ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 589
30 Μαρτίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
3. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
4. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
5. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
6. ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Eφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. ΙΩΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΘΩΜΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑ Π. ΙΩΑΝΝΟΥ,
Eφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9549)
Ακίνητη ιδιοκτησία — Αγωγή για ακύρωση μεταβίβασης κτήματος από την εφεσείουσα επ' ονόματι της εφεσίβλητης — Ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα 6 δεν ήταν η ιδιοκτήτρια του κτήματος αλλά ότι το κατείχε υπό μορφή εμπιστεύματος υπέρ των συνιδιοκτητών του κτήματος — Απόρριψη της αγωγής — Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα επιτρεπτή και δε συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση του Εφετείου.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, που είναι αδέλφια, - συνιδιοκτήτες κτήματος σε ίσα μερίδια - μεταβίβασαν και ενέγραψαν τα μερίδιά τους στο επίδικο κτήμα στον Κάτω Αμίαντο, δυνάμει δωρεάς στην αδελφή τους, εφεσείουσα 6. Μερικούς μήνες αργότερα, η εφεσείουσα αρ.6 πώλησε το κτήμα στην εφεσίβλητη - εναγόμενη 2, το οποίο ενεγράφη επ' ονόματί της και εκδόθηκε ο σχετικός τίτλος. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι εφεσείοντες, περιλαμβανομένης και της ίδιας της εφεσείουσας 6, αμφισβήτησαν την κυριότητα της τελευταίας στο επίδικο κτήμα. Ισχυρίστηκαν πως δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια ολόκληρου του κτήματος αλλά μόνο του δικού της μεριδίου. Δέκτηκαν το γεγονός της μεταβίβασης αλλά δατείνονταν πως η κατοχή του κτήματος από αυτήν θα λειτουργούσε ως εμπίστευμα υπέρ τους. Η εφεσίβλητη 2 πώλησε και μεταβίβασε το κτήμα αργότερα σε άλλο πρόσωπο. Ο εφεσίβλητος 1 είναι ο σύζυγος της εφεσίβλητης 2, στον οποίο η εφεσείουσα πώλησε το σπίτι με το περιβόλι που βρισκόταν μπροστά του και που αποτελούσε μέρος του επίδικου κτήματος χωρίς ξεχωριστό τίτλο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων για (α) δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η εγγραφή του επίδικου κτήματος επ' ονόματι της εφεσίβλητης 2 και β) επανεγγραφή στο όνομά τους ή αποζημιώσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
(1) Οι λόγοι της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθοί. Οι εκ των υστέρων, κατά 20 χρόνια, προβληθέντες ισχυρισμοί των εφεσειόντων, ορθά κρίθηκαν αβάσιμοι. Οι ισχυρισμοί αυτοί στερούνταν σοβαρότητος.
(2) Τα ελατήρια βάσει των οποίων λειτούργησαν οι εφεσείοντες για να ψευσθούν στο Δικαστήριο δεν ενδιαφέρουν, εν όψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, τα οποία παρέχουν την αδιάσειστη νομική βάση της υπόθεσης. Αν όντως η εφεσείουσα 6 παρέβη το εμπίστευμα προς όφελος των αδελφιών της, έπρεπε να είχε καταστεί εναγόμενη στην αγωγή αντί συνενάγουσα εναντίον της εφεσίβλητης. Ως προς δε τους εφεσιβλήτους 2 και 3, η αγωγή στερείται παντελώς νομικού ερείσματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 5494/90) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους με αιτήματα α) δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η εγγραφή του επίδικου κτήματος επ' ονόματι της εναγόμενης 2 και β) δήλωση του Δικαστηρίου για επανεγγραφή και/ή για αποζημιώσεις.
Ν. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Στυλιανού, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες είναι αδέλφια. Κληρονόμησαν από τον πατέρα τους το επίδικο κτήμα στον Κάτω Αμίαντο, με αριθμόν εγγραφής 1280, τεμάχιο 527, το οποίο ενεγράφη στο όνομά τους κατά ίσα ιδανικά μερίδια. Στις 13.7.70 οι εφεσείοντες μεταβίβασαν και ενέγραψαν τα μερίδια τους δυνάμει δωρεάς στην αδελφή τους, εφεσείουσα 6. Συνεπώς αυτή απέκτησε κυριότητα ολοκλήρου του ακινήτου. Στις 16.11.70 η εφεσείουσα αρ. 6 πώλησε το κτήμα στην εφεσίβλητη - εναγόμενη 2, το οποίο ενεγράφη επ' ονόματί της και εκδόθηκε ο σχετικός τίτλος. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1990, οι εφεσείοντες, περιλαμβανομένης και της ίδιας της εφεσείουσας 6, αμφισβήτησαν την κυριότητα της τελευταίας στο επίδικο κτήμα. Ισχυρίστηκαν πως δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια ολοκλήρου του κτήματος αλλά μόνο του δικού της μεριδίου. Δέκτηκαν οι εφεσείοντες το γεγονός της μεταβίβασης δυνάμει δωρεάς στην αδελφή τους, που δηλώθηκε στο κτηματολόγιο και σημειώθηκε στον τίτλο της, διατείνονται όμως πως η κατοχή του κτήματος από αυτήν θα λειτουργούσε ως εμπίστευμα υπέρ τους. Η εφεσίβλητη αρ.2 πώλησε και μεταβίβασε το κτήμα αργότερα σε άλλο πρόσωπο. Η αγωγή και έφεση στρέφονται και εναντίον του εφεσιβλήτου 1 - συζύγου της εφεσίβλητης 2, γιατί η εφεσείουσα 6 είχε πωλήσει σ΄αυτόν, με σχετικό έγγραφο στις 30.7.1968, το σπίτι με το περιβόλι που βρισκόταν μπροστά του, και που αποτελούσε μέρος ολόκληρου του επίδικου κτήματος χωρίς ξεχωριστό τίτλο. Στη δίκη, και εδώ, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως μόνον τούτο το σπίτι με το περιβόλι ήταν ιδιοκτησία της εφεσείουσας 6, και αυτή την περιουσία μπορούσε νομίμως να μεταβιβάσει στην εφεσίβλητη 2, που αντιστοιχούσε στο 1/7 του μεριδίου της.
Με την αγωγή τους οι εφεσείοντες αξίωναν δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η εγγραφή του επίδικου κτήματος επ' ονόματι της εφεσίβλητης αρ.2, επανεγραφή στο όνομα τους ή αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του και αφού στηρίχθηκε σε αδιαμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα απέρριψε την αγωγή.
Οι λόγοι της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου, τους οποίους υιοθετούμε πλήρως, είναι οι εξής: Οι εφεσείοντες διατείνονταν πως η μεταβίβαση του κτήματος από την εφεσείουσα αρ.6 στην εφεσίβλητη αρ.2 ήταν αποτέλεσμα λάθους, παραδρομής ή και πλάνης. Σε αντίθεση όμως με τους ισχυρισμούς αυτούς η εφεσείουσα αρ.6 δέκτηκε στο Δικαστήριο πως η περιγραφή του κτήματος στον τίτλο της ήταν ορθή και πως τούτο ήταν το αντικείμενο της πώλησης, την αγορά του οποίου συμφώνησε η εφεσίβλητη αρ.2. Η εφεσείουσα βεβαίως είπε, για να βρίσκεται προφανώς σε αρμονία με τα αδέλφια της, πως η ίδια δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια του κτήματος και ότι τούτο ενεγράφη στο όνομα της πριν 20 χρόνια ως εμπίστευμα προς όφελος τους.
Δε χρειάζεται να ασχοληθούμε με τη νομική αρχή του εμπιστεύματος, γιατί τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται σοβαρά. Η μεταβίβαση των μεριδίων από τα αδέλφια της στην εφεσείουσα αρ. 6, έγινε, όπως δηλώθηκε στο κτηματολόγιο, δυνάμει δωρεάς. Οι εκ των υστέρων, κατά 20 χρόνια, προβληθέντες ισχυρισμοί των εφεσειόντων, ορθά κρίθηκαν αβάσιμοι. Προσθέτουμε πως κατά τη δική μας άποψη στερούνταν σοβαρότητος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσπάθησε να διερευνήσει από την προσαχθείσα μαρτυρία γιατί οι εφεσείοντες μετά που πέρασε τόσος καιρός πρόβαλαν τον ισχυρισμό πως η μεταβίβαση των μεριδίων τους στην αδελφή τους, που ρητά δηλώθηκε πως ήταν δωρεά, αποτελούσε δήθεν εμπίστευμα. Και έδωσε κάποια εξήγηση. Εμείς δε θα ασχοληθούμε με το ζήτημα. Τα ελατήρια βάσει των οποίων λειτούργησαν οι εφεσείοντες για να ψευσθούν στο Δικαστήριο δεν ενδιαφέρουν, ενόψει των δοσμένων γεγονότων που έχουμε εκθέσει πιο πάνω, τα οποία και παρέχουν την αδιάσειστη νομική βάση στην υπόθεση. Ας παρατηρήσουμε μόνον ότι, αν πράγματι η εφεσείουσα αρ.6 παρέβη το εμπίστευμα που είχε προς όφελος των αδελφιών της, γιατί δεν κατέστη από αυτούς εναγόμενη στην αγωγή αντί συνενάγουσα εναντίον της εφεσίβλητης, η οποία αγόρασε το επίδικο κτήμα στη βάση του τίτλου εγγραφής που είχε η εφεσείουσα; Και κάτι άλλο ακόμη. Πού στηρίκτηκε η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2 & 3; Σε απολύτως τίποτε.
Η εφεσείουσα 6, ήταν η εγγεγραμμένη και πραγματική ιδιοκτήτρια του κτήματος το οποίο μεταβίβασε στην εφεσίβλητη αρ. 2, η οποία ακολούθως το πώλησε στον εφεσίβλητο αρ.3.
Ορθά η αγωγή απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη ακολουθεί και η έφεση, που απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.