ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 829
6 Μαΐου, 1998
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΙΡΗΝΗ Ν. ΔΑΝΟΥ,
Eφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΝΙΚΟΥ Π. ΔΑΝΟΥ,
Eφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Έφεση Αρ. 80)
Οικογενειακό Δίκαιο — Διαζύγιο — Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης — Επανειλημμένη εξύβριση με χυδαίες φράσεις του συζύγου από τη σύζυγό του και απαίτηση της συζύγου να εγκαταλείψει το σπίτι ο σύζυγος — Ο σύζυγος έφυγε χωρίς να επιστρέψει — Κρίθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση ότι ο ισχυρός κλονισμός είχε επέλθει εξ υπαιτιότητας της συζύγου.
Οικογενειακό Δίκαιο — Διαζύγιο — Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης — Διαπιστώνεται και αξιολογείται αν εμπίπτει στην έννοια του περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1989, Ν.95/89, ανάλογα με το περιεχόμενό του στην κάθε περίπτωση — Ο κλονισμός μπορεί να επέλθει από ένα μεμονωμένο περιστατικό ή από τη συμπεριφορά κατ' εξακολούθηση ενός των συζύγων.
Οικογενειακό Δίκαιο — Διαζύγιο — Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης — Έγγραφα — Τα οποία γίνονται από διαδίκους σε δίκη διαζυγίου — Εκείνο που μετρά στην κρίση του Δικαστηρίου είναι οι συνθήκες κατάρτισής τους και η πραγματική πρόθεση των μερών.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων — Αρχές επέμβασης του Εφετείου.
Οι διάδικοι συνήψαν γάμο το 1976 από τον οποίο απέκτησαν 3 παιδιά ηλικίας 19,18 και 16 χρόνων αντίστοιχα. Με αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσίβλητος αξίωσε τη λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης ο οποίος επήλθε, κατά τον ισχυρισμό του, από τη συμπεριφορά της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρός κλονισμός οφείλετο σε λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της εφεσείουσας, έτσι που να καταστεί αφόρητη η συνέχιση της έγγαμης σχέσης για τον εφεσίβλητο. Οι λόγοι αυτοί ήταν συγκεκριμένα, η επανειλημμένη εξύβριση του εφεσιβλήτου με χυδαίες φράσεις από την εφεσείουσα, πολλές φορές μπροστά στα παιδιά τους και η απαίτησή της να εγκαταλείψει το συζυγικό σπίτι ο εφεσίβλητος.
Ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε το συζυγικό σπίτι χωρίς έκτοτε να επανέλθει πίσω.
Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε στην έφεσή της ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου ως προς την επανειλημμένη εξύβρισή του, προέβηκε σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς την αξιοπιστία του.
2. Στους λόγους που προβάλλονται στην αίτηση του εφεσιβλήτου, δεν αναφέρονται οι χυδαίες φράσεις που εκστόμισε σε βάρος του η εφεσείουσα, όπως επιβάλλει η νομολογία.
3. Η ψυχολογική κατάσταση της εφεσείουσας λειτουργούσε κάτω από την ένταση των σχέσεών της με τον εφεσίβλητο όταν ετοίμασε την επιστολή με την οποία του ζήτησε να εγκαταλείψει το συζυγικό σπίτι.
4. Η μαρτυρία του εφεσιβλήτου για εξύβρισή του από την εφεσείουσα δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, αφού δεν ενισχύετο από άλλη μαρτυρία. Επίσης ότι παρόλο ότι ο σύζυγος έφυγε από το οικογενειακό σπίτι, μετά από σχετική επιθυμία της εφεσείουσας, συνέχισε να έχει με αυτή κατά καιρούς αρμονικές σχέσεις, κάτι που δε συνάδει με τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου πως το περιστατικό τούτο συνιστά κλονιστικό γεγονός.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει σε θέματα αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και μόνο αφού προβληθούν σοβαροί λόγοι για μια τέτοια επέμβαση. Το Δικαστήριο δεν έσφαλε στην κρίση του, για την οποία έδωσε επαρκείς και πειστικούς λόγους.
2. Στην αίτηση διαζυγίου πρέπει να αναφέρονται με λεπτομέρεια οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η αίτηση, όχι όμως και τα αποδεικτικά στοιχεία που τους υποστηρίζουν.
3. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καταρτίζονται και η πραγματική πρόθεση των μερών είναι τα βασικά στοιχεία που μετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου, αναφορικά με έγγραφα της φύσης του εγγράφου που υπέγραψε η εφεσείουσα. Η κρίση αυτή καθοδηγείται με μοναδικό γνώμονα τις διατάξεις του άρθρου 3(Β) του Ν. 95/89, δηλαδή κατά πόσο οι σχέσεις των συζύγων έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο, ώστε να θεωρείται η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης αφόρητη για τον ενάγοντα. Η στάση της συζύγου, στην παρούσα υπόθεση, δεν υποστηρίζει την εισήγηση του συνηγόρου της ότι πρόθεσή της ήταν να μείνει λίγο μόνη με τα παιδιά για να ηρεμήσει και μετά να επανέλθει ο εφεσίβλητος για να συνεχίσουν τη ζωή τους μαζί.
4. Η συμπεριφορά της εφεσείουσας, που αφορά στον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου για εξύβρισή του καθώς και η επιμονή της να φύγει από το σπίτι, χωρίς να εκδηλώσει μετά οποιαδήποτε επιθυμία προς τον εφεσίβλητο να επανέλθει, συνιστούν συμπεριφορά που κλόνισε ισχυρά τις σχέσεις των διαδίκων. Και οι δύο λόγοι λειτούργησαν μαζί και είχαν την αλληλεπίδρασή τους στον κλονισμό της έγγαμης σχέσης.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Σοφρωνίου v. Πανταζή (1998) 1 Α.Α.Δ. 805.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δικαιοδοσία Διαζυγίων) (Nικολάου, Π., Σεργίδης και Kαρατσής, Δ/στές) που δόθηκε στις 21 Ιουλίου, 1997 (Aρ. Aίτησης 93/96) με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης, για λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο της συζύγου.
Κ. Αδαμίδης, για την Εφεσείουσα.
Δ. Κούτρας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης που εξέδωσε το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία κηρύχθηκε λελυμένος ο γάμος της με τον εφεσίβλητο, που ιερουργήθηκε στις 21.8.76, και από τον οποίο απέκτησαν 3 παιδιά, σήμερα ηλικίας 19, 18 και 16 χρόνων αντίστοιχα.
Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος για τη λύση του γάμου του, όπως διατυπώνονται στην αίτησή του, ήταν βασικά οι ακόλουθοι δυο:
(α) Επανειλημμένη εξύβριση του με χυδαίες φράσεις από την εφεσείουσα, πολλές φορές μπροστά στα παιδιά τους και
(β) η απαίτηση της να εγκαταλείψει το συζυγικό σπίτι, κάτι που έκαμε στις 13.11.95, χωρίς έκτοτε να επανέλθει σ΄αυτό.
Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του, από την οποία η πιο ουσιώδης ήταν των διαδίκων. Η εφεσείουσα αρνήθηκε πως εξύβρισε καμιά φορά τον εφεσίβλητο. Πρότεινε, επί του προκειμένου, πως η ανατροφή της, οι συνήθειες και ο χαρακτήρας της δεν επέτρεπαν να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος. Ο τελευταίος είπε πως επανειλημμένα η εφεσείουσα εκστόμισε εις βάρος του χυδαίες φράσεις, κατηγορώντας τον ως ομοφυλόφιλο και πως είχε μάλιστα θεαθεί να έχει τέτοιου είδους σχέσεις μέσα στο ιατρείο του.
Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο πως ήταν ο εφεσίβλητος που την εξύβριζε, σε μια προσπάθεια να την μειώσει και εξευτελίσει, λέγοντας πως ενώ ο ίδιος είναι γιατρός εκείνη είναι μια αμόρφωτη συνήθης νοικοκυρά. Είπε επίσης πως ο εφεσίβλητος απαιτούσε από τους γονείς της μεγάλα χρηματικά ποσά και ότι η εν γένει κακή συμπεριφορά του οδήγησε πράγματι στον κλονισμό των σχέσεων τους, που οφειλόταν όμως αποκλειστικά στον ίδιο. Δέχθηκε πως η κατάσταση για την ίδια κατέστη αφόρητη και πως στις 6.10.95 του ζήτησε να εγκαταλείψει το συζυγικό σπίτι. Ο εφεσίβλητος απαίτησε να του επιβεβαιώσει την επιθυμία της εγγράφως, κάτι που έπραξε (τεκμήριο 1).
Το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, στο μέρος της που αφορούσε τον ισχυρισμό του πως η εφεσείουσα τον εξύβριζε επανειλημμένα, με τις φράσεις που ήδη αναφέραμε. Διαπίστωσε επίσης πως στις 12.11.95 η καθ' ης η αίτηση του ζήτησε επιτακτικά να φύγει από το σπίτι, και πως του είχε ήδη πακεταρισμένα τα προσωπικά του αντικείμενα. Έφυγε στις 13.11.95. Η εφεσείουσα είχε αλλάξει και τις κλειδαριές του σπιτιού.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ευρημάτων ήταν το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως η σχέση των διαδίκων είχε κλονισθεί ισχυρά, από λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο της εφεσείουσας, έτσι που να καταστεί αφόρητη η συνέχιση της για τον εφεσίβλητο.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας προσπάθησε να μας πείσει πως η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αληθούς της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, που αφορούσε στον ισχυρισμό του για επανειλημμένη εξύβριση του από την εφεσείουσα, είναι εσφαλμένη. Η κρίση βέβαια του Δικαστηρίου πάνω σ΄αυτό το ζήτημα ανάγεται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου, τομέας στον οποίο το εφετείο σπάνια επεμβαίνει, και μόνον αφού προβληθούν σοβαροί λόγοι για μια τέτοια επέμβαση. Δεν έχουμε πειστεί πως το Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του, για την οποία έδωσε επαρκείς και πειστικούς λόγους.
Άλλη εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ήταν πως στους λόγους, που προβάλλονται στην αίτηση του εφεσίβλητου για τη λύση του γάμου, δεν αναφέρονται οι χυδαίες φράσεις που, κατά τον ισχυρισμό του, εκστόμισε εις βάρος του η εφεσείουσα, κάτι που κατά το συνήγορο επιβάλλει η νομολογία. Δεν είναι ορθή η θέση αυτή. Στην αίτηση διαζυγίου πρέπει να αναφέρονται με λεπτομέρεια οι λόγοι στους οποίους βασίζεται, όχι όμως και τα αποδεικτικά στοιχεία που τους υποστηρίζουν. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη πρόταση του δικηγόρου της εφεσείουσας, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ισχυρισμός στην αίτηση περί της αλλαγής των κλειδαριών του σπιτιού από την εφεσείουσα. Το γεγονός της αλλαγής των κλειδαριών ήταν αποδεικτικό στοιχείο, ενισχυτικό του λόγου που προβάλλεται στην αίτηση διαζυγίου, της απαίτησης δηλαδή της εφεσείουσας να φύγει ο εφεσίβλητος από το οικογενειακό σπίτι.
Το άλλο βασικό επιχείρημα του δικηγόρου της εφεσείουσας άγγιξε το τεκμήριο 1. Μας εξήγησε την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εφεσείουσα όταν το υπέγραφε, καθώς και την πρόθεση της σε αναφορά με το περιεχόμενο του. Είπε πως η εφεσείουσα είχε, κάτι που δεν αμφισβητείται, υποβληθεί σε σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις με αρνητικές επιπτώσεις στην εν γένει σωματική και ψυχολογική της κατάσταση. Επιπλέον, λειτουργούσε κάτω από την ένταση των σχέσεων της με τον εφεσίβλητο με τον οποίο είχε προστριβές. Σκοπός της, δεν ήταν να διακόψει μόνιμα το συζυγικό δεσμό αλλά να μείνει μόνη για κάποιο χρονικό διάστημα, να ηρεμήσει και να αφοσιωθεί στα παιδιά της.
Έχουμε τη γνώμη πως η σημασία που αποδίδεται σε τέτοιου είδους έγγραφα, που γίνονται από διάδικους σε δίκη διαζυγίου, δεν πρέπει να είναι η ίδια όπως στα έγγραφα σε συνήθη πολιτική διαδικασία. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καταρτίζονται και η πραγματική πρόθεση των μερών είναι τα βασικά στοιχεία που μετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου, που καθοδηγείται με μοναδικό γνώμονα τις διατάξεις του άρθρου 3(Β) του περί της 1ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1989, Ν.95/89, δηλαδή, κατά πόσο οι σχέσεις των συζύγων έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο, ώστε να θεωρείται η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης αφόρητη για τον ενάγοντα.
Όταν γράφτηκε το τεκμήριο 1 στις 6.10.95 ο εφεσίβλητος δεν είχε εγκαταλείψει το συζυγικό σπίτι, παρέμεινε σ' αυτό. Η εφεσείουσα όμως του το ζήτησε πάλιν, επίμονα, στις 12.11.95. Μάλιστα του είχε ετοιμάσει και τα προσωπικά του αντικείμενα. Δεν έχει σημασία αν ετοίμασαν τις βαλίτσες μαζί, όπως ισχυρίστηκε η ίδια. Την επόμενη μέρα ο εφεσίβλητος έφυγε από το σπίτι και η εφεσείουσα άλλαξε τις κλειδαριές. Έκτοτε η εφεσείουσα δεν εξέφρασε οποιαδήποτε πρόθεση ή επιθυμία της προς τον εφεσίβλητο να επανέλθει στο συζυγικό σπίτι. Αντίθετα, όταν καταχώρισε την υπεράσπισή της στην αίτησή του, στις 28.5.96, περιέλαβε σ' αυτή και ανταπαίτηση, την οποία αργότερα απέσυρε, με την οποία ζητούσε η ίδια τη λύση του γάμου. Δεν είναι ορθή επομένως η εισήγηση του συνήγορου της πως όταν έδιδε το τεκμήριο 1, ή όταν αργότερα ζήτησε από τον εφεσίβλητο να φύγει από το σπίτι, η πρόθεσή της ήταν να μείνει λίγο μόνη με τα παιδιά για να ηρεμήσει, και μετά να επανέλθει ο εφεσίβλητος για να συνεχίσουν τη ζωή τους μαζί.
Η γενική εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ήταν πως ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, για εξύβριση του απ' αυτή, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτός γιατί δεν ενισχύθηκε από άλλη μαρτυρία και δεν δόθηκαν λεπτομέρειες των συγκεκριμένων ημερομηνιών που έλαβαν χώρα τα επεισόδια της εξύβρισης. Εισηγήθηκε επίσης πως, μολονότι ο σύζυγος έφυγε από το οικογενειακό σπίτι, μετά από τη σχετική επιθυμία της εφεσείουσας, συνέχισε να έχει μ' αυτή κατά καιρούς αρμονικές σχέσεις, κάτι που δεν συνάδει με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου πως το περιστατικό τούτο συνιστά κλονιστικό γεγονός. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Η συμπεριφορά της εφεσείουσας, που αφορά στον ισχυρισμό του εφεσίβλητου για εξύβριση του καθώς και η επιμονή της να φύγει από το σπίτι, χωρίς να εκδηλώσει μετά οποιαδήποτε επιθυμία προς τον εφεσίβλητο να επανέλθει, συνιστούν συμπεριφορά που κλόνισε ισχυρά τις σχέσεις των διαδίκων. Και οι δύο λόγοι λειτούργησαν μαζί και είχαν την αλληλεπίδρασή τους στον κλονισμό της έγγαμης σχέσης. Πολύ πρόσφατα, στην υπόθεση, Μαρία Σοφρωνίου και Παντελάκη Πανταζή (1998) 1 Α.Α.Δ. 805, είπαμε τα εξής:
«Έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω τη σχετική διάταξη του Νόμου, που εφαρμόζεται στην υπόθεση που εξετάζουμε. Ο λόγος, που αφορά στο πρόσωπο εναγομένου για τον ισχυρό κλονισμό του γάμου, ώστε να θεωρηθεί βάσιμα πως η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης είναι αφόρητη για τον ενάγοντα, διαπιστώνεται και αξιολογείται αν εμπίπτει στην έννοια του Νόμου ανάλογα με το περιεχόμενο του στην κάθε περίπτωση. Δεν αποκλείεται, π.χ., ένα μεμονωμένο περιστατικό να είναι τόσο σοβαρό, λ.χ. βάναυση σκληρότητα, ώστε να οδηγεί στην κρίση πως η έγγαμη σχέση έχει κλονισθεί σε βαθμό που η εξακολούθηση της να είναι αφόρητη για το θύμα. Από την άλλη μεριά η συμπεριφορά ενός των συζύγων μπορεί να μην περικλείεται σε ένα στοιγμιαίο περιστατικό, αλλά να λειτουργεί κατ΄εξακολούθηση, οπόταν εξετάζεται πάλιν αν η συμπεριφορά αυτή εμπίπτει στις διατάξεις της Νομοθεσίας».
Οι διαπιστώσεις επομένως του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ορθές και νόμιμα κηρύχθηκε η λύση του γάμου. Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα, που εν πάση περιπτώσει δε ζητήθηκαν από την άλλη πλευρά.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.