ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1534

22 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.            ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ                      ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ

   ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΠΑΡΙΚΤΙΩΝΗΣ

   ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

2.            ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΝΙΚΟΛΑ ΦΟYΑΡΤΑ,

3.            ΤΡΙΣΗΛΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

Eφεσείοντες-Eνάγοντες,

ν.

1. ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΕΞΗ

   ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΕΞΗ,

2. ΑΝΝΑΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,

Eφεσιβλήτων-Eναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9723)

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Έκθεση Απαιτήσεως — Πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή — Η μαρτυρία πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο των δικογράφων — Το Δικαστήριο οφείλει να διατηρεί την εποπτεία της διαδικασίας και να μην επιτρέπει εκτροπή από την καθιερωμένη πρακτική.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας — Πολλαπλότητα στη διαδικασία την οποία χρησιμοποίησαν οι ενάγοντες για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους — Ενώ εκκρεμούσε έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, εκδικάζετο η αγωγή τους για παράνομη επέμβαση.

Ακίνητη Ιδιοκτησία — Εξουσία του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για διόρθωση λαθών και παραλείψεων στα Μητρώα Κτηματολογίου ή σε πιστοποιητικά εγγραφής — Εφέσεις κατά των αποφάσεών του — Άρθρα 61 και 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 — Εφαρμοστέες αρχές.

Αντικείμενο της αγωγής, η οποία εφεσιβλήθηκε με την παρούσα έφεση, ήταν η κατ' ισχυρισμό αυθαίρετη και παράνομη επέμβαση των εναγομένων - εφεσιβλήτων στα κτήματα που οι ενάγοντες - εφεσείοντες διεκδικούσαν ως δικά τους.  Εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των κτημάτων αυτών ήταν οι εφεσίβλητοι.

Η βασικότερη μαρτυρία που προσήχθη, κατά την ακρόαση, ήταν αυτή του λειτουργού του Κτηματολογίου, ο οποίος υποστήριξε την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία ήταν υπέρ των θέσεων των εφεσιβλήτων σε ό,τι αφορούσε ιδιοκτησία των κτημάτων και εναντίον των ισχυρισμών των εφεσειόντων, όπως αυτοί προβάλλονταν στην αγωγή.

Η υπό έφεση αγωγή καταχωρήθηκε μετά την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου.  Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει έφεση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 224.  Όταν δε το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της υπό συζήτηση αγωγής, η έφεση των εναγόντων-εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του Διευθυντή εκκρεμούσε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Στη συνέχεια επελήφθη της έφεσης εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Kτηματολογίου την οποία επίσης απέρριψε. H παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης της αγωγής. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η αγωγή ορθά απερρίφθη, αποφάνθηκε όμως ότι υπήρχαν και άλλοι νομικοί λόγοι για την απόρριψή της, οι οποίοι είτε παραγνωρίστηκαν, είτε δεν συζητήθηκαν, είτε διέλαθαν της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:

1.  Στην έκθεση απαιτήσεως δεν διαγράφονταν με σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζετο η αγωγή.  Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ήταν γενικοί και αόριστοι.  Δεν καθόριζαν, για παράδειγμα, με κάποια ακρίβεια πότε χρονικά άρχισε η επέμβαση και/ή την έκταση των κτημάτων την οποία οι εφεσείοντες διεκδικούσαν ως δική τους. Με αυτή την ελλειμματική σε περιεχόμενο έκθεση απαιτήσεως δεν έπρεπε να επιτραπεί στους εφεσείοντες κατά τη δίκη να προσκομίσουν μαρτυρία και να αναφερθούν στο ιστορικό της ιδιοκτησίας των επιδίκων κτημάτων από το 1917, για να αποδείξουν την επέμβαση των εφεσιβλήτων στα κτήματα τα οποία περιλαμβάνονταν στους δικούς τους τίτλους εγγραφής. Το Δικαστήριο δεν διατήρησε την εποπτεία της διαδικασίας, ως όφειλε να πράξει, και επέτρεψε εκτροπή από την καθιερωμένη πρακτική.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου με την πολλαπλότητα της διαδικασίας, αλλά διέλαθε της προσοχής του και η σαφής πρόνοια στο Άρθρο 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου.  Δυνάμει της εν λόγω πρόνοιας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε προχωρήσει στην ακρόαση της αγωγής των εφεσειόντων εφόσον εκκρεμούσε η έφεσή τους εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, με την οποία είχαν υιοθετηθεί οι θέσεις των αντιδίκων τους ως προς την ιδιοκτησία των επιδίκων κτημάτων και απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί τους, όπως αυτοί προβάλλονταν στην αγωγή.

3.  Η καταληκτική αναφορά του δικαστή στο πρακτικό πως: "Τα δικαιώματα των διαδίκων παραμένουν αλώβητα ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης 881/80, η οποία είναι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς εφέσεως" δεν έχει νομική σημασία, ενόψει της απόφασης του Διευθυντή, η οποία συνεχίζει να παραμένει νόμιμη και δεσμευτική.

4.  Η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι βάσει του Άρθρου 61 του Κεφ. 224, ο Διευθυντής δεν είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει ουσιαστικά ζητήματα διαφοράς στην έκταση της ιδιοκτησίας των διαδίκων, θα μπορούσε να γίνει στην έφεση που καταχώρησαν οι εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Διευθυντή.  Αν δε το Επαρχιακό Δικαστήριο την έκρινε ορθή, θα επέτρεπε την έφεση και θα ακύρωνε την απόφαση του Διευθυντή.  Τότε θα προχωρούσε η διαφορά των διαδίκων με αγωγή, όμως αυτό δεν έγινε.  Αντίθετα, οι εφεσείοντες, ενώ εκκρεμούσε η έφεσή τους εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, καταχώρησαν την υπό έφεση αγωγή η οποία και προχώρησε μέχρι την έκδοση της απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Aναστασίου, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 30 Aπριλίου, 1986 (Aρ. Aγωγής 881/80), με την οποία απορρίφθηκε αγωγή των εναγόντων για δήλωση του Δικαστηρίου ότι αυτοί είναι οι μόνοι νόμιμοι ιδιοκτήτες ορισμένων περιουσιών στο χωριό Έμπα. Περαιτέρω, εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου που απαγόρευε στους εναγομένους να επεμβαίνουν στις πιο πάνω περιουσίες.

Ελ. Κορακίδης, για τους Eφεσείοντες.

Κ. Δημητριάδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στην πορεία της υπόθεσης ενώπιον του πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου έγιναν σοβαρά λάθη, ως αποτέλεσμα της παράβασης των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και των διατάξεων του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή Εγγραφή και Εκτίμησης) Νόμου, Κεφ.224, όπως τροποποιήθηκε. Προχειρότητα στην παρουσίαση της υπόθεσης στο στάδιο των εγγράφων προτάσεων και στην ακροαματική διαδικασία, παρέσυραν και το Δικαστήριο σε βαθμό που διέλαθαν της κρίσης του σοβαρά νομικά ζητήματα που εγείρονταν αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην αγωγή των εφεσειόντων, που τελικά ορθά απορρίφθηκε. Έχουμε όμως τη γνώμη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να φθάσει σ' αυτό το αποτέλεσμα και για άλλους νομικούς λόγους, που συζητούμε παρακάτω: Στην Έκθεση Απαιτήσεως των εφεσειόντων, που διατυπώθηκε σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο, ο βασικός ισχυρισμός περιέχεται στην παράγραφο 5, που λέγει:

"Οι εναγόμενοι όλως αυθαιρέτως και παρανόμως κατά τα τελευταία χρόνια επεμβαίνουν και εξακολουθούν παρά τας διαμαρτυρίας των εναγόντων να επεμβαίνουν καθημερινώς επί των άνω περιουσιών των εναγόντων, της επεμβάσεως των συνισταμένης ότι κατέλαβον έκτασιν αρκετήν εκ των άνω κτημάτων την οποίαν διεκδικούν ως ιδικήν των, έκτισαν επ' αυτής παρανόμως, και αυθαιρέτως, χρησιμοποιούν μέρος ταύτης δια παράνομον διάβασιν και γενικώς επηρεάζουν καθημερινώς περιουσίαν άνω των £5,000 χιλιάδων λιρών ανήκουσαν εις ενάγοντας."

Διαβάζοντας τα πιο πάνω διαπιστώνουμε πως προβάλλονται αόριστοι ισχυρισμοί, με διπλωματικό, θα λέγαμε, τρόπο, έτσι που το δικόγραφο να απέχει πολύ από τον ενδεδειγμένο τρόπο σύνταξης, που καθορίζουν οι σχετικοί κανονισμοί.  Στον ισχυρισμό π.χ. πως οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι: "όλως αυθαιρέτως και παρανόμως κατά τα τελευταία χρόνια επεμβαίνουν ........." δεν καθορίζεται με κάποια ακρίβεια πότε χρονικά άρχισε η επέμβαση.  Στις επόμενες γραμμές διαβάζουμε: "της επεμβάσεως των συνισταμένης ότι κατέλαβον έκτασιν αρκετήν εκ των άνω κτημάτων την οποίαν διεκδικούν ως ιδικήν των".  Απ' αυτό μπορεί να αντιληφθεί κάποιος πως υπάρχει σοβαρή διαφορά μεταξύ των διαδίκων ως προς την έκταση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, χωρίς να εντοπίζεται όμως η πραγματική βάση της διαφοράς. Τέλος, αναφέρεται πως η παράνομη επέμβαση συνίσταται στο γεγονός ότι οι εναγόμενοι - εφεσίβλητοι ανήγειραν οικοδομές πάνω στην περιουσία των εφεσειόντων και πως χρησιμοποιούν μέρος της ως διάβαση.  Δεν ανεγείρονται όμως οικοδομές από τη μια μέρα στην άλλη, και η ισχυριζόμενη επέμβαση θα έπρεπε να είχε προσδιοριστεί χρονικά στην Έκθεση Απαιτήσεως, έτσι που να διαγράφονται σ' αυτή με σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή. 

Μ' αυτή λοιπόν την ελλειμματική σε περιεχόμενο Έκθεση Απαιτήσεως, επετράπη στους εφεσείοντες κατά τη δίκη να προσκομίσουν μαρτυρία και να αναφερθούν στο ιστορικό της ιδιοκτησίας των επιδίκων κτημάτων από το 1917, για να αποδείξουν πως οι εφεσίβλητοι επεμβαίνουν σ' αυτά, μολονότι περιλαμβάνονται στους δικούς τους τίτλους εγγραφής.  Παρουσιάστηκε δε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κυκεώνας μαρτυρικού υλικού για διαφορά που άρχισε, όπως βλέπουμε από την πρωτόδικη απόφαση από το 1931, οι δε οικοδομές, που κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων επεμβαίνουν στα κτήματα τους, κτίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1950.

Οι διάδικοι φέρουν βέβαια την ευθύνη παρουσίασης της υπόθεσης τους στο Δικαστήριο, με τη διαδικασία που προβλέπεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας και την επικρατούσα πρακτική. Το Δικαστήριο όμως διατηρεί την εποπτεία της διαδικασίας και δεν επιτρέπει εκτροπή από την καθιερωμένη πρακτική.  Στην περίπτωση που εξετάζουμε οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν στην Έκθεση Απαιτήσεως, όπως διατυπώνονται στη σχετική παράγραφο που παραθέσαμε πιο πάνω, δεν επέτρεπαν το άπλωμα της υπόθεσης στην έκταση που παρουσιάστηκε.

Άλλο, ακόμη πιο σοβαρό ολίσθημα στην υπόθεση, είναι και τούτο.  Στην Έκθεση Απαιτήσεως αναφέρεται πως ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με απόφαση του, που ελήφθη στις 7.12.77, διόρθωσε το μητρώο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και τα πιστοποιητικά εγγραφής της ιδιοκτησίας των διαδίκων, και άλλων ιδιοκτητών που δεν ήσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε να καταγράφεται στα πιο πάνω έγγραφα η πραγματική ιδιοκτησία τους. Τούτο έγινε μετά από σειρά επιτοπίων εξετάσεων. Η απόφαση αυτή είναι υπέρ των θέσεων των εφεσιβλήτων σε ότι αφορά την ιδιοκτησία τους, και εναντίον των ισχυρισμών των εφεσειόντων, όπως αυτοί προβάλλονται στην αγωγή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Ας σημειωθεί ότι η υπό έφεση αγωγή καταχωρίστηκε στις 26.9.80, μετά δηλαδή την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου.  Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει έφεση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Διευθυντή, την 99/77, σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κεφ.224. Όταν δε το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της υπό συζήτηση  αγωγής, η έφεση των εναγόντων-εφεσειόντων, εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, εκκρεμούσε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συζήτησε καθόλου τις νομικές επιπτώσεις της πιο πάνω κατάστασης, μολονότι ηγέρθη στην Έκθεση Υπεράσπισης. Όχι μόνο δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα όπως εγειρόταν, της κατάχρησης δηλαδή της διαδικασίας του Δικαστηρίου με την πολλαπλότητα της διαδικασίας, αλλά διέλαθε της προσοχής του και η σαφής πρόνοια στο άρθρο 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας  (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, που προβλέπει τα εξής:

"Παν πρόσωπον έχον παράπονον καθ' οιασδήποτε διαταγής, ειδοποιήσεως ή αποφάσεως του Διευθυντού διενεργηθείσης, δοθείσης ή ληφθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως εις αυτόν της τοιαύτης διαταγής, ειδοποιήσεως ή αποφάσεως να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώση επ' αυτής τοιούτο διάταγμα ως ήθελεν είναι δίκαιον αλλά, εκτός δι' εφέσεως ως προνοείται εν τω παρόντι άρθρω, ουδέν Δικαστήριο επιλαμβάνεται οιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας εφ' οιουδήποτε ζητήματος εν σχέσει προς ό ο Διευθυντής κέκτηται εξουσία να ενεργή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου."

(υπογράμμιση δική μας).

Μετά την έκδοση της υπό έφεση απόφασης στις 21.12.95, το Δικαστήριο επελήφθη στις 3.4.97 της έφεσης 99/77, εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, που όπως είπαμε πιο πάνω εκκρεμούσε ενώπιον του.  Θα παραθέσουμε αυτούσιο το πρακτικό του Δικαστηρίου, γιατί έχει σημασία σ΄αυτό που θα πούμε παρακάτω.

"Η αίτηση αυτή που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για ακρόαση στην παρουσία του κ. Ε. Κορακίδη δικηγόρου για τους εφεσείοντες - αιτητές και του κ.Γ.Δρουσιώτη δικηγόρου για τους εφεσιβλήτους - καθ' ης η αίτηση, το Δικαστήριο τούτο αφού άκουσε όλα όσα ελέχθησαν από ή από μέρους των διαδίκων αντίστοιχα.

ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως η έφεση απορριφθεί και δια του παρόντος απορρίπτεται.

Τα δε δικαιώματα των διαδίκων παραμένουν αλώβητα ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης 881/80 η οποία είναι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς εφέσεως.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

Οποιαδήποτε προηγούμενη διαταγή για έξοδα ακυρώνεται."

Το νομικό, κατά τη γνώμη μας, αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης είναι πως η έφεση των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, που ήταν υπέρ των θέσεων των εφεσιβλήτων, απορρίφθηκε.  Η απόφαση επομένως του Διευθυντή, αντικείμενο της έφεσης, παραμένει νόμιμη και δεσμευτική. Η καταληκτική αναφορά του δικαστή στο πρακτικό πως: "δικαιώματα των διαδίκων παραμένουν αλώβητα ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης 881/80 η οποία είναι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς εφέσεως", είναι χωρίς οποιαδήποτε νομική σημασία, γιατί μήτε οι διάδικοι, αλλά ούτε και το Δικαστήριο είχαν οποιαδήποτε αρμοδιότητα να κρίνουν και αποφασίσουν  κατά πόσον τα δικαιώματα των διαδίκων έμεναν "αλώβητα", επειδή, κατά την άποψη μας, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, όπως είπαμε πιο πριν, με την απόρριψη της έφεσης παραμένει νόμιμη και δεσμευτική η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας

Κατά την ακρόαση της έφεσης υποδείξαμε τα πιο πάνω στο δικηγόρο των εφεσειόντων, ο οποίος μας είπε πως ο Διευθυντής δεν είχε  αρμοδιότητα, βάσει του άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, να αποφασίσει ουσιαστικά ζητήματα διαφοράς στην έκταση της ιδιοκτησίας των διαδίκων.  Είναι η γνώμη μας πως τέτοια εισήγηση θα μπορούσε να γίνει στην έφεση, που καταχώρισαν οι εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Διευθυντή.  Αν δε το Επαρχιακό Δικαστήριο την έκρινε ορθή, θα επέτρεπε την έφεση και θα ακύρωνε την απόφαση του Διευθυντή.  Τότε θα προχωρούσε η διαφορά των διαδίκων με αγωγή. Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, οι εφεσείοντες, ενώ εκκρεμούσε η έφεση τους εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, κατεχώρισαν την υπό έφεση αγωγή η οποία και προχώρησε μέχρι της έκδοσης της απόφασης.

Ενόψει των ανωτέρω η έφεση πρέπει να απορριφθεί.  Ας πούμε όμως και ολίγα επί της ουσίας της υπόθεσης.  Η βασικότερη μαρτυρία που προσήχθη, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αγωγής, ήταν αυτή του λειτουργού του κτηματολογίου ο οποίος υποστήριξε την απόφαση του Διευθυντή, που εκδόθηκε στις 7.12.77, και που αφορούσε την ιδιοκτησία των διαδίκων.  Το Δικαστήριο έκρινε, αφού αξιολογήσε όλη την ενώπιον του μαρτυρία,  πως οι εφεσείοντες όχι μόνο απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους, αλλά οι θέσεις των εφεσιβλήτων, αναφορικά με την ιδιοκτησία τους, ήταν ορθή.   Δεν ελέχθη τίποτε ενώπιον μας που να δικαιολογεί την ανατροπή των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο