ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1910

22 Oκτωβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΗΛΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Eνάγουσα,

ν.

COMPASS INSURANCE COMPANY LTD,

Εφεσίβλητης-Eναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8945)

 

Aσφαλιστικό Δίκαιο — Ασφαλιστήριο έγγραφο — Αποζημιώσεις για καταστροφή από πυρκαγιά αποθηκών και εμπορευμάτων για τα οποία υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη — Το ποσό της ασφάλειας που αναφέρεται στο ασφαλιστήριο έγγραφο δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα προς το μέτρο της αποζημίωσης — Ο ασφαλισμένος πρέπει να αποδείξει την έκταση της αξίας της απώλειάς του και το ποσό στο οποίο δικαιούται θα υπολογιστεί ανάλογα — Η ζημιά στα εμπορεύματα υπολογίζεται με βάση την αγοραία αξία της περιουσίας ή το κόστος επαναφοράς του ασφαλισμένου στη θέση που είχε πριν την πυρκαγιά.

Eυρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα αξιοπιστίας και αξιολόγησης μαρτυρίας — Εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης του Eφετείου.

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Καταχωρήσεις σε βιβλία και τιμολόγια που είχαν γίνει από άλλα πρόσωπα και όχι από το μάρτυρα συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία.

Από το 1986 η εφεσείουσα ήταν ασφαλισμένη στην εφεσίβλητη δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου ημερ. 22.7.1986. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω εγγράφου η ασφάλεια κάλυπτε,

(α)   τις αποθήκες της για £100.000,

(β)   την αξία των εμπορευμάτων μέσα στις αποθήκες για £65.000,

(γ)   την αξία των εμπορευμάτων σε ανοικτό χώρο για £10.000, και

(δ)   τη διακοπή εργασιών και απώλεια κέρδους για £25.000.

Στις 30.11.1989 οι ασφαλισμένες αποθήκες και τα εμπορεύματα της εφεσείουσας καταστράφηκαν από πυρκαγιά.

Με την αγωγή της η εφεσείουσα ζητούσε αποζημιώσεις που ανέρχονταν στα ποσά της ασφαλιστικής κάλυψης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ της ποσό £53.655 για την αξία των αποθηκών και απέρριψε τις υπόλοιπες αξιώσεις, με βάση το εύρημά του  ότι δεν είχε αποδειχθεί η αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων.  Το ποσό των £53.655 επιδικάσθηκε με βάση την παραδοχή εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι το κόστος για την ανέγερση νέων αποθηκών θα ανερχόταν στο ποσό αυτό.

Με τους λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων της, καθώς και το εύρημα ότι σε ένα μεγάλο μέρος της παραβίαζε τον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ευρήματα αξιοπιστίας και αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου προφανώς έχει γίνει λάθος στην αξιολόγηση και όπου τα συμπεράσματα στα οποία ήχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογούνται.

2.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξία των αποθηκών είναι ορθή.  Ήταν εντός της διακριτικής του ευχέρειας να αξιολογήσει τη μαρτυρία και η αξιολόγηση στην οποία προέβη δεν παρουσιάζει κανένα τρωτό σημείο σε βαθμό που να επιτρέπει επέμβαση του Εφετείου. Ορθά επίσης επεσήμανε την ύπαρξη εξ ακοής μαρτυρίας σχετικά με το κόστος επανακατασκευής των αποθηκών.

3.  Ο ασφαλισμένος πρέπει να αποδείξει την έκταση της αξίας της απώλειάς του και το ποσό στο οποίο δικαιούται θα υπολογιστεί ανάλογα.  Το ποσό που υπολογίζεται ως ανωτέρω μπορεί να αντιστοιχεί προς το ποσό της ασφάλειας, αλλά πληρώνεται όχι ως το ποσό που αναφέρεται στην ασφάλεια, αλλά ως το ποσό που έχει αποδειχθεί για πλήρη κάλυψη της απώλειας.  Ο τρόπος υπολογισμού της ζημιάς είναι ο καθορισμός της αγοραίας αξίας της περιουσίας ή το κόστος επαναφοράς του ασφαλισμένου στη θέση που είχε πριν την πυρκαγιά.

     Η μαρτυρία που δόθηκε από τον ελεγκτή της εφεσείουσας ως προς την αξία των εμπορευμάτων που είχαν καταστραφεί βασιζόταν πάνω σε πληροφορίες που πήρε από τους διευθυντές της εταιρείας και πάνω σε υπολογισμούς που βασίζονταν στα βιβλία της εταιρείας και σε διάφορα τιμολόγια.  Τα βιβλία όμως είχαν ετοιμαστεί από τρίτα πρόσωπα και έτσι το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία που είχε δοθεί χωρίς την παρουσίαση των βιβλίων και των τιμολογίων ήταν εξ ακοής μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προφορική μαρτυρία παραβίαζε τον κανόνα εξ ακοής μαρτυρίας και η υπόλοιπη μαρτυρία δεν ήταν ικανοποιητική για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.  Τα συμπεράσματα αυτά ήταν ορθά και κατά συνέπεια η απόρριψη της απαίτησης της εφεσείουσας για την αξία των εμπορευμάτων ήταν ορθή.

4.  Ορθή ήταν και η κατάληξη ως προς την απώλεια κερδών.  Ο υπολογισμός του απωλεσθέντος κέρδους βασιζόταν σε καταχωρήσεις σε βιβλία που είχαν γίνει από άλλα πρόσωπα και όχι από το μάρτυρα και ως εκ τούτου συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία η οποία δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Westminster Fire Office v. Glasgow Provident Investment Society [1888] 13 App. Cas. 699,

Vance v. Forster [1841] Ir. Cir. Rep. 47,

Butter v. Standard Fire Insurance Co. [1879] 26 G.R. 341.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Hλιάδης, Π.E.Δ. και Παμπαλλής, E.Δ.), που δόθηκε στις 8 Aπριλίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 3094/90), με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της ενάγουσας ποσό £53.655 για την αξία των αποθηκών της που καταστράφηκαν από πυρκαγιά και  περαιτέρω απορρίφθηκαν οι υπόλοιπες αξιώσεις της γιατί δεν είχε αποδειχθεί η αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων.

Κιτρομηλίδης με Π. Ονουφρίου, για την Eφεσείουσα.

Ι. Λοϊζίδου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα-ενάγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται με εμπόριο επίπλων, οικιακών συσκευών και διαφόρων άλλων αντικειμένων.  Η εφεσείουσα αγόραζε διάφορα εμπορεύματα από τις Αγγλικές Βάσεις, Πρεσβείες, κ.λ.π., τα οποία φύλασσε για ένα χρονικό διάστημα και ακολούθως πωλούσε όταν αυξάνοντο οι τιμές.  Η εφεσίβλητη-εναγόμενη είναι ασφαλιστική εταιρεία.

Από το 1986 η εφεσείουσα ήταν ασφαλισμένη στην εφεσίβλητη δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου ημερ. 22 Ιουλίου 1986, (τεκμ.1).  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εγγράφου η ασφάλεια κάλυπτε,

(α)   τις αποθήκες της για £100.000,

(β)   την αξία των εμπορευμάτων μέσα στις αποθήκες για £65.000,

(γ)   την αξία των εμπορευμάτων σε ανοικτό χώρο για £10.000 και,

(δ)   τη διακοπή εργασιών και απώλεια κέρδους για £25.000.

Το Μάρτιο του 1989 η εφεσείουσα κατέγραψε την αξία των εμπορευμάτων που βρίσκονταν στις αποθήκες της και διαπίστωσε ότι η αξία τους ήταν £183.000.  Ως εκ τούτου στις 14 Ιουλίου 1989 η ασφάλεια κάλυψης για την αξία των εμπορευμάτων αυξήθηκε από £65.000 σε £165.000.  Τη νύκτα της 30ης Νοεμβρίου προς την 1η Δεκεμβρίου 1989 οι ασφαλισμένες αποθήκες και τα εμπορεύματα της εφεσείουσας καταστράφηκαν από πυρκαγιά.

Με την αγωγή της η εφεσείουσα ζητούσε αποζημιώσεις £100.000 για την αξία των αποθηκών, £165.000 για την αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων, £10.000 για τα εμπορεύματα που βρίσκονταν στον ανοικτό χώρο και £25.000 για αποζημιώσεις για απώλεια κέρδους λόγω διακοπής της επιχείρησης τους.  To πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακρόαση, επεδίκασε υπέρ της εφεσείουσας ποσό £53.655 για την αξία των αποθηκών και απέρριψε τις υπόλοιπες αξιώσεις, με βάση το εύρημα του ότι δεν είχε αποδειχθεί η αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων.  Επίσης το Δικαστήριο απέρριψε και ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, με την οποία όμως δεν θα ασχοληθούμε, γιατί δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.

 

Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΘΗΚΩΝ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τόσο η μαρτυρία για την εφεσείουσα, όσο και για την εφεσίβλητη αναφορικά με την αξία ανέγερσης νέων αποθηκών ήταν τέτοια που το Δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να τη δεχθεί λόγω αντιφάσεων που υπήρχαν στη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων, ελλείψεων στη μαρτυρία ενός εκάστου μάρτυρα, αλλά και ως περιέχουσα εξ ακοής μαρτυρία.  Επεδίκασε τελικά το ποσό των £53.655 με βάση την παραδοχή εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι το κόστος για την ανέγερση νέων αποθηκών θα ανερχόταν στο ποσό αυτό.

Με τους λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων της, καθώς και εκείνο που αφορά το εύρημα ότι σε ένα μεγάλο μέρος της παραβίαζε τον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι ευρήματα αξιοπιστίας και αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου προφανώς έχει γίνει λάθος στην αξιολόγηση και όπου τα συμπεράσματα στα οποία ήχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογούνται.  Με αυτό το πνεύμα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

Αναφορικά με το Μ.Ε.4, Φοίβο Παναγίδη, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτός δεν είχε εξετάσει τα προηγούμενα σχέδια της αποθήκης και δεν γνώριζε πόσα είχαν στοιχίσει οι αποθήκες που κάηκαν.  Σχετικά με τη γνώμη ότι η ανέγερση νέων αποθηκών θα στοίχιζε το 1989 περίπου £100.000, εξήγησε ότι βάσισε τη γνώμη αυτή με το να δώσει περιγραφή των σχεδίων σε εργολήπτες και να πάρει προσφορές που κυμαίνονταν μεταξύ £90.000 - £100.000.  Επιπρόσθετα, δεν είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία στο Δικαστήριο.  Είναι προφανές ότι η μαρτυρία αυτή πράγματι περιείχε κενά και χωρίς αμφιβολία η κατάληξη στο συμπέρασμα του ότι η αξία για την ανέγερση θα ήταν γύρω στις £110.000 βασίστηκε σε εξ ακοής μαρτυρία που ήταν οι προσφορές που του έδωσαν εργολήπτες, στους οποίους είχε δώσει περιγραφή των σχεδίων.  Επισημάνθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας εταιρείας ότι το σχόλιο του Δικαστηρίου για το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού, δηλαδή πως οι τοίχοι θα έπρεπε να ανεγερθούν με τούβλα αντί με μπετόν, όπως ήταν εκείνες που κατέρρευσαν, δεν συνάδει με τη μαρτυρία του μάρτυρα, γιατί αυτός ουδέποτε έδωσε τέτοια μαρτυρία.  Είμαστε όμως της γνώμης ότι έστω και αν η παρατήρηση αυτή είναι ορθή εντούτοις δεν καθιστά το εύρημα του Δικαστηρίου τρωτό, έχοντας υπόψη τις άλλες ελλείψεις στη μαρτυρία που επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ιδιαίτερα το ότι βάσισε την εκτίμηση του στην εξ ακοής μαρτυρία, που μόλις πιο πάνω αναφέραμε.

Ορθά, περαιτέρω κατά τη γνώμη μας, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασισθεί ούτε στη μαρτυρία του Μ.Ε.5 Διευθυντή της Kanika Group of Companies, που με βάση τα σχέδια (τεκμ.27) ετοίμασε προσφορά της Kanika Construction Ltd για ανέγερση των αποθηκών αντί του ποσού των £101.000.  Ο μάρτυρας αυτός αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι δεν πήρε κατασκευαστικές λεπτομέρειες και ότι με τα σχέδια και μόνο δεν μπορούσε να ετοιμάσει προσφορά και έπρεπε να πάρει και άλλες πληροφορίες, πληροφορίες που πήρε προφορικά χωρίς να θυμάται όμως αν είχε πάρει και σχέδια για το στατικό οπλισμό της αποθήκης και σχέδια θεμελίων και κολωνών. Τα στοιχεία δε πάνω στα οποία βασίστηκε για να δώσει τη συνολική του προσφορά, δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο.

Ελλείψεις και πολλά τρωτά σημεία επεσήμανε το Δικαστήριο και στη μαρτυρία του Σπύρου Τσιάπα, Μ.Υ.1, που όμως κατά τη γνώμη του δεν καθιστούσε εντελώς αναξιόπιστη τη μαρτυρία του. Όμως το γεγονός τούτο και η περίληψη στη μαρτυρία του εξ  ακοής μαρτυρίας εμπόδιζε το πρωτόδικο Δικαστήριο από του να βασισθεί στο σύνολο της μαρτυρίας του. Επισημαίνει όμως το Δικαστήριο ότι ο Μ.Υ.1 δέχτηκε ότι η επανακατασκευή των αποθηκών θα στοίχιζε το 1990 £42.633 και ότι για τα δεδομένα του 1993 θα ήταν λογική μία αύξηση 13% - 15%, που αν ληφθεί υπόψη η αύξηση 15% δίδει το συνολικό ποσό των £53.655, το οποίο ήταν και τελικά το ποσό που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ της εφεσείουσας.

Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ήταν εντός της διακριτικής του εξουσίας να αξιολογήσει τη μαρτυρία και η αξιολόγηση στην οποία προέβη δεν παρουσιάζει κανένα τρωτό σημείο σε βαθμό που να επιτρέπει επέμβαση μας.  Επιπρόσθετα, η επισήμανση της ύπαρξης εξ ακοής μαρτυρίας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και κατά συνέπεια ορθή είναι και η κατάληξή του.

Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μετά από καταγραφή της αξίας των εμπορευμάτων που βρίσκονταν στις αποθήκες της, η εφεσείουσα ζήτησε την αύξηση του ποσού της ασφάλειας από £65.000 σε £165.000 και οι εφεσίβλητοι, αφού επισκέφθηκαν το χώρο, αποδέχθηκαν την αύξηση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά απέρριψε την απαίτηση της εφεσείουσας αφού βρήκε ότι δεν αποδείχθηκε η αξία των απωλεσθέντων εμπορευμάτων.

Η νομική θέση επί του προκειμένου παρατίθεται στον Ivamy, General Principles of Insurance Law, 4η Έκδοση, στη σελ. 456, όπου αναφέρεται ότι το ποσό της ασφάλειας που αναφέρεται στο ασφαλιστήριο έγγραφο δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα προς το μέτρο της αποζημίωσης. Ως εκ τούτου μπορεί να αγνοηθεί συναφώς, εκτός ως καθορίζον το ανώτατο ποσό για το οποίο οι ασφαλιστές μπορεί να θεωρηθούν υπεύθυνοι (Westminster Fire Office v. Glasgow Provident Investment Society [1888], 13 App.Cas. 699 στη σελ. 711). O ασφαλισμένος πρέπει να αποδείξει την έκταση της αξίας της απώλειάς του και το ποσό στο οποίο δικαιούται θα υπολογιστεί ανάλογα. Το ποσό που υπολογίζεται ως ανωτέρω μπορεί να αντιστοιχεί προς το ποσό της ασφάλειας, αλλά πληρώνεται όχι ως το ποσό που αναφέρεται στην ασφάλεια, αλλά ως το ποσό που έχει αποδειχθεί για πλήρη κάλυψη της απώλειας.

Στην υπόθεση Vance v. Forster [1841], Ir.Cir.Rep.47, στη σελ. 50 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"It has been truly stated that a policy of insurance is a contract of indemnity, and that while the insured may name any sum he likes as the sum for which he will pay a premium, he does not, by so proposing that sum, nor does the company by accepting the risk, conclude themselves as to the amount which the plaintiff is to recover in consequence of the loss - because, although the plaintiff cannot recover beyond the sum insured upon each particular item ... he cannot recover even that sum unless he proves that he has sustained damage, and then he will recover a sum commensurate to the loss which he has sustained; and therefore what the jury have to inquire is, what is the actual damage sustained by the plaintiff on the subjects of insurance in consequence of the fire?"

Σε μετάφραση:

"Έχει ορθά λεχθεί ότι ένα ασφαλιστικό έγγραφο συνιστά σύμβαση κάλυψης, και ότι ενώ ο ασφαλισμένος μπορεί να καθορίσει όποιο ποσό επιθυμεί ως το ποσό για το οποίο θα πληρώσει το ασφάλιστρο, με το να προτείνει εκείνο το ποσό, και η εταιρεία με το να αποδέχεται τον κίνδυνο, δεν δεσμεύουν εαυτούς αναφορικά με το ποσό που ο ενάγων θα ανακτά ως συνέπεια της απώλειας - διότι, παρόλον ότι ο ενάγων δεν μπορεί να ανακτήσει πέραν του ασφαλισμένου ποσού για κάθε ειδικό κοντύλι δεν μπορεί να ανακτήσει ακόμα και το ποσό εκείνο εκτός αν αποδείξει ότι έχει υποστεί ζημιά, και τότε θα ανακτήσει ποσό ανάλογο με την απώλεια που υπέστη. και κατά συνέπεια το τι έχουν να εξετάσουν οι ένορκοι είναι, ποιά είναι η πραγματική ζημιά που υπέστη ο ενάγων στα αντικείμενα της ασφάλισης ως συνέπεια της φωτιάς;"

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε και ανέλυσε τη μαρτυρία επί του θέματος, παρατήρησε ότι η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει την αξία των εμπορευμάτων που ήταν η αξία που είχαν κατά τη στιγμή της φωτιάς (Butter v. Standard Fire Insurance Co [1879] 26 G.R. 341) και ότι ο τρόπος υπολογισμού της ζημιάς είναι ο καθορισμός της αγοραίας αξίας της περιουσίας ή το κόστος επαναφοράς του ασφαλισμένου στη θέση που είχε πριν την πυρκαγιά.

Ακολούθως, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι τα εμπορεύματα που βρίσκονταν μέσα στις αποθήκες είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, αλλά έκρινε ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του σχετικά με την αξία των εμπορευμάτων δεν ήταν ικανοποιητική.

Η βασική μαρτυρία που υπήρχε επί του προκειμένου ήταν εκείνη του ελεγκτή της εφεσείουσας, Μ.Ε.2, ο οποίος ενήργησε ως ελεγκτής της εταιρείας από το Φεβρουάριο του 1989 και αμέσως μετά προέβη σε καταμέτρηση των αποθεμάτων της περιουσίας της εταιρείας, ετοιμάζοντας και το τεκμ.19, στο οποίο φαίνεται η αξία των εμπορευμάτων στις 19.3.89. Γύρω στις 28.2.90 κατέγραψε τα εμπορεύματα που δεν είχαν καταστραφεί από τη φωτιά και την αξία τους και αυτό φαίνεται στο τεκμ.20. Ακολούθως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του και αφού έλαβε υπόψη και ένα ποσοστό κέρδους 22%, όπως εξηγείται στα τεκμ.21 και 22, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξία των εμπορευμάτων που είχαν καταστραφεί ήταν £167.053.  Τον υπολογισμό αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ορθό, νοουμένου όμως ότι η καταμέτρηση ήταν ακριβής και μπορούσε να γίνει αποδεκτή και νοουμένου ότι το ποσοστό κέρδους 22% ήταν επίσης ορθό.

Το Δικαστήριο ορθά παρατηρεί ότι το περιεχόμενο των τεκμ.21 και 22 βασιζόταν πάνω σε πληροφορίες που πήρε ο μάρτυρας από τους διευθυντές της εταιρείας και πάνω σε υπολογισμούς που βασίζονταν στα βιβλία της εταιρείας και σε διάφορα τιμολόγια.  Τα βιβλία όμως της εταιρείας είχαν ετοιμασθεί από τρίτα πρόσωπα και έτσι το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία που είχε δοθεί χωρίς την παρουσίαση των βιβλίων και των τιμολογίων ήταν εξ ακοής μαρτυρία. Περαιτέρω, αναφορικά με την αξία των εμπορευμάτων που περιέχεται στο τεκμ.19, ο μάρτυρας παρεδέχθη ότι και πάλιν αυτός βασίστηκε σε πληροφορίες από τους διευθυντές και σε ορισμένα τιμολόγια που είχε εξετάσει. Ο διευθυντής της εταιρείας στη μαρτυρία του, περαιτέρω, είπε ότι η αξία αγοράς εμπορευμάτων που φαίνονταν στα τεκμ. 4-12 ανερχόταν σε £100.000 και από αυτά είχε πωληθεί το 20% αλλά δεν γνώριζε τί αξία αντιπροσώπευε  αυτό το μέρος των εμπορευμάτων.  Τέλος, επισημαίνοντας ότι για να υπολογιστεί η αγοραία αξία των εμπορευμάτων υπολογίστηκε κέρδος 22% από το Μ.Ε.2 με βάση στοιχεία των βιβλίων της εταιρείας, το Δικαστήριο  έκρινε ότι δεν θα μπορούσε να δεχθεί αυτή τη μαρτυρία γιατί ήταν εξ ακοής μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προφορική μαρτυρία παραβίαζε τον κανόνα εξ ακοής μαρτυρίας και η υπόλοιπη μαρτυρία πάνω στο θέμα δεν ήταν ικανοποιητική για να επιτρέψει κατάληξη σε ασφαλές συμπέρασμα. Ως εκ τούτου απέρριψε την απαίτηση της εφεσείουσας.

Συμφωνούμε με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου.  Το βάρος απόδειξης της αξίας των καταστραφέντων εμπορευμάτων βρισκόταν στους ώμους της εφεσείουσας και εν όψει της ορθής κατάληξης του Δικαστηρίου σχετικά με το ότι η εκδοχή της εφεσείουσας βασιζόταν σε εξ ακοής μαρτυρία, απέτυχε να το αποσείσει.  Επισημαίνουμε επιπρόσθετα ότι, παρόλον ότι υπήρχε κάποια μαρτυρία αναφορικά με τις αγορές που έγιναν από την εφεσείουσα μετά την πυρκαγιά,  εντούτοις δεν υπήρξε μαρτυρία για την αξία εμπορευμάτων που πωλήθηκαν την περίοδο αυτή.  Σημειώνουμε επίσης και πάλι την παράλειψη της εφεσείουσας να παρουσιάσει τα βιβλία της εταιρείας καθώς και όλα τα σχετικά τιμολόγια για να δημιουργηθεί το αποδεκτό υπόβαθρο της εκδοχής της. Βρίσκουμε κατά συνέπεια ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση μας στα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ούτε σ' αυτό το θέμα.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΚΕΡΔΩΝ

Παρόμοια είναι η κατάληξη μας και σε αυτό το ζήτημα.  Ορθή ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, αφού ο υπολογισμός του απωλεσθέντος κέρδους βασιζόταν σε καταχωρήσεις σε βιβλία που είχαν γίνει από άλλα πρόσωπα και όχι από το μάρτυρα, ήταν εξ ακοής μαρτυρία και συνεπακόλουθα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Η απόρριψη της απαίτησης και στο θέμα  αυτό ήταν ως εκ τούτου ορθή.

Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο