ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 1 ΑΑΔ 1133

25 Μαΐου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

RILKEN S.A.,

Εφεσείοντες,

v.

P. TSIORVAS TRADING CO. LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9324)

 

Αποζημιώσεις — Ονομαστικές αποζημιώσεις — Παράβαση συμφωνίας πώλησης εμπορευμάτων από "πόρτα σε πόρτα" — Μέτρο αποζημιώσεων — Το αθώο μέρος— Οι αγοραστές των εμπορευμάτων, που θα τα πωλούσαν με τον πιο πάνω τρόπο, δεν απέδειξαν τη ζημιά που προέκυψε από την παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους των προμηθευτών — Αποφασίστηκε κατ' έφεση η επιδίκαση στους αγοραστές ονομαστικών αποζημιώσεων μόνο.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Καθορίζουν τα επίδικα θέματα — Μαρτυρία που δεν καλύπτεται απο τα δικόγραφα πρέπει να αγνοείται από το Δικαστήριο.

Αντικείμενο της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων ήταν καλλυντικά τα οποία οι εφεσείοντες (πωλητές) κατασκεύασαν στην Ελλάδα και τα οποία οι εφεσίβλητοι (αγοραστές) που τα παράγγειλαν, θα εισήγαγαν στην Κύπρο για πώληση από "πόρτα σε πόρτα". Σύμφωνα με αναντίλεκτη μαρτυρία, τα καλλυντικά συσκευασμένα σε 127 χαρτοκιβώτια, έφτασαν στην Κύπρο το Μάϊο του 1991, τοποθετήθηκαν σε αποθήκη αποταμίευσης στις 17.6.1991, εκτελωνίστηκαν 51 χαρτοκιβώτια την 1.7.1991, 4 χαρτοκιβώτια την 3.10.1991 και 3 χαρτοκιβώτια την 28.2.1992, ενώ τα υπόλοιπα 69 εξήχθηκαν στην Βουλγαρία.

Οι εφεσείοντες τερμάτισαν τη σύμβαση και καταχώρησαν αγωγή στην οποία ισχυρίζονταν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραλείψει να παράσχουν, όπως προέβλεπε η διευθέτησή τους, ανέκκλητη τραπεζική εγγύηση. Αυτός ήταν ο λόγος που επικαλούνταν για να εξηγήσουν τον από μέρους τους τερματισμό της συμφωνίας και τη διεκδίκηση αποζημιώσεων. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την καταλογισθείσα σ' αυτούς παράβαση και ισχυρίσθηκαν ότι υπήρχε μεταξύ τους συμφωνία γενικής συνεργασίας στη βάση της οποίας είχε γίνει όχι μόνο η ματαιωθείσα παραγγελία, αλλά και άλλη παλαιότερη ήδη εκτελεσθείσα. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο τερματισμός της σύμβασης από τους εφεσείοντες ήταν αδικαιολόγητος και συνιστούσε παράβαση από μέρους των τελευταίων τόσο της επί μέρους συμφωνίας πώλησης όσο και της γενικής συμφωνίας συνεργασίας, με αποτέλεσμα να υποστούν οι ίδιοι απώλεια και ζημία, για την οποία ήγειραν ανταπαίτηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δε δικαιολογείτο ο τερματισμός της συμφωνίας,  οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνοντο για παράβαση συμφωνίας και η απαίτηση των εφεσειόντων έπρεπε να απορριφθεί. Επίσης ότι οι εφεσίβλητοι στοιχειοθέτησαν τον ισχυρισμό τους περί προηγηθείσας γενικής συμφωνίας συνεργασίας, την οποία οι εφεσείοντες παρέβησαν με τον τερματισμό, προκαλώντας τους ζημία. Η αποδειχθείσα ζημία περιοριζόταν στη δαπάνη στην οποία οι εφεσίβλητοι προέβησαν, στη βάση της γενικής συμφωνίας, ώστε να καταστεί δυνατή η προβλεφθείσα "από πόρτα σε πόρτα" διάθεση των προϊόντων στην Κύπρο. Το ύψος της ζημίας μπορούσε να καθορισθεί με αναφορά στη μαρτυρία των μαρτύρων πλήν εκείνης του διευθυντή των εφεσιβλήτων, οι οποίοι κατέθεσαν σχετικά με τη δαπάνη. Η αγωγή απορρίφθηκε και εκδόθηκε απόφαση σε μέρος της ανταπαίτησης, με έξοδα.

Τα δύο δυσμενή για τους εφεσείοντες ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τη μεταξύ των μερών αλληλογραφία προκύπτει ότι οι εφεσείοντες απέδιδαν σημασία στην τύχη της πρώτης παραγγελίας γιατί, με βάση τη γενική συμφωνία, φαίνεται να αναγνωριζόταν και δικό τους συμφέρον σ' ό,τι αφορούσε την προώθηση των προϊόντων τους στην Κυπριακή αγορά. Όμως δεν ήγειραν απαίτηση για παράβαση των εφεσιβλήτων στον τομέα διάθεσης των προϊόντων και ως εκ τούτου η δίκη έπρεπε να περιοριστεί μόνο στα επίδικα θέματα των γραπτών προτάσεων.

2.  Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προς την παράλειψη των εφεσιβλήτων για παροχή τραπεζικής εγγύησης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δε θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη επί της βάσης αυτής στους εφεσιβλήτους. Η απόρριψη της απαίτησης καθίστατο ως εκ τούτου αναπόφευκτη.

3.    Η απόδοση ευθύνης για παράβαση συμφωνίας στους εφεσείοντες ήταν ορθή ενόψει της υπαναχώρησης των εφεσειόντων κατόπιν της νέας διευθέτησης που έγινε για τραπεζική εγγύηση. Ο καθορισμός της ζημίας που προέκυψε από την εν λόγω παράβαση ήταν ορθός. Όμως δεν υπήρχε οτιδήποτε που να διαφωτίζει αναφορικά με το βαθμό διάθεσης προϊόντων, ώστε να συναρτηθεί αυτός με ανάλογο μέρος της δαπάνης ως το μέτρο της όποιας ζημιάς. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος της έφεσης ευσταθεί.

     Η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει. Η πρωτόδικη απόφαση στην ανταπαίτηση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση για ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £10.-. Τα έξοδα της πρωτόδικης απόφασης παραμένουν. Το ήμισυ των εξόδων της έφεσης επιδικάζεται προς όφελος των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με το ήμισυ των εξόδων υπέρ των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαλλής, Π.E.Δ. και Eρωτοκρίτου, E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 3844/92) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας πώλησης εμπορευμάτων.

Ξ. Ξενόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Αριστείδου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες κίνησαν αγωγή με την οποία αξίωναν από τους εφεσίβλητους αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας πώλησης εμπορευμάτων. Επρόκειτο περί καλλυντικών τα οποία οι εφεσείοντες κατασκεύασαν στην Ελλάδα και τα οποία οι εφεσίβλητοι, που τα παράγγειλαν, θα εισήγαγαν στην Κύπρο.  Στην αγωγή τους οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραλείψει να παράσχουν, όπως προέβλεπε η διευθέτηση τους, ανέκκλητη τραπεζική εγγύηση. Αυτή ήταν η μόνη παράβαση την οποία επικαλούνταν για να εξηγήσουν τον από μέρους τους τερματισμό της συμφωνίας και την εν συνεχεία διεκδίκηση αποζημιώσεων. Οι εφεσίβλητοι, στην υπεράσπισή τους, αρνήθηκαν την καταλογισθείσα σ' αυτούς παράβαση και πρόσθεσαν ισχυρισμό για προηγηθείσα γενική συμφωνία συνεργασίας στη βάση της οποίας είχε γίνει όχι μόνο η ματαιωθείσα παραγγελία αλλά και άλλη παλαιότερη, ήδη εκτελεσθείσα. Προέβαλαν δε ότι ο τερματισμός στον οποίο προέβησαν οι εφεσείοντες, ο αδικαιολόγητος ενόψει της έλλειψης δικής τους υπαιτιότητας, συνιστούσε παράβαση από μέρους των εφεσειόντων τόσο της επί μέρους συμφωνίας πώλησης όσο και της γενικής συμφωνίας συνεργασίας. Διατείνονταν, τέλος, ότι συνεπεία αυτής της παράβασης υπέστησαν οι ίδιοι απώλεια και ζημία. Διατύπωσαν δε σχετική ανταπαίτηση.

Το δικαστήριο κατέληξε, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, στα εξής:

α) Παρόλον που οι εφεσίβλητοι, λόγω οικονομικής αδυναμίας σημαντικής διάρκειας, δεν έδωσαν την προβλεφθείσα τραπεζική εγγύηση για το σύνολο της αξίας της παραγγελίας και εντός του ορισθέντος χρόνου, εντούτοις οι εφεσείοντες, που ως τότε δεν προέβησαν σε οποιοδήποτε τερματισμό, αποδέχθηκαν την εγγύηση - για μικρότερο μέρος της παραγγελίας - την οποία οι εφεσίβλητοι εν τέλει εξασφάλισαν και τους πρόσφεραν, γεγονός που προέκυπτε συμπερασματικά από τη διαπραγμάτευση όρων - αύξηση τιμής και παράταση ισχύος της προταθείσας εγγύησης - στους οποίους οι εφεσείοντες συγκατένευσαν. Εκκρεμούσας της ισχύος της εν λόγω τραπεζικής εγγύησης και ενώ οι εφεσείοντες ζήτησαν την περαιτέρω παράταση της, δεν εδικαιολογείτο χωρίς ο,τιδήποτε άλλο ο τερματισμός στον οποίο οι εφεσείοντες προέβησαν στις 8 Ιουλίου 1992 με την καταχώρηση της αγωγής.  Ως αποτέλεσμα, οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονταν για παράβαση συμφωνίας και η απαίτηση των εφεσειόντων για αποζημιώσεις έπρεπε να απορριφθεί.

β) Οι εφεσίβλητοι στοιχειοθέτησαν τον ισχυρισμό τους περί προηγηθείσας γενικής συμφωνίας συνεργασίας την οποία οι εφεσείοντες παρέβησαν με τον τερματισμό, προκαλώντας στους εφεσίβλητους ζημία. Η αποδειχθείσα ζημία περιοριζόταν εν προκειμένω στη δαπάνη στην οποία οι εφεσίβλητοι προέβησαν στη βάση της γενικής συμφωνίας ώστε να καταστεί δυνατή η προβλεφθείσα "από πόρτα σε πόρτα" διάθεση των προϊόντων στην Κύπρο. Το ύψος της ζημιάς μπορούσε να καθοριστεί με αναφορά στη μαρτυρία όχι του διευθυντή των εφεσιβλήτων Πέτρου Τσιορβά ο οποίος δεν θεωρήθηκε αξιόπιστος, αλλά των υπολοίπων μαρτύρων οι οποίοι κατέθεσαν σχετικά με τη δαπάνη. 

Το δικαστήριο απέρριψε λοιπόν την απαίτηση και εξέδωσε απόφαση σε μέρος της ανταπαίτησης με έξοδα. Με την παρούσα έφεση προσβάλλονται και οι δύο πρωτόδικες, δυσμενείς για τους εφεσείοντες, καταλήξεις όπως και μια άλλη που αφορούσε τις αποζημιώσεις τις οποίες αξίωναν και που θα αποκτούσε σημασία μόνο σε περίπτωση επιτυχίας τους στο θέμα  της ευθύνης.

Παρατηρούμε κατ' αρχάς ότι η θέση των εφεσιβλήτων περί προηγηθείσας γενικής συμφωνίας υποστηριζόταν όχι μόνο από τη μαρτυρία του διευθυντή τους αλλά και από αντικειμενική μαρτυρία υπό μορφή κατατεθέντων εγγράφων όπως και από τη μαρτυρία του γενικού διευθυντή των εφεσειόντων, παρόλον που υπήρχε μεταξύ των δύο πλευρών διαφορά αναφορικά με το ακριβές περιεχόμενο και κατ' επέκταση το τί συνεπαγόταν η γενική συμφωνία. Κατά τη δίκη την επικαλέστηκαν μάλιστα και οι ίδιοι οι εφεσείοντες για να υποστηρίξουν ότι ο από μέρους τους τερματισμός εδικαιολογείτο ενόψει επιπλέον και παράβασης από μέρους των εφεσιβλήτων κάποιου όρου της γενικής συμφωνίας αναφορικά με τη διάθεση των καλλυντικών στην Κύπρο. Η θέση των εφεσειόντων περί της εν λόγω άλλης παράβασης λάμβανε υπόψη ότι, παρά το σχετικά μεγάλο διάστημα που διέρρευσε, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ακόμα εκτελωνίσει για διάθεση στην Κύπρο παρά μόνο μέρος των καλλυντικών που τους αποστάληκαν ως αποτέλεσμα της πρώτης παραγγελίας. Σύμφωνα με αναντίλεκτη μαρτυρία, τα υπό αναφορά καλλυντικά, συσκευασμένα σε 127 χαρτοκιβώτια, έφτασαν στην Κύπρο τον Μάϊο του 1991, τοποθετήθηκαν σε αποθήκη αποταμίευσης στις 17 Ιουνίου 1991, εκτελωνίστηκαν 51 χαρτοκιβώτια την 1 Ιουλίου 1991, 4 χαρτοκιβώτια την 3 Οκτωβρίου 1991 και 3 χαρτοκιβώτια την 28 Φεβρουαρίου 1992, ενώ τα υπόλοιπα 69 εξήχθησαν την 9 Αυγούστου 1993 στη Βουλγαρία. 

Προκύπτει από τη μεταξύ των μερών αλληλογραφία ότι οι εφεσείοντες απέδιδαν σημασία στην τύχη της πρώτης παραγγελίας γιατί, με βάση τη γενική συμφωνία φαίνεται να αναγνωριζόταν και δικό τους συμφέρον σε ό,τι αφορούσε την προώθηση των προϊόντων τους στην Κυπριακή αγορά. Και μέχρι τέλους επέμεναν στην παρακολούθηση της κατάστασης για να δύνανται να τοποθετηθούν.  Με την τελευταία επιστολή τους, ημερ. 3 Ιουλίου 1992, ζήτησαν από τους εφεσίβλητους, πέρα από την παράταση ισχύος - μέχρι 30 Ιουλίου 1992 - της προσφερθείσας από τους εφεσίβλητους τραπεζικής εγγύησης,  και το εξής: "Αποστολή των στοιχείων που να αποδεικνύουν (διασάφηση κ.λ.π.) ότι έχετε παραλάβει τα εμπορεύματα της πρώτης φόρτωσης 23/5/91." Ωστόσο, δεν στήριξαν την απαίτησή τους σε παράβαση των εφεσιβλήτων στον τομέα διάθεσης των προϊόντων. Ορθά λοιπόν ήταν που πρωτόδικα δεν λήφθηκε υπόψη η από μέρους τους επίκληση τέτοιας παράβασης. Όπως υπέδειξε το δικαστήριο, η δίκη περιοριζόταν, κατ' ακολουθίαν νομολογημένης αρχής, σε μόνο ό,τι εκτίθετο στις γραπτές προτάσεις.

Ως προς τη θέση των εφεσειόντων, που διατυπώνεται στην έκθεση απαίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να τους παράσχουν τραπεζική εγγύηση με αποτέλεσμα να είναι ένοχοι παράβασης, η πρωτόδικη κατάληξη ήταν και πάλι δικαιολογημένη. Ο τρόπος με τον οποίο οι εφεσείοντες τοποθετήθηκαν σε σχέση με την προταθείσα από τους εφεσίβλητους τραπεζική εγγύηση - ενώ είχαν αρχικά κάθε δικαίωμα να τοποθετούνταν διαφορετικά - οδηγούσε εύλογα στο συμπέρασμα περί αποδοχής της. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να αποδοθεί επί αυτής της βάσης ευθύνη στους εφεσίβλητους. Η απόρριψη της απαίτησης καθίστατο αναπόφευκτη. 

Ως προς την ανταπαίτηση, με δεδομένη πλέον την υπαναχώρηση των εφεσειόντων κατόπιν της νέας διευθέτησης για τραπεζική εγγύηση, προέκυπτε δική τους ευθύνη έναντι των εφεσιβλήτων για παράβαση συμφωνίας. Απέμενε ως μόνο θέμα το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι απέδειξαν απώλεια ή ζημία.

Το δικαστήριο θεώρησε ότι η δαπάνη στην οποία είχαν προβεί οι εφεσίβλητοι με σκοπό να καταστεί δυνατή η λειτουργία του συστήματος διάθεσης των προϊόντων από πόρτα σε πόρτα, εντασσόταν σε ό,τι  τα μέρη θα πρέπει να είχαν κατά νου με βάση τη γενική συμφωνία συνεργασίας.  Δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε αδυναμία σε αυτή την προσέγγιση. Ούτε και διακρίνουμε σφάλμα στο εύρημα του δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος της δαπάνης στην οποία προέβησαν οι εφεσίβλητοι.

Ωστόσο, το δικαστήριο δεν συσχέτισε τη δαπάνη προς την ύπαρξη ή όχι δυνατότητας των εφεσιβλήτων να προωθήσουν τον σκοπό για τον οποίο είχαν προβεί εξ αρχής στη δαπάνη.  Οι εφεσίβλητοι για να επιτύγχαναν θα έπρεπε να είχαν καταδείξει πως θα ήταν εύλογο να αναμενόταν ότι η δαπάνη θα είχε αντίκρυσμα. Σε αυτό απέτυχαν. Τα αποτελέσματα μέχρι του τερματισμού ήταν, καθώς προκύπτει, πενιχρά. Το ότι απέφευγαν μέχρι τέλους να πληροφορήσουν τους εφεσείοντες αναφορικά με την τύχη της πρώτης παραγγελίας δεν μπορεί να είχε εξήγηση άλλη από την απροθυμία τους να αποκαλύψουν στους εφεσείοντες ακριβώς αυτή τη δυσμενή γι' αυτούς πραγματικότητα. Ούτε και έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου ο,τιδήποτε από το οποίο να εξάγεται συμπέρασμα για μια καλύτερη προοπτική στο μέλλον.  Βέβαια, κάποια διάθεση προϊόντων είχε ήδη γίνει και ενδεχόταν να συνεχιστεί.  Δεν υπάρχει όμως ο,τιδήποτε που να διαφωτίζει αναφορικά με το βαθμό ώστε να συναρτηθεί αυτός με ανάλογο μέρος της δαπάνης ως το μέτρο της όποιας ζημιάς. Δεν υπήρχε επομένως δυνατότητα για βάσιμο υπολογισμό αποζημίωσης. Ο σχετικός επί τους θέματος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει. Η πρωτόδικη απόφαση στην ανταπαίτηση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση για ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £10.-. Τις πρωτόδικες διαταγές για έξοδα, οι οποίες συναρτώνται με το αποτέλεσμα, τις αφήνουμε άθικτες. Ως προς τα έξοδα της έφεσης, το αποτέλεσμα δικαιολογεί κατά τη γνώμη μας όπως επιδικαστεί προς όφελος των εφεσειόντων το ήμισυ των εξόδων τους. Εκδίδεται διάταγμα ανάλογα.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με το ήμισυ των εξόδων υπέρ των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο