ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 2296
14 Δεκεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΤΔ,
2. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
3. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ,
4. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσείοντες-Aιτητές,
ν.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9758)
Μαρτυρία — Εξ ακοής μαρτυρία — Έγγραφα — Μαρτυρία ως προς την κατάσταση λογαριασμών εταιρείας από λογιστή που δεν είχε προσωπική γνώση των πραγματικών γεγονότων — Συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία και ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως μη αποδεκτή.
Eυρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία μαρτύρων μπορούν να ανατραπούν από το Εφετείο αν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία —Έφεση εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων να κηρυχθούν ως "πληγέντες οφειλέτες" δυνάμει των περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμων — Κρίθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα για την αξιοπιστία των μαρτύρων ήταν ορθά και δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.
Εταιρείες — Ξεχωριστή νομική οντότητα — Τα περιουσιακά στοιχεία εταιρείας ορθά διαχωρίστηκαν από εκείνα μετόχου της, σε αίτηση δυνάμει των περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμων.
Η Grindlays Bank Ltd. (η "Τράπεζα") αξίωσε την εξόφληση τρεχούμενου λογαριασμού που διατηρούσε η εφεσείουσα 1 πριν από το 1974 ("o προπολεμικός λογαριασμός"), ο οποίος παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £7.598 πλέον τόκους προς 9%. Ο λογαριασμός ήταν εξασφαλισμένος με τις προσωπικές εγγυήσεις των εφεσειόντων 2, 3 και 4 και με ακίνητη περιουσία του εφεσείοντα 2 που βρίσκεται στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές. Η αξίωση για εξόφληση του προπολεμικού λογαριασμού έγινε τον Μάρτιο του 1975, όταν η εφεσείουσα 1 άνοιξε, με την ίδια Τράπεζα, νέο τρεχούμενο λογαριασμό (ο "μεταπολεμικός λογαριασμός") με πιστωτικές διευκολύνσεις μέχρι £5.000 με τόκο προς 9%. Η εφεσείουσα 1 "άκοντος αυτής" πλήρωσε σταδιακά ποσό £5.061 έναντι της προπολεμικής οφειλής, αποσύροντας χρήματα και από το μεταπολεμικό λογαριασμό. Σε μεταγενέστερο στάδιο την Τράπεζα διαδέχθηκε άλλη τράπεζα, η εφεσίβλητη.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι αχρεωστήτως κατέβαλαν στην Τράπεζα το ποσό των £5.061 και ότι αυτό έπρεπε να τους επιστραφεί αφού ήσαν "πληγέντες οφειλέτες" υπό την έννοια ότι η εργασία και επιχείρησή τους επηρεάσθηκε λόγω της έκρυθμης κατάστασης, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη συμβατική οφειλή και ότι απώλεσαν κινητή και ακίνητη περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές.
Η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι παρόλον ότι οι εφεσείοντες απώλεσαν περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές, εντούτοις η οικονομική τους κατάσταση δεν επηρεάσθηκε σε βαθμό που να μην μπορούν να ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη συμβατική τους υποχρέωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεσή τους και απέρριψε την αίτησή τους να κηρυχθούν ως "πληγέντες οφειλέτες" σύμφωνα με τους περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμους (Νόμος 24/79, όπως τροποποιήθηκε) .
Οι λόγοι έφεσης που επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες είναι οι ακόλουθοι:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων Α. Φιερού ήταν εξ ακοής, και, επομένως, μη παραδεκτή δεν είναι ορθό επειδή ο μάρτυρας, ως λογιστής της εφεσείουσας 1, ήταν το πρόσωπο που ετοίμασε τους λογιστικούς λογαριασμούς της με βάση στοιχεία των οποίων είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη.
2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων Α. Παπαθανασίου ήταν αναξιόπιστη, δεν είναι ορθό.
3. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας 1 από εκείνα του εφεσείοντα 2 Ν. Παπαθανασίου, εφόσον αυτός είχε διαθέσει ακίνητη περιουσία του που απωλέσθηκε ως εγγύηση του προπολεμικού λογαριασμού της, και, επομένως, η απώλεια της περιουσίας αυτής ήταν απώλεια και για την εφεσείουσα 1 που απολάμβανε την περιουσία ως εγγύηση του εν λόγω λογαριασμού.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Κατά την αντεξέτασή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο μάρτυρας Α. Φιερός δήλωσε απερίφραστα ότι ετοίμασε τους λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 στηριζόμενος στα βιβλία τα οποία αυτή τηρούσε, σε συνάρτηση με τις εξηγήσεις, πληροφορίες και έγγραφα τα οποία του έδωσαν οι διευθυντές της. Η μαρτυρία αυτή συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία και ορθά απορρίφθηκε. Ο 1ος λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
2. Ο 2ος λόγος της έφεσης αφορά θέμα αξιοπιστίας μαρτύρων. Το ζήτημα αυτό ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Η μαρτυρία του Α. Παπαθανασίου δεν ήταν ούτε πλήρης ούτε πειστική ώστε να διαφανεί ότι πράγματι η εφεσείουσα 1 δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις ή ποιά ήταν τα χρέη της στις 14.8.1974. Ο 2ος λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαχώρισε τα περιουσιακά στοιχεία των δύο εφεσειόντων αφού αυτοί αποτελούν δύο ξεχωριστά και ανεξάρτητα πρόσωπα και αφού οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η εφεσείουσα 1 απολάμβανε οποιοδήποτε εισόδημα από την περιουσία του εφεσείοντα 2. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγή, E.Δ.), που δόθηκε στις 23 Mαΐου, 1996 (Aρ. αίτησης 2/90), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους να κηρυχθούν ως "πληγέντες οφειλέτες" δυνάμει των περί Aνακουφίσεως Oφειλετών Nόμων (N. 24/79, όπως τροποποιήθηκε).
Α. Ευτυχίου, για τους Eφεσείοντες.
Χρ. Χατζηαναστασίου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσείοντων να κηρυχθούν ως "πληγέντες οφειλέτες" σύμφωνα με τους περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμους (Νόμος 24/79, όπως τροποποιήθηκε).
Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης ήταν σε συντομία το ακόλουθο.
Η εφεσείουσα 1 διατηρούσε με την Grindlays Bank Ltd. και ή Grindlays Bank P.l.c. (η "Τράπεζα") τρεχούμενο λογαριασμό πριν από τις 14/8/1974 (ο "προπολεμικός λογαριασμός") ο οποίος, κατά την εν λόγω ημερομηνία, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £7.598 πλέον τόκους προς 9%. Ο λογαριασμός ήταν εξασφαλισμένος με τις προσωπικές εγγυήσεις των εφεσείοντων 2, 3 και 4 και με ακίνητη περιουσία του εφεσείοντα 2 που βρίσκεται στις κατεχόμενες από τα τούρκικα στρατεύματα περιοχές. Περί τον Μάρτιο του 1975 η εφεσείουσα 1 άνοιξε, με την ίδια Τράπεζα, νέο τρεχούμενο λογαριασμό (ο "μεταπολεμικός λογαριασμός") με πιστωτικές διευκολύνσεις μέχρι £5.000 με τόκο προς 9%. Ο λογαριασμός αυτός εξασφαλίσθηκε με την κατάθεση Ομόλογου Πάγιας Επιβάρυνσης ορισμένων μηχανημάτων και με τις προσωπικές εγγυήσεις των εφεσείοντων 2 και 3. Μετά το άνοιγμα του μεταπολεμικού λογαριασμού η Τράπεζα αξίωσε την εξόφληση του προπολεμικού λογαριασμού με αποτέλεσμα η εφεσείουσα 1 "άκοντος αυτής" να της καταβάλει σταδιακά το συνολικό ποσό των £5.061 έναντι της προπολεμικής οφειλής. Προς τούτο απέσυρε χρήματα και από το μεταπολεμικό λογαριασμό. Σε μεταγενέστερο στάδιο την Τράπεζα διαδέχθηκε, με τη μεταβίβαση και ή εκχώρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της στην Κύπρο, άλλη τράπεζα, η εφεσίβλητη.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι αχρεωστήτως κατέβαλαν στην Τράπεζα το ποσό των £5.061 έναντι της συγκεκριμένης προπολεμικής οφειλής και ότι το εν λόγω ποσό έπρεπε να τους επιστραφεί με τόκο προς 9%. Προς υποστήριξη της θέσης τους ισχυρίσθηκαν ότι ήσαν "πληγέντες οφειλέτες" υπό την έννοια ότι η εργασία και επιχείρησή τους επηρεάσθηκε λόγω της έκρυθμης κατάστασης σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούν να ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη συμβατική οφειλή και ότι απώλεσαν κινητή και ακίνητη περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές.
Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης. Υποστήριξε ότι, παρόλο που οι εφεσείοντες απώλεσαν περιουσιακά στοιχεία στις κατεχόμενες περιοχές, εντούτοις η οικονομική τους κατάσταση δεν επηρεάσθηκε λόγω της έκρυθμης κατάστασης σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούν να ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη συμβατική τους υποχρέωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απέτυχαν να αποδείξουν, ως εβαρύνοντο, την υπόθεσή τους και απέρριψε την αίτηση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων Ανδρέα Φιερού ήταν εξ ακοής, και, επομένως, μη παραδεκτή, δεν είναι ορθό επειδή ο μάρτυρας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως λογιστής της εφεσείουσας 1, ήταν και το πρόσωπο που ετοίμασε τους λογιστικούς λογαριασμούς της με βάση στοιχεία των οποίων είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Κατά την αντεξέτασή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο μάρτυρας δήλωσε απερίφραστα ότι ετοίμασε τους λογιστικούς λογαριασμούς της εφεσείουσας 1 αφού στηρίχθηκε στα βιβλία τα οποία αυτή τηρούσε σε συνάρτηση με τις εξηγήσεις, πληροφορίες και έγγραφα τα οποία του έδωσαν οι διευθυντές της. Δεν είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη των πραγματικών γεγονότων. Τούτο σημαίνει ότι η μαρτυρία του ήταν πράγματι εξ ακοής και, επομένως, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως μη παραδεκτή.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται κατά του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσείοντων Αθανάσιου Παπαθανασίου ήταν αναξιόπιστη. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση, ενώ σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του η εφεσείουσα 1 είχε αποθηκευμένες πρώτες ύλες στην Τύμπου και στο λιμάνι της Αμμοχώστου, και τις απώλεσε με την εισβολή, εντούτοις ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αυτών των πρώτων υλών ούτε και της αξίας τους. Δεν ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει με ποιο τρόπο επηρεάστηκε η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας 1 από την απώλεια των πρώτων υλών ώστε να διαφανεί ότι πράγματι δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της. Περαιτέρω, ενώ ο μάρτυρας ανέφερε ότι η εφεσείουσα 1 επηρεάσθηκε από την απώλεια των πρώτων υλών, εντούτοις απέφυγε να κάμει οποιαδήποτε αναφορά στα ήδη έτοιμα ενδύματα και στην αξία τους. Δεν ήταν, τέλος, σε θέση να πει ποια ήσαν τα χρέη της εφεσείουσας 1 κατά την κρίσιμη ημερομηνία, δηλαδή στις 14/8/1974. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία του ούτε πλήρης ήταν ούτε πειστική.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας 1 από εκείνα του εφεσείοντα 2 Νικόλαου Παπαθανασίου εφόσον αυτός είχε διαθέσει ακίνητη περιουσία του που απωλέσθηκε ως εγγύηση του προπολεμικού λογαριασμού της, και, επομένως, η απώλεια της περιουσίας αυτής ήταν απώλεια και για την εφεσείουσα 1 που απολάμβανε την περιουσία ως εγγύηση του εν λόγω λογαριασμού. Έχουμε την άποψη ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε τα περιουσιακά στοιχεία των δύο εφεσειόντων αφού, βάσει της σχετικής νομοθεσίας, αυτοί αποτελούν δύο ξεχωριστά και ανεξάρτητα πρόσωπα και αφού οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η εφεσείουσα 1 απολάμβανε οποιοδήποτε εισόδημα από την περιουσία του εφεσείοντα 2. Άλλωστε, όπως και πάλιν ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την αίτηση εζητείτο όπως η εφεσείουσα 1 κηρυχθεί πληγείσα, όχι εκτοπισθείσα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.