονται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο, 1983 (Ν 23/83) και Κανονισμούς". Προδικαστική ένσταση προβλήθηκε και από τον εφεσίβλητο 3. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι η αίτηση ήταν "απαράδεκτη και/ή το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι καθ΄ ύλην αναρμόδιο να επιληφθεί των νομικών θεμάτων που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς του αιτητή σε βάρος του".

Στις 17.11.97 το πρωτόδικο δικαστήριο στην παρουσία των συνηγόρων του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 2 και 3 έκαμε το πιο κάτω πρακτικό:

"Ορίζεται για ακρόαση των ενστάσεων δικαιοδοσίας και έλλειψης τύπου στις 16.1.98 για αγορεύσεις μόνον".

Η ακρόαση επί των πιο πάνω δύο θεμάτων έλαβε χώραν στις 4.2.98.

Σε σχέση με το θέμα της δικαιοδοσίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε αναφορά στο άρθρο 4(1) του Νόμου 23/83 και στο άρθρο 2 του Νόμου 102(Ι)/95. Υπέβαλε ότι το μόνο αρμόδιο δικαστήριο για εκδίκαση της διαφοράς ήταν το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων (βλ. σελ. 5 των πρακτικών).

Το πρωτόδικο δικαστήριο διατύπωσε την άποψη ότι η διαφορά του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 2 και 3 είναι διαφορά που πηγάζει από σύμβαση μεταξύ αυτών και της εταιρείας Πετρελαιοειδών - της εφεσίβλητης 1 - και ότι η σχέση μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 2 και 3 δεν είναι σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Παρατήρησε ότι για να εξεταστεί η βασική αίτηση δεν χρειάζεται να εξεταστούν άρθρα του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αλλά ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, και άλλες νομοθεσίες ξένες προς το ενοικιοστάσιο, δηλαδή νομοθεσίες που από τη φύση τους δίνουν δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Παρατήρησε, επίσης, ότι οι αιτούμενες θεραπείες δεν είναι από αυτές που προνοούνται στα άρθρα του περί Ενοικιοστασίου Νόμου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση γιατί η βασική διαφορά και η ουσιαστική απαίτηση του εφεσείοντα "είναι να λυθεί η συμβατική διαφορά μεταξύ αυτού και του εφεσίβλητου 2".

ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εθεώρησε ότι ο εφεσίβλητος 2 ήγειρε προδικαστική ένσταση για έλλειψη δικαιοδοσίας και εξέδωσε απόφαση θεωρώντας ότι υπεβλήθη τέτοια προδικαστική ένσταση.

Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι οι αγορεύσεις έγιναν μόνον επί των προδικαστικών ενστάσεων όπως είχαν υποβληθεί από τους εφεσίβλητους 2 και 3 και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε να εξετάσει θέμα δικαιοδοσίας που δεν εγέρθηκε και να αποφασίσει χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον εφεσείοντα να επιχειρηματολογήσει και/ή να προσφέρει μαρτυρία προς υποστήριξη της θέσεως του ότι υπάρχει δικαιοδοσία.

Αρχίζουμε με τον δεύτερο ισχυρισμό του εφεσείοντα. ΄Εχουμε παραθέσει πιο πάνω (βλ. σελ. 2) το ακριβές περιεχόμενο των αντίστοιχων προδικαστικών ενστάσεων που είχαν εγερθεί από τους δύο εφεσίβλητους 2 και 3. Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο τους ότι ο εφεσίβλητος 3 είχε εγείρει με πολύ σαφή τρόπο θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας. Είναι, επίσης, πρόδηλο (βλ. το πιο πάνω πρακτικό του δικαστηρίου ημερ. 17.11.97) ότι το δικαστήριο όρισε την υπόθεση για να ακουστούν αγορεύσεις επί του θέματος της δικαιοδοσίας. Περαιτέρω από το σχετικό πρακτικό της ακρόασης καταφαίνεται πως ο συνήγορος του εφεσείοντα είχε προβάλει τις θέσεις του σε σχέση με το θέμα της δικαιοδοσίας. ΄Επεται πως ο σχετικός ισχυρισμός του εφεσείοντα δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μας υλικό και απορρίπτεται.

Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό του εφεσείοντα πράγματι ο εφεσίβλητος 2 δεν είχε εγείρει θέμα δικαιοδοσίας. ΄Εχουμε, όμως, την άποψη ότι η σχετική αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να οφείλεται σε παραδρομή. Εν πάση περιπτώσει η σχετική αναφορά δεν επηρεάζει την ουσία του πράγματος, γιατί το θέμα της δικαιοδοσίας είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο 3.

Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι η πρωτόδικη κρίση σε σχέση με το θέμα της δικαιοδοσίας ήταν εσφαλμένη. Τόνισε ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το κύριο θέμα της αίτησης ήταν η διαφορά μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 2 και 3 και όχι η αιτούμενη από τον εφεσείοντα θεραπεία ότι ο εφεσείων είναι ο μόνος θέσμιος ενοικιαστής της εφεσίβλητης 1.

Υπέβαλε ότι από τα γεγονότα που περιέχονται στην Αίτηση τα οποία ο εφεσείων ήταν σε θέση να αποδείξει είναι σαφές ότι το κύριο θέμα ήταν η αιτούμενη από τον εφεσείοντα θεραπεία αναγνώρισης του σαν μόνου θέσμιου ενοικιαστή και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορούσε στο στάδιο των προδικαστικών ενστάσεων να καταλήξει στο συμπέρασμα που κατέληξε. Εξ άλλου η πιο πάνω βασική θεραπεία την οποία ζητούσε ο εφεσείων μόνο από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων μπορούσε να δοθεί.

Το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέχγου Ενοικιάσεων διέπεται από το άρθρο 4(1) του Νόμου 23/83. Το τελευταίο έχει ερμηνευθεί από τη Νομολογία μας (Βλ. Papageorghiou v. Karayiannis (1988) 1 C.L.R. 571, Cedrus Estates Limited v. Πισσαρίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 590 και Efthymiades v. Zoudros and Others (1986) 1 C.L.R. 34).

Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Papageorghiou (πιο πάνω):

Αν η διαφορά αναφέρεται σε οποιοδήποτε θέμα το οποίο είτε (α) αναφύεται κατά την εφαρμογή του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, ή (β) αναφέρεται σε οποιοδήποτε παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό θέμα το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για επίλυση της διαφοράς δυνάμει του άρθρου 4(1) του Νόμου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η δικαιοδοσία ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Δεν εγείρεται δυσκολία στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός της κατηγορίας (α) πιο πάνω. Κύριο θέμα του περί Ενοικιοστασίου Νόμου είναι:

(i) Ο περιορισμός των εξουσιών του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα έξωσης σε σχέση μόνο με τις περιπτώσεις που απαρριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 11(1) του Νόμου.

(ii) Η ρύθμιση του πληρωτέου, δυνάμει του άρθρου 8 το Νόμου, ενοικίου

σε σχέση με τα υποστατικά στα οποία εφαρμόζεται ο Νόμος.

(iii) Η χορήγηση αποζημίωσης στον ενοικιαστή σε ορισμένες περιπτώσεις

δυνάμει των προνοιών των άρθρων 12, 13 και 15 του νόμου, και

(iv) Η χορήγηση νέας ενοικίασης στον ενοικιαστή δυνάμει των προνοιών

του άρθρου 14 του Νόμου".

Αν προκύψει οποιαδήποτε διαφορά σε σχέση με οποιοδήποτε από τα πιο πάνω θέματα, αυτή είναι διαφορά η οποία αφορά σε θέμα που εγείρεται κατά την εφαρμογή του Νόμου. Αυτή η διαφορά σαφώς εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων δυνάμει του άρθρου 4(1) του Νόμου.

Η δυσκολία η οποία αναφύεται κάποτε αφορά τις υποθέσεις που εμπίπτουν εντός της κατηγορίας (β) πιο πάνω. Δεν είναι πάντοτε καθαρό κατά πόσο ένα θέμα αναφορικά με το οποίο έχει αναφυεί διαφορά είναι "παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό" εντός της εμβέλειας του άρθρου 4(1). Οι λέξεις "συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος" στο κείμενο του άρθρου 4(1) σαφώς αναφέρονται στο πιο πάνω κύριο θέμα του Νόμου και δεν πρέπει να διαβάζονται ανεξάρτητα από αυτό. Το κατά πόσο μια διαφορά σε οποιαδήποτε δοσμένη υπόθεση αναφέρεται σε θέμα το οποίο είναι παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό του κυρίου θέματος του νόμου ή όχι θα εξαρτηθεί από τη φύση της αξίωσης σε συνδυασμό με την θεραπεία που επιδιώκεται. Αν η αξίωση είναι διαμορφωμένη με τρόπο που για την επίλυση της θα είναι αναγκαία η εξέταση και εφαρμογή των προνοιών του περί Ενοικιοστασίου Νόμου ή η εξέταση των όρων της θέσμιας ενοικίασης η δικαιοδοσία ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

Η παρούσα περίπτωση σαφώς δεν εμπίπτει εντός της πρώτης κατηγορίας. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο αφορά σε παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό θέμα. Λαμβάνουμε υπόψη τη φύση της επιδιωκόμενης θεραπείας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά έχουν παρατεθεί στο δικόγραφο του εφεσείοντα. ΄Εχουμε την άποψη πως για την επίλυση της επίδικης διαφοράς δεν παρίσταται καθόλου ανάγκη εξέτασης και εφαρμογής των προνοιών του περί Ενοικοστασίου Νόμου, ούτε και παρίσταται ανάγκη εξέτασης των όρων της θέσμιας ενοικίασης. Σε πλήρη ταύτιση με το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνουμε ότι η επίδικη διαφορά δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Υπό το φώς της πιο πάνω κατάληξης μας η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο