ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1030
20 Mαΐου, 1998
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΟΥΛΛΑΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 89)
Οικογενειακό δίκαιο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Προθεσμία άσκησης έφεσης — Έφεση εναντίον απόφασης που απέρριψε αίτηση του εφεσείοντα για διεκδίκηση μεριδίου στην περιουσία της πρώην συζύγου του λόγω μη τήρησης του χρονοδιαγράμματος των δύο χρόνων καταχώρησης της αίτησης από τη λύση του γάμου — Άρθρο 15(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91) — Δεν αναγνωρίστηκε αναδρομικότητα στους τροποποιητικούς Νόμους (Ν.57(Ι)/95 και Ν.54(Ι)/95), σε οριστικά διαμορφωμένες καταστάσεις — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Ο εφεσείων, διεκδίκησε μερίδιο στην ακίνητη περιουσία της εφεσίβλητης και ποσό χρημάτων για συνεισφορά του, στην απόκτηση κινητών, με αίτηση που καταχώρησε μετά από την πάροδο των δύο ετών από τη λύση του γάμου του με την εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω παραγραφής της, δυνάμει του Άρθρου 15(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991(Ν.232/91), δύο χρόνια μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του περί Πολιτικού Γάμου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995(Ν.57(Ι)/95), η περίοδος των δύο χρόνων δεν πρέπει να μετρά από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για τη λύση του γάμου, αλλά από την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης. Οπότε η αίτησή του που καταχωρήθηκε στις 7.5.97 (η απόφαση λύσης του γάμου εκδόθηκε στις 17.4.95), εμπίπτει στην περίοδο του Νόμου.
Το επιχείρημα του δικηγόρου του εφεσείοντα στηρίζετο στο δεδομένο, πως ενόψει του Περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995(Ν.54(Ι)/95) και του Ν.57(Ι)/95, ως ημερομηνία λύσης του γάμου θεωρείται πλέον εκείνη κατά την οποία εκπνέει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή κατά την οποία εκδίδεται απόφαση σε έφεση που έχει ασκηθεί. Αποτέλεσμα που πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αναδρομική ισχύ ώστε να καλύπτει γενικά και την κάθε απόφαση που εκδόθηκε πριν τη θέσπιση των τροποποιητικών νόμων.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο εφεσείων δεν καταχώρησε έφεση κατά της απόφασης και όταν θεσπίστηκαν οι τροποποιητικοί νόμοι είχε εκπνεύσει και η προθεσμία για άσκηση έφεσης. Η αναγνώριση αναδρομικότητας στους τροποποιητικούς νόμους της φύσης και της εμβέλειας που εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσείοντα, θα σήμαινε απόδοση πρόθεσης στο νομοθέτη για την εκ των υστέρων διαφοροποίηση ζητημάτων προσωπικού θεσμού. Κατά τη θέσπιση των τροποποιητικών νόμων, ο γάμος των διαδίκων ήταν ήδη λελυμένος. Και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όταν ο νομοθέτης εισήγαγε διατάξεις αναφορικά με την προθεσμία άσκησης έφεσης και τις συνέπειες από την άσκησή της, εννοούσε να επηρεάσει και καταστάσεις οριστικά διαμορφωμένες. Σε σχέση με τις οποίες δεν ήταν δυνατό να τίθεται πλέον ζήτημα άσκησης έφεσης ή επιπτώσεων από την άσκησή της .
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Κουφαλλίδου v. Κουφαλλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 782.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ. Oικ. Δικ.) που δόθηκε στις 22 Ιανουαρίου, 1998 (Aρ. Aίτησης 69/97) με την οποία εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της παραπέρα διαδικασίας, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί του αιτήματος του αιτητή, με το οποίο διεκδικούσε μερίδιο στην περιουσία της πρώην συζύγου του, λόγω ενδεχόμενης παραγραφής του.
Π. Πετράκης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Α. Ευτυχίου με Ε. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη-Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17.4.95 το Οικογενειακό Δικαστήριο απoφάσισε τη λύση του γάμου των διαδίκων και ο εφεσείων, με αίτηση του που καταχώρισε στις 7.5.97, διεκδίκησε μερίδιο στην ακίνητη περιουσία της εφεσίβλητης και ποσό χρημάτων για συνεισφορά του στην απόκτηση ορισμένων κινητών.
Κατά το άρθρο 15(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91) τέτοια αξίωση "παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου". Και το Πρωτόδικο Δικαστήριο είδε ενδεχόμενο δικαιοδοτικό πρόβλημα. Αφού η αίτηση είχε καταχωριστεί μετά την πάροδο δύο χρόνων από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Εκείνο που προέκυπτε ήταν ενδεχόμενη παραγραφή της αξίωσης αλλά δεν θα επεκταθούμε με αναφορά στη διάκριση ή στην κατάληξη, ανάλογα με την περίπτωση. Οι διάδικοι ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η αξίωση είχε παραγραφεί και πως, πλέον, εστερείτο δικαιοδοσίας. Κατέληξε με διαταγή για αναστολή της διαδικασίας και ενώπιον μας εγείρεται, ως μόνο επίδικο ζήτημα, η ουσία της κρίσης του ως προς την παραγραφή.
Αναγνώρισε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πως, στο πλαίσιο του Ν.232/91, η αίτηση του θα ήταν πράγματι παραγεγραμμένη. Θεωρεί όμως, και αυτό συζήτησε πρωτοδίκως και ενώπιόν μας, πως διαφοροποιήθηκε η κατάσταση ενόψει του Περί Πολιτικού Γάμου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 (Ν.57(1)/95). Τις σχετικές διατάξεις του οποίου περιγράφει ως δικονομικής φύσης και, συνεπώς, ως αναδρομικής ισχύος. Αφού, όπως εισηγείται, αποτέλεσμα του τροποποιητικού νόμου ήταν να μην ενεργοποιείται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου πριν την εκπνοή της προθεσμίας για άσκηση έφεσης, η περίοδος των δύο χρόνων του άρθρου 15(α) του Ν.232/91 θα πρέπει να μετρά όχι από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για τη λύση του γάμου αλλά από την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης. Οπότε, η αίτηση του εμπίπτει στην περίοδο του Νόμου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την αντίθετη άποψη και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε τη απόφαση του. Έκρινε πως δεν επηρέαζε τον Ν.232/91 ο τροποποιητικός νόμος που αναφέρθηκε. Ούτε και ο ανάλογος Περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1995 (Ν.54(1)/95) που, όπως σημείωσε, θα ήταν και ο πλέον σχετικός. Αυτοί οι Νόμοι αφορούσαν στα αποτελέσματα απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου πάνω στο θεσμό του γάμου και άφηναν αναλλοίωτη τη βασική διάταξη του Ν.232/91. Στο πλαίσιο της οποίας η πρωτόδικη απόφαση επέφερε, με την έκδοσή της, τη λύση του γάμου για τους σκοπούς του. Όμως, όπως έκρινε, ήταν παραγεγραμμένη η αξίωση εν πάση περιπτώσει. Όταν θεσπίστηκαν οι τροποποιητικοί νόμοι είχε ήδη παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης για λύση του γάμου. Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση και δεν ήταν δυνατό να ασκήσουν επίδραση σε όσα είχαν ήδη συντελεστεί. Ο γάμος είχε ήδη λυθεί από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Κουφαλλίδου ν. Κουφαλλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 782, ο εφεσίβλητος συνήψε πολιτικό γάμο μετά την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για λύση του γάμου. Παρά το γεγονός ότι εκκρεμούσε έφεση κατά της απόφασης. Επισημάνθηκε από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο πως αυτό δεν φαινόταν να αποκλείεται από τις διατάξεις του Νόμου, "εφόσον η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη μετά την έκδοσή της, ανεξάρτητα από το δικαίωμα που κατοχυρώνει ο Νόμος για την άσκηση έφεσης ή ακόμα και την άσκησή της". Και τονίστηκε πως το κενό θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί νομοθετικά, "ώστε η απόφαση για τη διάλυση γάμου να μην καθίσταται εκτελεστή εκτός μετά την παρέλευση ικανού χρόνου που να υπερβαίνει σε διάρκεια τη χρονική προθεσμία για την άσκηση έφεσης και εφόσον ασκηθεί έφεση, ο χρόνος να παρατείνεται μέχρι την τελική της εκδίκαση".
Ακολούθησε η θέσπιση των Ν.54(1)/95 και 57(1)/95 με προφανή στόχο τη ρύθμιση του θέματος. Προβλέπεται πως η λύση ή ακύρωση θρησκευτικού ή πολιτικού γάμου καθίσταται αμετάκλητη (Ν.57(1)/95) και πως η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για λύση του γάμου καθίσταται τελεσίδικη (Ν.54(1)/95), "μετά την εκπνοή της προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης". Και, σύμφωνα με τις επιφυλάξεις που ακολουθούν, πως νοείται ότι σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης, η λύση ή ακύρωση του θρησκευτικού ή πολιτικού γάμου (Ν.57(1)/95) και η εκτέλεση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου (Ν.54(1)/95) "αναστέλλεται μέχρι την έκδοση απόφασης από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο". Και περαιτέρω πως, στην περίπτωση και των δύο Νόμων, "οποιοδήποτε δικαίωμα καταχώρησης έφεσης αποσβήνεται οριστικά, αν μετά την εκπνοή της προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης οποιοσδήποτε από τους διαδίκους συνάψει νέο γάμο".
Το επιχείρημα του κ. Πετράκη στηρίζεται στο δεδομένο πως, ενόψει των τροποποιητικών νόμων, ως ημερομηνία λύσης του γάμου θεωρείται πλέον εκείνη κατά την οποία εκπνέει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή κατά την οποία εκδίδεται απόφαση σε έφεση που έχει ασκηθεί. Αποτέλεσμα που πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αναδρομική ισχύ ώστε να καλύπτει γενικά και την κάθε απόφαση που εκδόθηκε πριν από τη θέσπιση των τροποποιητικών νόμων. Όπως εξήγησε, αν δεν αναγνωριζόταν τέτοια αναδρομικότητα στους νόμους, θα συνέχιζε να είναι δυνατή η σύναψη δεύτερου γάμου ενώ η απόφαση για τη λύση του πρώτου, με βάση τη νομοθεσία πριν τις τροποποιήσεις, εξακολουθεί να υπόκειται σε έφεση ή έχει εφεσιβληθεί.
Θα περιοριστούμε σε όσα είναι αναγκαία για την υπόθεση που βρίσκεται ενώπιόν μας. Και δε θα επεκταθούμε σε συζήτηση υποθετικών καταστάσεων. Ό,τι και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι επέφεραν οι τροποποιητικοί νόμοι, στο πλαίσιο της νομοθεσίας που ίσχυε τότε ο γάμος είχε λυθεί κατά την ημέρα της έκδοσης της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ποια θα ήταν η κατάσταση αν είχε ασκηθεί έφεση εναντίον της, δεν είναι ζήτημα που δικαιολογείται να μας απασχολήσει εδώ. Δεν είχε ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης και όταν θεσπίστηκαν οι τροποποιητικοί νόμοι είχε εκπνεύσει και η προθεσμία για άσκηση έφεσης. Η αναγνώριση αναδρομικότητας στους τροποποιητικούς νόμους της φύσης και της εμβέλειας που εισηγείται ο κ. Πετράκης, θα σήμαινε απόδοση στο νομοθέτη πρόθεσης για εκ των υστέρων διαφοροποίηση ζητημάτων προσωπικού θεσμού. Δε θα ήταν σε καμιά περίπτωση δικονομικής υφής τέτοια παρέμβαση. Αν όχι οτιδήποτε άλλο, δεν υπήρχε τότε σε εκκρεμότητα καμιά δικαστική διαδικασία ως προς τη λύση του γάμου. Ούτε προοπτική για τέτοια. Όταν θεσπίστηκαν οι τροποποιητικοί νόμοι ήταν σφραγισμένο το θέμα της λύσης του γάμου των διαδίκων. Και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όταν ο νομοθέτης εισήγαγε διατάξεις συναρτημένες προς την προθεσμία άσκησης έφεσης και τις συνέπειες από την άσκησή της, εννοούσε να επηρεάσει και καταστάσεις οριστικά διαμορφωμένες. Σε σχέση με τις οποίες δεν ήταν δυνατό να τίθεται πλέον ζήτημα άσκησης έφεσης ή επιπτώσεων από την άσκηση της.
Δεν προκύπτει από τους τροποποιητικούς νόμους τέτοια προέκταση και, σε συμφωνία με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, για το λόγο που εξηγήσαμε, καταλήξαμε πως η αξίωση του εφεσείοντα έχει παραγραφεί.
Η έφεση απορρίπτεται. Δε θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.