ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 2246
30 Nοεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΦΟΝΤΑΝΑ ΑΜΟΡΟΖΑ ΚΟΟΥΣΤ ΛΤΔ.,
Eφεσείοντες-Aπαιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσίβλητης-Eπιτάσσουσας Aρχής.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10053)
Επίταξη — Αποζημιώσεις — Καθορισμός της πληρωτέας αποζημίωσης — Ποία η ορθή διαδικασία — Ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος του 1962 (Ν. 21/62) και οι ισχύοντες Κανονισμοί.
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα, Άρθρο 23.3 — Η άσκηση δικαιώματος ιδιοκτησίας δύναται να υποβληθεί διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς για προαγωγή της δημόσιας ωφελείας — Για κάθε τέτοιο όρο, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την αξία της ιδιοκτησίας, πρέπει να καταβάλλεται το ταχύτερο δίκαιη αποζημίωση, η οποία καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικό Δικαστήριο.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για ακύρωση της παραπομπής που καταχώρησε η Δημοκρατία για καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης αναφορικά με την επίταξη του κτήματος των εφεσειόντων. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, σύμφωνα με τον Καν. 3 των Compensation (Defence) General Tribunal Rules, η έναρξη της διαδικασίας για καθορισμό της αποζημίωσης γίνεται μόνο από τον ίδιο τον απαιτητή, αφού προηγουμένως δημιουργηθεί διαφορά σε σχέση με την πληρωτέα αποζημίωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων σε ό,τι αφορά την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του Καν. 3, αλλά, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Καν. 25 των ίδιων Κανονισμών, αποφάσισε πως η μη έναρξη της διαδικασίας από τους εφεσείοντες συνιστούσε απλή παρατυπία που δεν έπληττε την ουσία της υπόθεσης, εφόσο σκοπός των κανονισμών είναι η ρύθμιση της διαδικασίας παραπομπής της οποιασδήποτε διαφοράς για αποζημίωση στο αρμόδιο Δικαστήριο για απόφαση.
Κατ' έφεση αποφασίστηκε ότι:
1. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η άποψή του όμως ως προς τον τρόπο έναρξης της διαδικασίας είναι εσφαλμένη. Η ουσία του θέματος ρυθμίζεται από το Άρθρο 11 του Ν. 21/62, σύμφωνα με το οποίο η Επιτάσσουσα Αρχή, όχι μόνο μπορεί να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, αλλά και στην περίπτωση διαφοράς όταν δεν προχωρεί ο απαιτητής, οφείλει να το πράξει η ίδια, γιατί είναι ζήτημα δημοσίας τάξης που δεν αφορά μόνο την Επιτάσσουσα Αρχή και τον απαιτητή.
2. Η πρακτική και δικονομία των Δικαστηρίων δυνάμει του Νόμου ρυθμίζεται από τους περί Γνωστοποιήσεως Απαιτήσεως Αποζημιώσεως διά Σκοπούς Αμύνης Κανονισμούς, τους περί Γενικού Δικαστηρίου Αποζημιώσεων διά Σκοπούς Αμύνης Κανονισμούς και τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους απαιτητές κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φωτίου, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 24 Iουλίου, 1997 (Aρ. Παραπομπής 1/88), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για ακύρωση και παραμερισμό της διαδικασίας παραπομπής που άρχισε με την καταχώρηση ειδοποίησης παραπομπής εκ μέρους της επιτάσσουσας αρχής.
Χρ. Κληρίδης, για τους Eφεσείοντες.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με την E. Γεωργίου - ασκούμενη δικηγόρο, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η Κυπριακή Δημοκρατία, εφεσίβλητη, ως Επιτάσσουσα Αρχή, επίταξε πριν από πολλά χρόνια κτήμα που ανήκει στην απαιτήτρια εταιρεία, εφεσείοντες. Η Δημοκρατία πρόσφερε σ' αυτούς στις 12.9.87, ποσό £470, ετησίως ως εύλογη αποζημίωση για την επίταξη. Οι εφεσείοντες δεν απάντησαν στην προσφορά. Η Δημοκρατία καταχώρισε παραπομπή στο Δικαστήριο Πάφου (1/88) αιτούμενη τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης.
Οι εφεσείοντες κατεχώρισαν στις 21.3.97 την υπό συζήτηση αίτηση, με την οποία καλούσαν το Δικαστήριο να κηρύξει άκυρη και να παραμερίσει τη διαδικασία παραπομπής, που άρχισε με την ειδοποίηση της εφεσίβλητης, όπως αναφέρουμε στα προηγούμενα. Ήταν η εισήγηση των δικηγόρων των εφεσειόντων πως η ειδοποίηση παραπομπής, παραβιάζει τους ισχύοντες σχετικούς Κανονισμούς, δηλαδή τους Compensation (Defence) General Tribunal Rules. Συγκεκριμένα, προτείνει ο συνήγορος πως, σύμφωνα με τον Καν.3 η έναρξη της διαδικασίας για τον καθορισμό της αποζημίωσης γίνεται μόνο από τον ίδιο τον απαιτητή, αφού προηγουμένως δημιουργηθεί διαφορά σε σχέση με την πληρωτέα αποζημίωση. Εδώ, λέει ο συνήγορος, οι εφεσείοντες, για λόγους δικούς τους, δεν καταχώρισαν ειδοποίηση παραπομπής και δεν επιθυμούν να ανταποκριθούν στην προσφορά που έγινε από την εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, σε ότι αφορά την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του Καν.3, αλλά, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Καν.25, των ιδίων Κανονισμών, αποφάσισε πως η μη έναρξη της διαδικασίας από τους ίδιους τους εφεσείοντες συνιστούσε απλή παρατυπία, που δεν έπληττε την ουσία της υπόθεσης εφόσο σκοπός των κανονισμών είναι η ρύθμιση της διαδικασίας παραπομπής της οποιασδήποτε διαφοράς για αποζημίωση στο αρμόδιο Δικαστήριο για απόφαση. Εδώ, είπε ο πρωτόδικος δικαστής, οι εφεσείοντες θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη δική τους θέση και το Δικαστήριο να αποφανθεί πάνω στο ουσιαστικό ζήτημα, της πληρωτέας δηλαδή αποζημίωσης.
Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διαφωνούμε όμως με την άποψη του πως η ορθή διαδικασία αρχίζει μόνο με την καταχώριση εκ μέρους του απαιτητή ειδοποίησης παραπομπής. Αν τούτο ίσχυε, τότε, και εφόσον ο απαιτητής δεν προχωρεί ο ίδιος με τη διαδικασία, το ζήτημα θα παραμένει εσαεί εκκρεμές.
Ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος του 1962, Ν.21/62, προβλέπει τα εξής, στο άρθρο 11:
"Εάν εντός τριών μηνών αφ' ης η αποζημίωσις δι' επίταξιν κατέστη απαιτητή, δεν επέλθη συμφωνία ως προβλέπεται εν τω άρθρω 10, ή καίτοι η προμνησθείσα περίοδος των τριών μηνών δεν παρήλθεν, δεν προβλέπεται ότι θα επέλθη συμφωνία υπό τας περιστάσεις, η επιτάσσουσα αρχή, ή πας ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήση, παρά του δικαστηρίου όπως προβή εις τον καθορισμόν της τοιαύτης αποζημιώσεως ή οσάκις τούτο ενδείκνυται, εις τον καταμερισμόν ταύτης μεταξύ των εις ταύτην ενδιαφερομένων."
Οι πιο πάνω διατάξεις του Νόμου ρυθμίζουν στην ουσία του το ζήτημα, και οι κανονισμοί εφαρμόζονται έχοντας υπόψη αυτές τις πρόνοιες, τηρουμένων βεβαίως και των αναλογιών. Τούτο εξάλλου προβλέπεται και ρητά στο άρθρο 17 του Νόμου, που διαλαμβάνει πως το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό ρυθμίζοντα την πρακτική και δικονομία των Δικαστηρίων δυνάμει του Νόμου, και νοουμένου ότι τέτοιοι κανονισμοί δεν έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί, ισχύουν οι περί Γνωστοποιήσεως Απαιτήσεως Αποζημιώσεως δια Σκοπούς Αμύνης Κανονισμοί και οι περί Γενικού Δικαστηρίου Αποζημιώσεων δια Σκοπούς Αμύνης Κανονισμοί και ο Διαδικαστικός Κανονισμός της Πολιτικής Δικονομίας.
Η Επιτάσσουσα Αρχή, κατά τη γνώμη μας, όχι μόνον μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου, να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, αλλά και στην περίπτωση διαφοράς όταν δεν προχωρεί ο απαιτητής, οφείλει να το πράξει η ίδια, γιατί είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, που δεν αφορά μόνο την Επιτάσσουσα Αρχή και τον απαιτητή. Ας υπενθυμίσουμε και το άρθρο 23.3. του Συντάγματος που προβλέπει τα εξής:
"23.3. H άσκησις τοιούτου δικαιώματος (ιδιοκτησίας) δύναται να υποβληθή δια νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.
Δια πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου."
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.