ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 904
15 Μαΐου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ
(Χ"ΧΑΜΠΗΣ Π. ΚΑΙ ΓΙΑΣΕΜΗΣ Δ.) ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 36434/97 ΣΤΙΣ 19.3.98.
(Αίτηση Αρ. 23/98)
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Ακύρωση των διαταγμάτων που εκδόθηκαν από το Κακουργιοδικείο με τα οποία η κατηγορούσα αρχή διατάσσετο να παραδώσει στην υπεράσπιση για επισκόπηση, αριθμό εγγράφων και τεκμηρίων - αντικειμένων — Το Κακουργιοδικείο στερείτο εξουσίας για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Ανθρώπινα Δικαιώματα — Δικαίωμα για δίκαιη δίκη και για επαρκή και λεπτομερή πληροφόρηση των λόγων δίωξης κατηγορουμένου — Σύνταγμα, Άρθρα 30.2. και 30.3(α) και (γ) — Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρα 6.1 και 6.3 (α) και 6.3 (β).
Στις 23.12.98, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου καταχώρησαν αίτηση δια κλήσεως δυνάμει της Δ.48, θ.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία ζητείτο η έκδοση διαταγμάτων από το Κακουργιοδικείο, ώστε η κατηγορούσα αρχή να παραδώσει στους δικηγόρους του κατηγορουμένου φωτοαντίγραφα των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, αντίτυπα των φωτογραφιών που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, φωτοτυπίες των ενταλμάτων ερεύνης και φωτοτυπίες επιστολών που έστειλαν στο Γενικό Εισαγγελέα. Ζήτησαν επίσης να τεθούν στη διάθεσή τους για επιστημονική εξέταση η περισκελίδα και τα κολπικά επιχρίσματα της παραπονουμένης.
Η Εισαγγελία υπέβαλε προφορική ένσταση στο πιο πάνω αίτημα γιατί αμφισβήτησε από την αρχή (α) τη δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου να εκδώσει τέτοιου είδους διατάγματα και (β) την έλλειψη νομικού υπόβαθρου για τη διαδικασία που υιοθέτησαν οι δικηγόροι του κατηγορουμένου.
Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι η αίτηση ήταν νομικά παραδεκτή και εξέδωσε τα επίμαχα διατάγματα.
Στη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου συζητήθηκαν πολλά νομικά ζητήματα που άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου να έχει δίκαιη δίκη και στην ποινική δίκη να γνωρίζει τους λόγους της εις βάρος του κατηγορίας (Άρθρα 30.2 και 30.3 (α) και (γ) του Συντάγματος).
Απόλυτα σχετικά είναι επίσης τα Άρθρα 6.1 και 6.3 (α) και 3 (β) της Ευρωπαικής Συμβάσεως δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο, Ν.39/62 και έχει, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας (Άρθρο 169.3), αυξημένη ισχύ έναντι των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου αναφέρθηκαν στις αρχές που εφαρμόζονται στην Καλιφόρνια και Αγγλία και εισηγήθηκαν πως, ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του ζητήματος με νόμο στις πιο πάνω χώρες, στη χώρα μας εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, όπως ίσχυε στην Αγγλία και την Καλιφόρνια προτού επέμβει ο νομοθέτης και τούτο, κατά την άποψή τους, βάσει του Άρθρου 29(1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).
Η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ήταν ότι το Άρθρο 7(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ρυθμίζει νομοθετικά το ζήτημα. Εισηγήθηκε σχετικά ότι, η Εισαγγελία συμμορφώθηκε πλήρως με τα καθήκοντά της έναντι του κατηγορουμένου, γιατί έδωσε στην υπεράσπιση όλα όσα προβλέπονται στo Άρθρο 6(1) της Ποινικής Δικονομίας και έτσι το καθήκον της έναντί του έχει εκτελεστεί, όπως τούτο οριοθετείται από το Σύνταγμα, το νόμο και τη σχετική ερμηνευτική νομολογία.
Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, πως τέτοια εξουσία υπάρχει ως εγγενής - σύμφυτη της λειτουργίας του, για να διασφαλίζει τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και λεπτομερή γνώση των λόγων δίωξής του.
Το μοναδικό ζήτημα, με το οποίο ασχολήθηκε το Εφετείο στην παρούσα αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari, ήταν κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε εκ του νόμου εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα. Γιατί αν όντως έχει τέτοια εξουσία, οι απόψεις του, που άπτονται ερμηνείας νόμου, καθώς και η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δεν ελέγχονται με ένταλμα certiorari.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία. Το Δικαστήριο δε δικαιούται να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δικαστηρίου οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο. Διαφορετικά, με την επίκληση της ύπαρξης σύμφυτης εξουσίας, τα Δικαστήρια θα αναλάμβαναν απεριόριστη δικαιοδοσία και σε απροσδιόριστες περιπτώσεις, για την έκδοση διαταγμάτων.
2. Δεν είναι τυχαίο που ο νόμος δεν προβλέπει τέτοια εξουσία. Προφανώς δεν κρίνεται πρόσφορο στην ποινική δίκη να διατάσσεται η κατηγορούσα αρχή να προβαίνει υποχρεωτικά σε ενέργειες που παρεμβαίνουν στον τρόπο χειρισμού και παρουσίασης της υπόθεσής της και που πιθανόν να οδηγήσουν στην αλλοίωση τεκμηρίων, έστω όχι σκόπιμα αλλά τυχαία.
3. Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου τα οποία κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Εισήγηση για παραβίασή τους, εντάσσεται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή. Αν η παραβίαση καθιστά μη δίκαιη τη δίκη, δυνατό να διαταχθεί η επανεκδίκαση ή ακόμη και η απαλλαγή του κατηγορουμένου. Ανάλογη είναι και η νομολογία της Αγγλίας επί του θέματος αυτού.
4. Και η δική μας νομολογία ακολουθεί την αγγλική, αναφορικά με τα γενικά καθήκοντα και υποχρεώσεις της κατηγορούσας αρχής προς τον κατηγορούμενο.
5. Ενόψει των ανωτέρω, το αίτημα της Εισαγγελίας κρίνεται αποδεκτό. Διατάσσεται η ακύρωση των επίμαχων διαταγμάτων, που εξέδωσε το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην κρινόμενη υπόθεση.
Η αίτηση γίνεται αποδεκτή.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Ford κ.ά. (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Phillipson [1990] 91 Cr. App. R. 226,
R. v. Livingstone [1993] Crim. L. R. 597,
R. v. Mills [1997] 3 All E.R. 780,
R. v. Brown [1997] 3 All E.R. 769,
Regina v. Keane [1994] Weekly Law Reports 746.
Aίτηση.
Aίτηση με την οποία ο Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας επιζητεί την έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνονται τα διατάγματα που εξέδωσε κατά πλειοψηφία το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας (Χ"Χαμπής, Π.Ε.Δ., Γιασεμής, Ε.Δ.) στις 19 Μαρτίου, 1998 (Ποινική Υπόθεση Αρ. 36434/97) τα οποία τον υποχρεώναν να παραδώσει στην υπεράσπιση αριθμό εγγράφων και τεκμηρίων-αντικειμένων.
Μ. Μαλαχτού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Κ. Ταλαρίδης με Μ. Πική, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
APTEMIΔHΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας επιδιώκει με την υπό συζήτηση αίτηση την ακύρωση των διαταγμάτων που εξέδωσε το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 19.3.98, που απευθύνονται σ' αυτόν και τον υποχρεώνουν να παραδώσει στην υπεράσπιση αριθμό εγγράφων και τεκμηρίων-αντικειμένων. Σύμφωνα με τα διατάγματα η εισαγγελία εντέλλεται να επιτρέψει στην υπεράσπιση να επισκοπήσει τα έγγραφα, τα δε τεκμήρια να εξεταστούν και αναλυθούν από δικό της εμπειρογνώμονα. Με βάση τους όρους του διατάγματος, η ανάλυση των τεκμηρίων θα γίνει ενώ αυτά θα βρίσκονται στην κατοχή, και στην παρουσία, εκπροσώπου της εισαγγελίας. Συναφώς προστίθεται στο σχετικό διάταγμα όρος, σύμφωνα με τον οποίο κατά τη διάρκεια της ανάλυσης των αντικειμένων-τεκμηρίων από τον εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης, αυτά δεν θα επηρεαστούν.
Με την παρούσα αίτηση καλείται το Δικαστήριο να εκδώσει ένταλμα certiorari, με το οποίο να ακυρώνονται τα επίμαχα διατάγματα. Στις 23.3.98 έδωσα άδεια για την καταχώριση της. Στην απόφαση μου συνοψίζονται τα βασικά γεγονότα της υπόθεσης, απολύτως αναγκαία για την εξέταση της παρούσας αίτησης, και το περιεχόμενο των επίμαχων διαταγμάτων. Είναι, νομίζω, βοηθητικό να επισυνάψω και εκείνη την απόφαση στην παρούσα, ώστε να διαβάζονται μαζί για εύκολη αντίληψη της υπόθεσης και για οικονομία λόγου.
Να υπενθυμίσω μόνο τα πιο κάτω: Στις 23.12.98 καταχωρίστηκε από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου αίτηση δια κλήσεως στην οποία εζητείτο η έκδοση διαταγμάτων από το κακουργιοδικείο, ώστε η κατηγορούσα αρχή να παραδώσει στους δικηγόρους του κατηγορουμένου τα έγγραφα και τεκμήρια που αναφέρονται στη σελίδα 2 της απόφασης μου της 23.3.98. Η Εισαγγελία έφερε ένσταση, την οποία δεν υπέβαλε γραπτώς, γιατί αμφισβήτησε από την αρχή:
(α) τη δικαιοδοσία του κακουργιοδικείου να εκδώσει τέτοιου είδους διατάγματα,
και,
(β) την έλλειψη νομικού υπόβαθρου για τη διαδικασία που υιοθέτησαν οι δικηγόροι του κατηγορουμένου.
(λεπτομέρεια: Η εναρκτήρια αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στη Δ.48 θ.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το δε κακουργιοδικείο ονόμασε τη διαδικασία για την ακρόαση της «προδικασία»).
Το κακουργιοδικείο άκουσε την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών και εξέδωσε την απόφασή του, στην οποία επεκράτησε η άποψη της πλειοψηφίας, πρόεδρος Χ"Χαμπής και δικαστής Γιασεμής, ενώ η δικαστής Κολατσή διαφώνησε. Η πλειοψηφία έκρινε ως παραδεκτό το αίτημα των συνηγόρων του κατηγορουμένου και εξέδωσε τα επίμαχα διατάγματα, που αφορούν σε συγκεκριμένα έγγραφα όπως αυτά απαριθμούνται στη σελίδα 3 της απόφασής μου της 23.3.98.
Η απόφαση της πλειοψηφίας είναι μακροσκελής (48 περίπου σελίδες), αλλά και της δικαστού Κολατσή μολονότι καταλαμβάνει λιγότερο αριθμό σελίδων (περίπου 16), είναι εμπεριστατωμένη και διαυγής στην πυκνότητά της.
Στη διαδικασία ενώπιον του κακουργιοδικείου ενεπλάκησαν, λόγω της φύσης της αίτησης, προς συζήτηση πολλά νομικά ζητήματα που άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου να έχει δίκαιη δίκη, και στην ποινική δίκη να γνωρίζει τους λόγους της εις βάρος του κατηγορίας. Τα σχετικά άρθρα 30.2 και 30.3 (α) και (γ) του Συντάγματος, προβλέπουν:
«30.2 Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου.
3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
(α) να πληροφορηθή τους λόγους, δι' ους καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου.
(β) .......................................................................................
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω.»
Απόλυτα σχετικά είναι επίσης τα άρθρα 6.1 και 6.3(α) και 3(β) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο, Ν.39/62, και έχει σύμφωνα με το Σύνταγμά μας (άρθρο 169.3), αυξημένη ισχύ έναντι των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων της Σύμβασης είναι πιο λεπτομερείς και διευρυμένες από τις αντίστοιχες του Συντάγματός μας. Θεωρείται όμως πως όλες οι διατάξεις καλύπτουν τον ίδιο χώρο και τυγχάνουν ταυτόσημης ερμηνείας. Το σχετικό άρθρο της Σύμβασης προνοεί:
6.2 - Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
3 - Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
(α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
(β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
Οι συνήγοροι ηρεύνησαν εις βάθος το ζήτημα και η επιμέλεια τους στην παρουσίαση του πρέπει να επισημανθεί. Ο κ.Ταλαρίδης έκαμε ευρύτατη αναφορά στο νομικό σύστημα της πολιτείας της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, όπου, εισηγήθηκε, εφαρμόζονται επί του ζητήματος οι αρχές του Κοινοδικαίου. Παρουσίασε δε αριθμό δικαστικών αποφάσεων από τις οποίες πράγματι διαπιστώνεται πως εκεί τα Δικαστήρια εκδίδουν τέτοιας φύσεως διατάγματα προς την Εισαγγελία, θάλεγα μάλιστα και μεγαλύτερης εμβέλειας. Το δικαστικό όμως δίκαιο, όπως διαμορφώθηκε, προκάλεσε την επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας της Πολιτείας το 1990, η οποία με σχετικό νομοθέτημα περιόρισε δραστικά και ταυτόχρονα ρύθμισε την εξουσία που ανέλαβαν τα Δικαστήρια, καθορίζοντας πλαίσια λειτουργίας τους (The Crime Victims Justice Reform Act) Όμως, εκφράζεται εκεί και η άποψη από επιστήμονες του δικαίου, πως δυνατόν η σχετική νομοθεσία να συγκρούεται με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή του Due Process of the Law - η οφειλόμενη έννομη διαδικασία - δίκαιη δίκη.
Ο κ. Μ. Πικής ασχολήθηκε με το Κοινοδίκαιο, όπως εφαρμοζόταν στην Αγγλία, για να υποστηρίξει την ίδια θέση. Στην Αγγλία, καθώς ορθά υποδεικνύει η δικαστής Κολατσή, στη διϊστάμενη απόφασή της, επίσης επενέβη η Βουλή με το Criminal Procedure and Investigation's Act 1996, που ρυθμίζει το θέμα εισάγοντας μάλιστα τέτοιες πρόνοιες που οδήγησαν μελετητές του δικαίου να εικάσουν πως ο Νόμος μπορεί να κριθεί ασυμβίβαστος με τη Σύμβαση για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κυρώθηκε και από την Αγγλία, όπου όμως οι διεθνείς συμβάσεις έχουν ισόβαθμη ισχύ με τα αγγλικά νομοθετήματα.
Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου εισηγήθηκαν πως, ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του ζητήματος με νόμο τόσο στην Καλιφόρνια όσο και στην Αγγλία, στη χώρα μας εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, όπως ίσχυε στην Αγγλία και την Καλιφόρνια προτού επέμβει ο νομοθέτης, και τούτο, κατά την άποψή τους, βάσει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
Η θέση της κας Μαλαχτού είναι απλή και σαφής. Το άρθρο 7(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ρυθμίζει νομοθετικά το ζήτημα. Τούτο προβλέπει:
"7.-(1) Όταν ο κατηγορούμενος κληθεί να απολογηθεί και δεν ομολογήσει ενοχή, δικαιούται με γραπτή αίτησή του προς την κατηγορούσα αρχή να ζητήσει να εφοδιαστεί με αντίγραφο των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα."
Οι πρόνοιες του Νόμου, εισηγείται η κα.Μαλαχτού, είναι εξαντλητικές και ικανοποιούν πλήρως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως αυτά διασφαλίζονται στα προμνησθέντα άρθρα του Συντάγματος και της Σύμβασης. Η κατηγορούσα αρχή, είπε, συμμορφώθηκε πλήρως με το πιο πάνω εκ του νόμου και του Συντάγματος καθήκον της, και ως εκ τούτου δεν έχει υποχρέωση να δώσει τίποτε άλλο στον κατηγορούμενο. Το πιο σοβαρό όμως ζήτημα, κατά την κα.Μαλαχτού, είναι πως το κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, με τα οποία εξαναγκάζεται η Εισαγγελία να προβεί σε πράξεις που κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οδηγούν σε συμμόρφωση με τα συνταγματικά δικαιώματα που έχει ο κατηγορούμενος. Μήτε ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, αλλά ούτε και οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, δίδει τέτοια εξουσία στο Δικαστήριο. Εισηγείται δε πως η Εισαγγελία έχει συμμορφωθεί πλήρως με τα καθήκοντά της έναντι του κατηγορουμένου, γιατί έδωσε στην υπεράσπιση όλα όσα προβλέπονται στο άρθρο 6(1) της Ποινικής Δικονομίας και έτσι το καθήκον της έναντι του έχει εκτελεστεί, όπως τούτο οριοθετείται από το Σύνταγμα, το νόμο και τη σχετική ερμηνευτική νομολογία.
Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου αντιπροτείνουν, επί του καίριου ερωτήματος της ύπαρξης ή μη εξουσίας του Δικαστηρίου για την έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων, πως τέτοια εξουσία υπάρχει ως εγγενής-σύμφυτη της λειτουργίας του, για να διασφαλίζει τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και λεπτομερή γνώση των λόγων δίωξης του.
Είναι επί τροχάδην που πέρασα τα νομικά ζητήματα που απασχόλησαν το κακουργιοδικείο, και τις εκτενείς ενώπιόν μου αγορεύσεις των δικηγόρων. Και τούτο, γιατί το καθήκον μου υπαγορεύει να λειτουργήσω μέσα στα καθορισμένα πλαίσια της δικαιοδοσίας μου, κατά την εξέταση αίτησης για την έκδοση εντάλματος certiorari. Το μοναδικό ζήτημα επομένως με το οποίο θα καταπιαστώ είναι κατά πόσο το κακουργιοδικείο είχε εκ του νόμου εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα. Γιατί, αν έχει τέτοια εξουσία, οι απόψεις του που άπτονται ερμηνείας νόμου καθώς και η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δεν ελέγχονται με ένταλμα certiorari.
Θα αποφύγω επίσης επιμελώς να αναφερθώ ή να σχολιάσω ο,τιδήποτε είπε το Δικαστήριο, και στις δύο αποφάσεις, και που αφορά ζητήματα που δεν αγγίζουν άμεσα το ερώτημα που έχω ενώπιον μου, όπως το εξέθεσα πιο πάνω. Δεν θα σχολιάσω επίσης το ύφος της απόφασης της πλειοψηφίας που, μολονότι νομικά εμπεριστατωμένη, εκφεύγει, κατά την ταπεινή μου άποψη, με την ενθουσιώδη διατύπωση παρατηρήσεων και προσωπικών απόψεων αναφορικά με το πώς αναμένεται να λειτουργεί η ποινική δίκη και τις σχετικές παραινέσεις προς τους εμπλεκομένους σ' αυτή, των αυστηρών πλαισίων της δικαστικής λειτουργίας.
Έχω τη γνώμη πως το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία που ανέλαβε, για να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα. Οι λόγοι που στηρίζουν την άποψή μου ακολουθούν:
Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να δώσει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε εξουσία, της φύσεως αυτής που ανέλαβε το κακουργιοδικείο, θα το πρόβλεπε ρητά, όπως γίνεται σε άλλες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην πολιτική δίκη, όπου μάλιστα το Δικαστήριο επιλαμβάνεται των διαφορών στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και οι διάδικοι και το Δικαστήριο κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια. Το Δικαστήριο δεν δικαιούται, κατά την άποψη μου, να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δικαστηρίου οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο. Δεν υπάρχει σύμφυτη ή εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου που προεκτείνεται για να καλύψει χώρο, στον οποίο μόνο ο νομοθέτης μπορεί να επέμβει. Διαφορετικά, με την επίκληση της ύπαρξης σύμφυτης εξουσίας τα Δικαστήρια θα αναλάμβαναν απεριόριστη δικαιοδοσία, και σε απροσδιόριστες περιπτώσεις, για την έκδοση διαταγμάτων. Η σύμφυτη εξουσία, όπως νομίζω είναι αντιληπτή στη θεωρία του δικαίου, είναι η παραδοσιακά ενυπάρχουσα εξουσία του Δικαστηρίου που καλύπτει κυρίως το πεδίο της δικονομικής λειτουργίας του, ώστε να καθίσταται αποτελεσματική μέσα στα υπάρχοντα νομοθετημένα πλαίσια.
Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, που ο νόμος δεν προβλέπει τέτοια εξουσία. Προφανώς δεν κρίνεται πρόσφορο στη ποινική δίκη να διατάσσεται η κατηγορούσα αρχή να προβαίνει υποχρεωτικά σε ενέργειες που παρεμβαίνουν στον τρόπο χειρισμού και παρουσίασης της υπόθεσής της. Χάριν παραδείγματος μόνο, επισημαίνω τη ρήτρα που το ίδιο το κακουργιοδικείο έθεσε στα διατάγματά του, και που αφορά στην εξέταση και ανάλυση των τεκμηρίων από ειδικό εμπειρογνώμονα εκ μέρους της υπεράσπισης. Εκδίδοντας λοιπόν το σχετικό διάταγμα το Δικαστήριο έθεσε ως όρο η εξέταση να γίνει στην παρουσία εκπροσώπου της εισαγγελίας και πως αυτά «δεν πρέπει να επηρεαστούν». Ποία όμως η πρακτική σημασία της ρήτρας στην περίπτωση που το τεκμήριο αλλοιώνεται, έστω όχι σκόπιμα αλλά τυχαία; Και αν το τεκμήριο αλλοιωθεί, προτού παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να αποδεικτεί η ταυτότητα του και επαληθευθεί η ποιότητα και το περιεχόμενό του με την αλυσίδα μαρτυρίας που έχει καθήκον να προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή, ποίο θα είναι το αποτέλεσμα της δίκης, ιδιαίτερα αν τούτο αποτελεί ουσιώδη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής;
Η πλειοψηφία του κακουργιοδικείου αποφάσισε πως είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, σύμφυτη της υποχρέωσης του να διασφαλίσει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο Σύνταγμά μας και στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θεώρησε δε αυτή την εξουσία να γεννάται, ούτως ειπείν, από την αρχή του δικαίου ubi jus ubi remedium. Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε πως η θεραπεία που έχει σ' αυτή την περίπτωση ο κατηγορούμενος είναι η έκδοση των υπό συζήτηση διαταγμάτων. Από το σημείο αυτό ξεκινά, κατά τη δική μου γνώμη, και το νομικό σφάλμα του Δικαστηρίου. Και μολονότι έγινε ευρύτατη αναφορά σε νόμους και τη δικαστική πρακτική της Αγγλίας και Καλιφόρνιας, εντούτοις η απόλυτα, κατά την άποψή μου, σχετική και εφαρμοστέα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας, διέλαθε της προσοχής όλων των ενδιαφερομένων. Έκαμα νύξη σ' αυτή κατά την ενώπιόν μου συζήτηση, και είχαν την ευκαιρία οι δικηγόροι να τη σχολιάσουν.
Υπάρχει θεραπεία για τον κατηγορούμενο, όταν διακριβωθεί στη δίκη πως παραβιάστηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα. Όπως έχει αποφασιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αlan Ford και άλλων (Αρ.2) Α.Α.Δ. (1995) 2 σελ. 232 τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Εισήγηση για παραβίαση τους εντάσσεται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή. (σελ.243 της απόφασης). Αυτό δε που είναι σοβαρότερο, και αγγίζει απ' ευθείας το ζήτημα που μας απασχολεί, το βρίσκουμε στις παραγράφους 3 και 4 της πιο πάνω απόφασης, στη σελίδα 244:
«3. Η νομολογία των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - της Επιτροπής και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - υποστηρίζει ότι εξασφαλίσεις που παρέχονται από το Άρθρο 6.3 της Συμβασης, που αποτέλεσαν το πρότυπο για τη στοιχειοθέτηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εχέγγυο για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ' εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη - (βλ. Can Case (Series A, Vol.96) και Case of Barbera (Series A, Vol.146).
4. Όμοια υπήρξε και η προσέγγιση των Αμερικανικών και Καναδικών Δικαστηρίων στον προσδιορισμό του σκοπού ο οποίος προάγεται με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (διαδίκου) για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, στον καθορισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο ασκούνται, καθώς και στις επιπτώσεις που επάγονται παραβιάσεις τους.».
Το Δικαστήριο προχωρεί στην υπόθεση Ford και επισημαίνει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη δίκη η παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος κατηγορουμένου. Οι επιπτώσεις αυτές κρίνονται με βάση τις περιστάσεις της παραβίασης και το μέγεθός της. Αν π.χ. η παραβίαση καθιστά μη δίκαιη τη δίκη δυνατό να διαταχθεί επανεκδίκαση, ή ακόμη και η απαλλαγή του κατηγορουμένου. Ανάλογη είναι και η νομολογία της Αγγλίας, όπως φαίνεται από τις αποφάσεις στις οποίες έγινε αναφορά από τους δικηγόρους του κατηγορουμένου.
Wendy Bridget Phillipson [1990] 91 Cr. App. R. p.226
R. v. Livingstone [1993] Crim. L. R. p. 597
R. v. Mills [1997] 3 All E.R. p. 780
R. v. Brown [1997] 3 All E.R. p. 769
Regina v. Keane, 1994 Weekly Law Reports, p. 746
Και η δική μας νομολογία, αναφορικά με τα γενικά καθήκοντα και υποχρεώσεις της κατηγορούσας αρχής προς τον κατηγορούμενο, ακολουθεί την αγγλική. Επαναλαμβάνω όμως ότι στη χώρα μας το ζήτημα εξετάζεται στη βάση του Συντάγματος, του νόμου και της νομολογίας μας.
Με τις απόψεις που εκφράζω πιο πάνω, το αίτημα της Εισαγγελίας κρίνεται αποδεκτό. Διατάσσεται η ακύρωση των επίμαχων διαταγμάτων, που εξέδωσε το κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην υπό κρίση υπόθεση.
Θεωρώ καθήκον μου, τελειώνοντας, να εκφράσω και τη σκέψη που ακολουθεί, χωρίς να εισηγούμαι ο,τιδήποτε. Το κακουργιοδικείο με την ετυμηγορία του έχει ουσιαστικά προαποφασίσει όλα τα ζητήματα που άπτονται της εισήγησης της υπεράσπισης, ότι δηλαδή δικαιούται σε επισκόπηση και εξέταση όλων των εγγράφων και τεκμηρίων που καλύπτουν τα διατάγματα. Ενώ, τα ζητήματα αυτά θάπρεπε, σύμφωνα με την υπόθεση Ford, να είναι αντικείμενο συζήτησης στα πλαίσια της δίκης, για να αποφανθεί το Δικαστήριο αν με τη στάση της η κατηγορούσα αρχή αποστέρησε τον κατηγορούμενο από τα συνταγματικά του δικαιώματα για δίκαιη δίκη ή επαρκή και λεπτομερή πληροφόρηση της εις βάρος του κατηγορίας. Και βέβαια, ανάλογα με την κρίση του πάνω σ' αυτά, θα ακολουθήσει η ετυμηγορία του στην υπόθεση. Το κακουργιοδικείο έχει ουσιαστικά προαποφασίσει, σε «προδικασία», όπως το ίδιο ονομάζει την επίδικη διαδικασία που διεξήχθη, πως αν τα τεκμήρια αυτά δεν δοθούν στην υπεράσπιση, ο κατηγορούμενος στερείται των πιο πάνω συνταγματικών του δικαιωμάτων.
Αυτά βέβαια είναι ζητήματα που μπορεί να απασχολήσουν το ίδιο το κακουργιοδικείο και τους εμπλεκομένους στη δίκη.
H αίτηση γίνεται αποδεκτή.