ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 2029
3 Νοεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
(Αίτηση Aρ. 97/98)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΛΕΒΕΝΤΗΣ & ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ
ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ
ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 5/10/98.
(Αίτηση Aρ. 98/98)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Α.Γ.Ε.Μ. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΤΔ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 5/10/98.
(Αίτηση Aρ. 99/98)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΒΕΝΤΗ ΚΑΙ ΜΑΙΡΗΣ ΛΕΒΕΝΤΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ
ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
CERTIORARI ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 5/10/98.
(Αίτηση Aρ. 100/98)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΤΕΧΝΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 5/10/98.
(Αιτήσεις Aρ. 97/98, 98/98, 99/98, 100/98)
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση ενταλμάτων έρευνας που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90), όπως τροποποιήθηκε και επίσης εντάλματος Prohibition που να εμποδίζει το Επαρχιακό Δικαστήριο να επιληφθεί περαιτέρω των εν λόγω ενταλμάτων — Ισχυρισμός για παραβίαση των Άρθρων 42 και 53 του Νόμου — Κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα, Άρθρο 16 — Κατοχύρωση του ασύλου της κατοικίας — Μπορεί να παραβιασθεί "ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου".
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας — Εξουσίες των Δικαστηρίων να ελέγχουν κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών — Επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων.
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Kαταχώρηση αγωγών όμοιων ως προς το αντικείμενο αιτήσεων για άδεια υποβολής αίτησης για έκδοση των εν λόγω προνομιακών ενταλμάτων — Aπόρριψη αιτήσεων προς αποτροπή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.
Λέξεις και Φράσεις — "Ότι υπάρχει εύλογη υποψία όπως προβλέπεται στο εδ. 3 του Άρθρου 42 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90)" — Δεν αναφέρεται στην εξαίρεση κατοικιών αλλά σε εύλογη υποψία ότι "διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το φόρο" ή πως υπάρχει απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος.
Μέσα στα πλαίσια έρευνας στις φορολογικές υποθέσεις του αρχιτέκτονα Α. Λεβέντη και όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, δεόντως εξουσιοδοτημένος λειτουργός της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού τα αναγκαία εντάλματα έρευνας για την οικία του και τα υποστατικά του.
Στις 6.10.1998 δεόντως εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. εκτέλεσαν τα πιο πάνω εντάλματα έρευνας, ενεργώντας δυνάμει του περιεχομένου των ιδίων των ενταλμάτων καθώς επίσης του Άρθρου 42 των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 1992 - 1994.
Πριν την καταχώρηση των επίδικων αιτήσεων, οι αιτητές καταχώρησαν αγωγές στο Δικαστήριο Λεμεσού (ζητώντας μεταξύ άλλων επιστροφή των κατασχεθέντων και αποζημιώσεις) και, συγχρόνως, αιτήσεις για έκδοση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων και οι υποθέσεις ορίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 20.10.1998.
Οι 4 επίδικες αιτήσεις, που καταχωρήθηκαν με στόχο τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αιτήσεων για έκδοση Certiorari και Prohibition για ακύρωση των ενταλμάτων έρευνας, είναι πανομοιότυπες μεταξύ τους και ακούστηκαν μαζί. Τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο δικηγόρος των αιτητών στην αίτηση 97/98 ισχύουν για όλες τις αιτήσεις. Με εξαίρεση την αίτηση υπ' αρ. 99/98 στην οποία προβλήθηκε ένας πρόσθετος ισχυρισμός, ο οποίος αφορά τη φύση του υποστατικού, που ήταν η κατοικία του ζεύγους Λεβέντη στη Λεμεσό.
Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι τα εντάλματα έρευνας που εκδόθηκαν σε όλες τις αιτήσεις, αντίκεινται προς τις διατάξεις του Άρθρου 42 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) (ο "Nόμος"), όπως τροποποιήθηκε, και σε μικρότερη έκταση του Άρθρου 53. Οι πρόνοιες του Άρθρου 42 παρέχουν και ρυθμίζουν την εξουσία έρευνας. Η εξουσία αυτή μπορεί να ασκηθεί με ένταλμα ή χωρίς ένταλμα. Ο δικηγόρος των αιτητών επικαλέσθηκε τους πιο κάτω λόγους ακυρότητας:
1. Η γενικότητα της εξουσιοδότησης αντίκειται στις διατάξεις του εδ. 4 του Άρθρου 42 του Nόμου και καθιστά το ένταλμα άκυρο.
2. Στο ένταλμα δεν γίνεται αναφορά σε δόλια φοροαποφυγή, δηλαδή στο αδίκημα που δημιουργεί το Άρθρο 53.
3. Το ένταλμα δεν παρέχει εξουσιοδότηση για έρευνα σε υποστατικά, όπως ορίζει το εδ. 4 του Άρθρου 42 του Nόμου, αλλά "για τα αναφερόμενα πράγματα" σ' αυτό. Επίσης, δυνάμει του εδ. 5 του Άρθρου 42, στην περίπτωση εντάλματος που εκδόθηκε όπως εδώ, με βάση τις διατάξεις του εδ. 3, η εξουσία για μετακίνηση αντικειμένων από τον τόπο της έρευνας αποφασίζεται από τους λειτουργούς που εξουσιοδοτήθηκαν να εκτελέσουν το ένταλμα και όχι από το Δικαστήριο a priori.
4. Η έρευνα της οικίας του ζεύγους ήταν παράνομη γιατί ο νόμος δεν επιτρέπει την έρευνα κατοικιών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εξουσιοδότηση των προσώπων που θα εκτελούσαν το ένταλμα δεν ήταν αόριστη και γενικευμένη. Το ένταλμα απευθύνεται στον Έφορο και όλους τους λειτουργούς της υπηρεσίας του. Η ταυτότητά τους είναι φανερή και εξακριβώσιμη. Η πρόνοια του εδ. 4 του Άρθρου 42 του Nόμου ικανοποιείται πλήρως στην ουσιαστική της διάσταση.
2. Είναι γεγονός ότι το αδίκημα του Άρθρου 53(1) έχει ως συστατικό το δόλο. Όμως, όσα αναφέρονται στο ένταλμα στην προκείμενη περίπτωση, αποκαλύπτουν τη φύση του αδικήματος. Δεν είναι αναγκαίο να τίθενται λεπτομερειακά τα αδικήματα. Άλλωστε ούτε ο ίδιος ο νόμος το απαιτεί. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Άρθρου 20C(1)(3) της Taxes Management Act 1970, η οποία παρουσιάζει ομοιότητες με τις δικές μας πρόνοιες, δεν είναι ανάγκη να προσδιορίζονται καν τα αδικήματα στο ένταλμα.
3. Το Άρθρο 20C του αγγλικού νόμου περιέχει παρόμοια διάταξη με το εδ. 4 του δικού μας νόμου. Εντούτοις κρίθηκε από απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, ότι δεν χρειαζόταν να φαίνεται στο ένταλμα ότι ο δικαστής πείσθηκε από την ένορκη καταγγελία.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω νομική θέση, στην καθεμιά από τις 4 περιπτώσεις, υπάρχει συμμόρφωση με την προϋπόθεση του εδ. 4. Αυτό είναι φανερό από τη φράση με την οποία αρχίζει το ένταλμα και από το λεκτικό του το οποίο είναι όμοιο με αυτό του εδ. 4.
4. Το Άρθρο 20C(3) του αγγλικού νόμου αντιστοιχεί κατά βάση με τις πρόνοιες του εδ. 5 του Άρθρου 42. Προνοεί ότι κατά την είσοδο υποστατικών με ένταλμα δυνάμει του εν λόγω άρθρου, ο λειτουργός μπορεί να κατάσχει και μετακινήσει όποιο αντικείμενο βρει εκεί για το οποίο έχει εύλογη υποψία να πιστεύει ότι μπορεί να χρειαστεί ως μαρτυρία σε διαδικασία σχετικά με αδίκημα όπως αναφέρεται στο Άρθρο 20C(1).
Στο τεκμ. 2 (αντίγραφο του εντάλματος έρευνας) κάτω από την επικεφαλίδα "Ένταλμα Έρευνας" υπάρχει η αναφορά "N. 246/90 Άρθρο 42(4)". Το εδ. 5 ξεκινά με τη φράση "Ο Έφορος ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εισέρχεται σε υποστατικά ή τόπο δυνάμει των εδαφίων (3) ή (4) του Νόμου".
5. Η συνταγματική κατοχύρωση του ασύλου της κατοικίας, μπορεί να παραβιασθεί δυνάμει του εδ. 2 του Άρθρου 16 του Συντάγματος "ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου". Το εδάφιο 3 όντως εξαιρεί τις κατοικίες από την εμβέλειά του. Η κρίσιμη όμως διάταξη είναι το εδ. 4 από την οποία δεν εξαιρείται ούτε το άσυλο της κατοικίας. Η φράση σ' αυτό "ότι υπάρχει εύλογη υποψία όπως προβλέπεται στο εδ. (3) του παρόντος άρθρου ..." δεν αναφέρεται στην εξαίρεση κατοικιών αλλά σε εύλογη υποψία ότι "διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το φόρο" ή πως υπάρχει απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος.
6. Είναι φανερό ότι στόχος των αγωγών και των αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα τις οποίες καταχώρησαν οι αιτητές, είναι η αμφισβήτηση της νομιμότητας των ενταλμάτων έρευνας που είναι, στην ουσία, το θέμα που εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία. Ως εκ τούτου, προώθηση των επίδικων αιτήσεων θα συνιστούσε κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει στη διάθεση του τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αποτρέψει την πολλαπλότητα διαδικασιών. Ένα από αυτά είναι και η απόρριψη, ιδιαίτερα εκεί όπου η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα με την προγενέστερη.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Inland Revenue Commissioners a.ο. v. Rossminster Ltd [1980] 1 All E.R. 80,
Inland Revenue Commissioners a.o. v. Rossminster Ltd {1980] STC 42,
Συνδέσμος για την πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1996) 1(A) A.A.Δ. 171,
Διευθυντής των Φυλακών v. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,
Beogradska D.D. (1996) 1(B) A.A.Δ. 911.
Aιτήσεις.
Aιτήσεις με την οποία οι αιτητές ζητούν άδεια για καταχώρηση αιτήσεων για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition αναφορικά με τα εντάλματα έρευνας του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 5 Oκτωβρίου, 1998.
Σπ. Ευαγγέλου, για τους Aιτητές.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Οι Ανδρέας και Γιώργος Λεβέντης από τη Λεμεσό συνέπηξαν συνεταιρισμό τον Απρίλιο του 1988 με την επωνυμία Λεβέντης και Λεβέντης. Πρόκειται για πατέρα και γιό. Είναι αρχιτέκτονες. Στις 6/10/98 λειτουργοί της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) ερεύνησαν το γραφείο που στεγάζεται ο συνεταιρισμός στην οδό Εμμανουήλ Ροΐδη στη Λεμεσό. Ας σημειωθεί πως στο ίδιο υποστατικό συστεγάζεται το γραφείο του πατέρα, που λειτουργούσε υπό την επωνυμία "Τεχνικό Γραφείο Α. Λεβέντης και Συνεταίροι". Όπως όμως αναφέρει σε ένορκη δήλωση του ο πατέρας, που υποστηρίζει την αίτηση με αρ. 100/98, την οποίαν κατέθεσε χωριστά, η εν λόγω εταιρεία σταμάτησε να έχει οποιεσδήποτε δραστηριότητες εκτός από την είσπραξη οφειλόμενων αμοιβών.
Αντίγραφο του εντάλματος έρευνας είναι συνημμένο ως τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωση του Γ. Λεβέντη που συνοδεύει την αίτηση 97/98 για χορήγηση άδειας να τεθεί σε λειτουργία ο δικονομικός μηχανισμός, o οποίος οδηγεί τελικά στην έκδοση διατάγματος certiorari για ακύρωση του εν λόγω εντάλματος. Επίσης, με τον ίδιο μηχανισμό επιζητείται η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος prohibition που να εμποδίζει το Δικαστήριο Λεμεσού "να επιληφθεί και/ή να θέσει ενώπιον του για περαιτέρω χειρισμό και/ή μεταχείριση το ένταλμα έρευνας....". Συγχρόνως επιδιώκεται, μέχρι πέρατος της διαδικασίας, η αναστολή του εντάλματος και κάθε διαβήματος, ενέργειας και διαδικασίας που εκπορεύεται από αυτό. Τα υπόλοιπα 3 εντάλματα είναι ενώπιόν μου, συνημμένα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τις αντίστοιχες αιτήσεις.
Ο Έφορος Φ.Π.Α. με επιστολή του ημερ. 13/10/98 (σε απάντηση προγενέστερης επιστολής του δικηγόρου των αιτητών ημερ. 8/10/98 που δεν προσκομίστηκε) τους πληροφορεί ότι:
"... διεξάγει έρευνα στις φορολογικές υποθέσεις του Ανδρέα Λεβέντη και όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες αυτού.
2. Μέσα στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας δεόντως εξουσιοδοτημένος λειτουργός της Υπηρεσίας εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού τα αναγκαία εντάλματα για την οικία που βρίσκεται στην οδό Μαρίας Συγκλητικής 3, Λεμεσός και για τα υποστατικά που βρίσκονται στην οδό Εμμανουήλ Ροΐδη 16, Λεμεσός, και στην οδό Νίκου Παττίχη 13, Λεμεσός (επισυνάπτονται αντίγραφα).
3. Στις 6/10/98 δεόντως εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της Υπηρεσίας εκτέλεσαν νομότυπα τα πιο πάνω εντάλματα έρευνας ενεργώντας δυνάμει του περιεχομένου των ιδίων των ενταλμάτων καθώς επίσης του άρθρου 42 των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 1992 μέχρι 1994."
Η επιστολή επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση, ως τεκμ. 1.
Θα μπορούσε εδώ να διευκρινιστεί ότι, εκτός από την υπό κρίση αίτηση και την αίτηση 100/98, στην οποία αναφέρθηκα, κατατέθηκαν και δύο άλλες ταυτόσημες αιτήσεις με αρ. 98/98 και 99/98, πάλιν για παραχώρηση άδειας, από την εταιρεία Α.Γ.Ε.Μ. Εμπορική Λτδ. και τους Ανδρέα και Μαίρη Λεβέντη αντίστοιχα. Και οι δύο τελευταίες αιτήσεις, που είναι πανομοιότυπες σε όλα σχεδόν τα σημεία μεταξύ τους και με τις προαναφερθείσες, υποστηρίζονται από ένορκη βεβαίωση της Μαίρης Λεβέντη, συζύγου του Ανδρέα Λεβέντη, μετόχου και γραμματέα της εν λόγω εταιρείας, που χαρακτηρίστηκε σαν οικογενειακή επιχείρηση. Η μόνη διαφορά αφορά τις διευθύνσεις των ερευνηθέντων υποστατικών.
Ακριβώς λόγω της ταυτοσημίας τους οι 4 αυτές αιτήσεις, που επαναλαμβάνω, αφορούν 4 χωριστά δικαστικά εντάλματα ερεύνης, ακούστηκαν μαζί. Τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο δικηγόρος των αιτητών στην αίτηση 97/98, ισχύουν για όλες τις αιτήσεις. Είναι τα ίδια. Με εξαίρεση την υπ' αρ. 99 στην οποία προβλήθηκε ένας πρόσθετος ισχυρισμός, ο οποίος αφορά τη φύση του υποστατικού, που ήταν η κατοικία του ζεύγους Λεβέντη στην οδό Μαρίας Συγκλητικής 3 στη Λεμεσό, όπως αναφέρεται και στην επιστολή τεκμ. 1.
Είναι σημαντικό να λεχθεί πως οι αιτητές καταχώρησαν, πριν να καταθέσουν τις κρινόμενες αιτήσεις, αγωγές στο Δικαστήριο Λεμεσού και συγχρόνως αιτήσεις για προσωρινή προστασία. Στην ένορκη δήλωση του (παράγραφος 8) ο Ανδρέας Λεβέντης, στην αίτηση αρ. 100/98, αναφέρει σχετικά:
"Τόσο η εταιρεία, όσο και το γραφείο Λεβέντης και Λεβέντης, όσο και εγώ και η σύζυγος μου καταχωρίσαμε αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με τις οποίες, αξιώνουμε θεραπείες μεταξύ άλλων, για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη και/ή κινητή περιουσία. Επιπρόσθετα μέσα στα πλαίσια των εν λόγω αγωγών ζητήθηκε η έκδοση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων και οι υποθέσεις είναι ορισμένες ενώπιον του δικαστηρίου στις 20/10/98. Όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι οι εν λόγω αγωγές δεν επηρεάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την παρούσα διαδικασία ο σκοπός των οποίων και οι θεραπείες που ζητούνται είναι εντελώς διαφορετικά."
Δεν έχουν παρουσιασθεί οι αγωγές αυτές. Αλλά ο κ. Ευαγγέλου απαντώντας σε σχετική ερώτηση μου είπε ότι ανάμεσα στα αιτήματα θεραπείας είναι η επιστροφή των κατασχεθέντων και αποζημιώσεις.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών πως σε όλες τις περιπτώσεις διαπιστώνεται εύκολα νομική πλάνη που είναι έκδηλη στο πρακτικό του δικαστηρίου. Ταυτόχρονα, από το περιεχόμενο του κάθε εντάλματος, που βρίσκεται υπό αναθεώρηση, μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα πως ο δικαστής που το είχε εκδώσει ενήργησε χωρίς εξουσία ή κάθ' υπέρβαση της εξουσίας που του απένειμε ο νόμος.
Οι συλλογισμοί του συνηγόρου διαμορφώθηκαν γύρω από τις διατάξεις του άρθρ. 42 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (N. 246/90), όπως τροποποιήθηκε και σε μικρότερη έκταση του άρθρ. 53. Οι πρόνοιες του άρθρ. 42 παρέχουν και ρυθμίζουν την εξουσία έρευνας. Παρατηρώ και υπογραμμίζω πως η εξουσία αυτή μπορεί να ασκηθεί με ένταλμα ή χωρίς ένταλμα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα εδ. 1, 2 και 3 του άρθρ. 42 θέτουν τους όρους άσκησης της. Παρενθετικά, η είσοδος και έρευνα κάτω από το εδ. 2 επιτρέπει μόνο την επιθεώρηση των υποστατικών καθώς και αγαθών ή εγγράφων μέσα σε αυτά. Ενώ στην περίπτωση του εδ. 3 (και του 4) παρέχεται εξουσία κατάσχεσης και μετακίνησης τους για χρήση σε δικαστική διαδικασία. Και επίσης για προσωπική έρευνα ατόμου που βρίσκεται στα υποστατικά. Τέτοιο ζήτημα όμως δεν εγείρεται εδώ (βλ. εδ. 5).
Για να υποβοηθηθεί η σαφής αντίληψη των ισχυρισμών που προβλήθηκαν πρέπει να έχουμε υπόψη το πλήρες κείμενο των εδ. 3 και 4:
"(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη εξουσία που παραχωρείται από τον παρόντα Νόμο εφόσο υπάρχει εύλογη υποψία ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το φόρο, σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο, εξαιρουμένων των κατοικιών, ή ότι υπάρχει εκεί απόδειξη διαπράξεως τέτοιου αδικήματος, οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο πρόσωπο μπορεί να εισέλθει στα υποστατικά ή τον τόπο κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε λογικού χρόνου και να τα ερευνήσει.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου ή οποιασδήποτε άλλης εξουσίας που παραχωρείται από τον παρόντα Νόμο, αν Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου πεισθεί από ένορκη καταγγελία κάποιου εξουσιοδοτημένου από τον Έφορο προσώπου ότι υπάρχει εύλογη υποψία όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, μπορεί με ένταλμα που φέρει την υπογραφή του και που παρέχεται σε οποιαδήποτε ημέρα, να εξουσιοδοτήσει το πρόσωπο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο που κατονομάζεται στο ένταλμα να εισέλθει και να ερευνήσει τα υποστατικά ή τον τόπο που κατονομάζεται στο ένταλμα."
Το ένταλμα - και εννοούμε το καθένα από αυτά σε όλες τις αιτήσεις - απευθύνεται προς τον "Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και όλους τους Λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α." Η πρώτη παράγραφος που ακολουθεί αμέσως μετά αναφέρει επί λέξει:
"Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Νίκου Σολωμονίδη ......... ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται
Ότι στα υποστατικά του ....(ακολουθούν όνομα και διεύθυνση) υπάρχει ηλεκτρονικός υπολογιστής, έγγραφα και άλλα αντικείμενα στα οποία εμφαίνεται ότι αποφεύγεται η καταβολή του οφειλόμενου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας".
Στο υλικό αυτό στηρίχθηκαν τα δύο πρώτα επιχειρήματα. Ο κ. Ευαγγέλου είναι της γνώμης ότι η γενικότητα της εξουσιοδότησης αντίκειται στις διατάξεις του εδ. 4 και καθιστά το ένταλμα άκυρο. Κατά την αντίληψη του έπρεπε να μνημονεύεται το όνομα του λειτουργού που έκαμε την ένορκη καταγγελία και να ονοματίζεται επίσης κάθε άλλος που θα λάμβανε μέρος στην έρευνα. Σαν δεύτερη αιτία ακυρότητας προβάλλεται το γεγονός ότι στη φράση από το ένταλμα, που μόλις παρέθεσα, δε γίνεται αναφορά σε δόλια φοροαποφυγή, δηλαδή, στο αδίκημα που δημιουργεί το άρθρ. 53. Εκείνο που ήθελε στην πραγματικότητα ο συνήγορος να προβάλει είναι πως στο ένταλμα δεν αποκαλύπτεται το αδίκημα για το οποίο εξουσιοδοτήθηκε η έρευνα. Ακόμη δεν αιτιολογείται η έκδοση του εντάλματος. Δεν αναφέρει ο δικαστής, όπως υπαγορεύει το εδ. 3, πως υπάρχει εύλογη υποψία για τα ενδεχόμενα που απαριθμεί η ίδια διάταξη.
Το τελευταίο επιχείρημα, που είναι κοινό, επαναλαμβάνω, για όλες τις περιπτώσεις, είναι πως το ένταλμα δεν παρέχει εξουσιοδότηση για έρευνα σε υποστατικά, όπως ορίζει το εδ. 4 αλλά "για τα αναφερόμενα πράγματα" σ' αυτό. Ο κ. Ευαγγέλου εμπλέκει και το εδ. 5 του άρθρ. 42, εισηγούμενος ότι στην περίπτωση εντάλματος που εκδόθηκε, όπως εδώ, με βάση τις διατάξεις του εδ. 3, η εξουσία για μετακίνηση αντικειμένων από τον τόπο της έρευνας αποφασίζεται από τους λειτουργούς που εξουσιοδοτήθηκαν να εκτελέσουν το ένταλμα και όχι από το δικαστήριο apriori. To ουσιαστικό μέρος του εδαφίου έχει ως εξής:
"(5) Ο Έφορος ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εισέρχεται σε υποστατικά ή τόπο δυνάμει των εδαφίων (3) ή (4) πιο πάνω μπορεί -
(α) Να κατάσχει και να μετακινήσει οποιαδήποτε έγγαφα ή άλλα αντικείμενα που βρίσκονται στα υποστατικά ή τον τόπο για τα οποία πιστεύει ότι μπορεί να χρειαστούν ως απόδειξη για τους σκοπούς οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας, και
(β) ......................................................................................................."
Υπάρχει όμως ένα τελευταίο επιχείρημα, αλλά αφορά μόνο την αίτηση αρ. 99/98. Υπενθυμίζω πως σε εκείνη την περίπτωση ερευνήθηκε το σπίτι του ζεύγους Λεβέντη. Έχει λεχθεί πως η έρευνα ήταν παράνομη γιατί ο νόμος δεν επιτρέπει την έρευνα κατοικιών. Και συγκεκριμένα ότι το εδ. 4 προβλέπει πως είναι δυνατή η έκδοση εντάλματος αν πεισθεί το δικαστήριο ότι "υπάρχει εύλογη υποψία όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.....". Ωστόσο το εδ. 3 αφήνει έξω από το βεληνεκές του τις κατοικίες.
Θα προσπαθήσω να ακολουθήσω, κατά την εξέταση των εισηγήσεων, τη σειρά με την οποία τις έχω πιο πάνω καταγράψει. Δε συμμερίζομαι την άποψη πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικευμένη και αόριστη εξουσιοδότηση των προσώπων που θα εκτελούσαν το ένταλμα. Τούτο απευθύνεται στον Έφορο και όλους τους λειτουργούς της υπηρεσίας του. Η ταυτότητα τους είναι φανερή και εξακριβώσιμη. Δεν προβλήθηκε αποχρών λόγος γιατί να αναφερθεί ο καθένας χωριστά. Διαπιστώνεται βεβαιότητα αναφορικά με το ποίοι ήταν εντεταλμένοι με την εκτέλεση των ενταλμάτων. Η πρόνοια του εδ. 4 ικανοποιείται πλήρως στην ουσιαστική της διάσταση. Η εξουσιοδότηση πολλών, αλλά καθορισμένων προσώπων, συντελεί πιστεύω στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του εδ. 4 χωρίς το στοιχείο αυτό να αφίσταται του πνεύματος και του γράμματος τους. Δεν υφίσταται αριθμητικός περιορισμός για την εκτέλεση ενός εντάλματος έρευνας.
Είναι γεγονός ότι το αδίκημα του άρθρ. 53(1) έχει ως συστατικό το δόλο. Στοχεύει σε όποιον ενέχεται "σε δόλια αποφυγή καταβολής φόρου ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής φόρου.....". Δεν μπορεί όμως κατά τη γνώμη μου να υποστηριχθεί βάσιμα πως με ό,τι αναφέρεται στο ένταλμα δεν αποκαλύπτεται η φύση του αδικήματος. Κι αυτό είναι από μόνο του αρκετό. Δεν είναι ανάγκη να τίθενται λεπτομερειακά τα αδικήματα. Άλλωστε ούτε ο ίδιος ο νόμος το απαιτεί.
Ενισχύεται πιστεύω η άποψη αυτή από την υπόθεση Inland Revenue Commissioners and Another v. Rossminster Ltd [1980] STC 42 ή [1980] 1 All E.R. 80. Η υπόθεση είναι της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων και αφορούσε την ερμηνεία του άρθρ. 20C (1)(3) της Taxes Management Act 1970. Δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία με τις δικές μας πρόνοιες, αλλά οπωσδήποτε παρουσιάζει ομοιότητες. Αποφασίστηκε πως δεν ήταν ανάγκη να προσδιορίζονται καν τα αδικήματα στο ένταλμα. Στη σελ. 50 (STC) ο Viscount Dilhorne παρατηρεί σχετικά:
"These contentions found favour in the Court of Appeal, Lord Denning MR saying that to be valid, a warrant must specify the offence suspected and that "the seizure is limited to those things authorised by the warrant". Browne LJ held that a warrant must specify at least the general nature of the offence or offences suspected and Goff LJ that to be valid it must state on its face "that it relates to all or to some one or more" of the criminal offences to which a tax fraud could give rise.
My Lords, I do not find myself able to agree........."
Προηγουμένως στη σύνοψη της υπόθεσης (σελ. 43) για το ίδιο ζήτημα αναφέρεται:
".......there was no requirement under the section that the warrant should specify the precise nature of the fraud or when it was committed or by whom it was committed;"
H υπόθεση μας βοηθά και αναφορικά με την επόμενη εισήγηση γιατί το άρθρ. 20C του αγγλικού νόμου περιέχει παρόμοια διάταξη:
"(1) If the appropriate judicial authority is satisfied on information on oath......"
Eντούτοις κρίθηκε ότι δε χρειαζόταν να φαίνεται στο ένταλμα ότι ο δικαστής πείστηκε από την ένορκη καταγγελία. Αυτό προκύπτει με καθαρότητα από τη σύνοψη στη σελ. 81 [1 All E.R.]:
"(I) On the true construction of s 20C(1) of the 1970 Act all that was required to be specified in a warrant to search issued under s 20C was the address of the premises to be searched and the name of the officer authorised to carry out the search, and although the circuit judge issuing the warrant was himself required to be satisfied that there was reasonable ground for suspecting that a tax fraud had been committed and that evidence of it was to be found on the premises to be searched, the fact that the judge was so satisfied was not required to be stated in the warrant."
Ανεξάρτητα από την παραπάνω νομική θέση έχω τη γνώμη πως εδώ, στη καθεμιά από τις 4 περιπτώσεις, υπάρχει συμμόρφωση με την προϋπόθεση του εδ. 4. Το ένταλμα αρχίζει με τη φράση "Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Νίκου Σολωμονίδη..." και ακολουθεί λεκτικό όμοιο με εκείνο του εδ. 4. Ως προς το περιεχόμενο της καταγγελίας πρέπει να επισημανθεί πως δεν έχει τεθεί ενώπιον μου για αξιολόγηση.
Το άρθρ. 20C (3) του αγγλικού νόμου αντιστοιχεί κατά βάση με τις πρόνοιες του εδ. 5 του άρθρ. 42:
"............................................................................................................
(3) On entering the premises with a warrant under this section, the officer may seize and remove any things whatsoever found there which he has reasonable cause to believe may be required as evidence for the purposes of proceedings in respect of such an offence as is mentioned in subsection (I) above..."
Άρα η ίδια υπόθεση μπορεί να μας φωτίσει και για το τελευταίο επιχείρημα των αιτητών. Ο δικαστής Dilhorne αναφέρει στη σελ. 50 (STC):
"Anyone reading the warrants issued in this case might reasonably conclude that the warrants themselves authorised seizure and removal. If that were the case, then it might lend some force to the contention that the warrants should give some indication of the nature of the things which might be seized and removed. Strictly I see no need for the warrant to refer at all to the power to seize and remove but if it is thought desirable to do so, then it should be stated that the power of seizure and removal is exercisable by virtue of this subsection."
Στο τεκμ. 2 κάτω από την επικεφαλίδα "Ένταλμα Έρευνας" υπάρχει η αναφορά "Ν 246/90 άρθρο 42(4)". Υπενθυμίζω ότι το εδ. 5 ξεκινά με τη φράση "Ο Έφορος ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εισέρχεται σε υποστατικά ή τόπο δυνάμει των εδαφίων (3) ή (4) πιο πάνω....." Με άλλα λόγια ικανοποιείται και η χαλαρή προϋπόθεση του δικαστή Dilhorne.
Σημείωσα ήδη κάποια παράπονα σχετικά με την εκτέλεση του εντάλματος. Παραπέμπω γιαυτά στις ένορκες δηλώσεις. Το ζήτημα όμως αυτό δεν αφορά τη νομιμότητα των ενταλμάτων. Την άποψη αυτή έχει εκφράσει ο Αρτεμίδης Δ., στην αίτηση αρ. 13/96 Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα, ημερ. 16/2/96:
"Το ένταλμα certiorari εκδίδεται όπου διαπιστώνεται πως το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε χωρίς νομική εξουσιοδότηση ή υπερέβη ή κατεχράσθη την αρμοδιότητα που έχει βάσει του Νόμου ή επισημαίνεται εμφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό της διαδικασίας. Γι' αυτό και πρέπει, κατά την άποψη μου, να διαχωριστούν οι εξελίξεις και περιστάσεις που λαμβάνουν χώρα μέχρι του σημείου της εκδόσεως του εντάλματος ερεύνης, από τις μετέπειτα πιθανές περιστάσεις ή συνθήκες εκτέλεσης του. Είναι, κατά τη γνώμη μου, στο πρώτο στάδιο που ελέγχεται η εγκυρότητα της έκδοσης του εντάλματος ερεύνης, ως το αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης."
Στρέφομαι στο ζήτημα που αφορούσε την κατ' οίκον έρευνα. Το άσυλο της κατοικίας προστατεύει το άρθρ. 16 του Συντάγματος με δυνατή γλώσσα: "Η κατοικία εκάστου είναι απαραβίαστος". Όμως με το εδ. 2 επιτρέπεται η παραβίαση "ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου." Έτσι η συσχέτιση με την επιφύλαξη του νόμου περιορίζει την παρεχόμενη κατοχύρωση. Είναι ορθόν, όπως έγινε εισήγηση, ότι το εδάφιο 3 εξαιρεί τις κατοικίες από την εμβέλεια του. Η κρίσιμη όμως διάταξη είναι το εδ. 4 από την οποία κατά τη γνώμη μου, δεν εξαιρείται ούτε το άσυλο της κατοικίας. Η φράση σ' αυτό "ότι υπάρχει εύλογη υποψία όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου..." δεν αναφέρεται στην εξαίρεση των κατοικιών αλλά σε εύλογη υποψία ότι "διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το φόρο" ή πως υπάρχει απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος. Δε διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να εξαιρέσει τις κατοικίες.
Θα απέρριπτα όμως τις αιτήσεις και για ένα άλλο ανεξάρτητο λόγο. Παρόλο που δεν τέθηκαν ενώπιόν μου όλα τα στοιχεία των αγωγών και των αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα είναι φανερό πως εκείνο που αποτελεί την πεμπτουσία των διαβημάτων αυτών είναι η νομιμότητα των ενταλμάτων έρευνας που είναι, στην ουσία, το θέμα που εκκρεμεί ενώπιόν μου. Έτσι η προώθηση των αιτήσεων θα συνιστούσε, σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Π.Ε. 9495, Αναφορικά με την αίτηση της Beogradska D.D. ημερ. 6/9/96, κατάχρηση των διαδικασιών του δικαστηρίου. Παραθέτω από την απόφαση του δικαστή Καλλή στην υπόθεση Beogradska, ανωτέρω, τα μέσα που μπορεί το δικαστήριο να χρησιμοποιήσει για να αποτρέψει την πολλαπλότητα διαδικασιών:
"Η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει τόσο το μέτρο της απόρριψης (βλ. Περέλλα, πιο πάνω) όσο και το μέτρο της αναστολής (βλ. Κωνσταντινίδης και Υψαρίδης, πιο πάνω). Χωρίς να επιχειρούμε την διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται."
Δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση άδειας σε καμιά από τις αιτήσεις. Απορρίπτονται.
Oι αιτήσεις απορρίπτονται.