ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 286
19 Φεβρουαρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ,
Eφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΜΑΡΩΣ ΛΟΥΚΑ,
Eφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 8631)
Απόδειξη — Δεκτότητα μαρτυρίας — Έγγραφα — Αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο εγγράφου αποβιώσαντος, με το οποίο εκχωρούσε στην ενάγουσα δικαίωμα είσπραξης ποσού, το οποίο δάνεισε στον εναγόμενο — Το έγγραφο ενέπιπτε στην εξαίρεση της παραγράφου 3 του Άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 — Διαταγή για επανεκδίκαση.
Η ενάγουσα - εφεσίβλητη αξίωσε με την αγωγή της από τον εναγόμενο - εφεσείοντα ΛΚ4.720 πλέον τόκο, ποσό που, όπως ισχυρίστηκε, ο εφεσείων δανείστηκε από το θετό πατέρα της, Περικλή Χειλίδη, ο οποίος εκχώρησε το δικαίωμα στην είσπραξή του στην ίδια. Ο εφεσείων αρνήθηκε στην Έκθεση Υπεράσπισης του και στη δίκη, πως όφειλε οποιοδήποτε ποσό στο Χειλίδη. Βασικό στοιχείο του αποδεικτικού υλικού που προσκόμισε η εφεσίβλητη ήταν ένα έγγραφο (τεκμ. 7) στο οποίο ο Χειλίδης δήλωνε πως δάνεισε στον εφεσείοντα το πιο πάνω ποσό, το οποίο ακόμη δεν ξοφλήθηκε και εκχωρούσε το δικαίωμά του σ' αυτό, στην εφεσίβλητη. Το έγγραφο αυτό συντάκτηκε σε ιδιωτική κλινική, στην οποία βρισκόταν σοβαρά άρρωστος ο Χειλίδης. Ο συνήγορος του εφεσείοντα, επικαλούμενος την επιφύλαξη στην παράγραφο 3 του Άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, έφερε ένσταση στην αποδοχή του εγγράφου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να αποφασίσει την ένσταση όταν εγέρθηκε, αποφάσισε σε μεταγενέστερο στάδιο, ότι το έγγραφο ήταν αποδεκτό γιατί πληρούσε τις προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου του Νόμου. Το έγγραφο αριθμήθηκε ως τεκμήριο 7. Δεν αιτιολόγησε όμως την απόφασή του. Στη συνέχεια επιδίκασε εναντίον του εφεσείοντα το πιο πάνω ποσό.
Ο εναγόμενος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αιτιολογήσει την απόφασή του πάνω στην ένσταση όταν δέχτηκε το έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο, με αναφορά και στις εισηγήσεις των δικηγόρων.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έκρινε ότι το τεκμήριο 7 συντάχθηκε από το Χειλίδη ακριβώς για να χρησιμοποιηθεί σε δικαστική διαφορά, εφόσον ο ίδιος ρητά αναφέρει τούτο, στο ίδιο το έγγραφο. Το επίμαχο έγγραφο εμπίπτει στην εξαίρεση της παραγράφου 3 του Άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και αποκλειόταν η προσκόμισή του ως αποδεικτικού μέσου.
3. Στο έγγραφο αυτό δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στην τελική του απόφαση. Είναι αναπόφευκτο να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Nικολαΐδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 27 Δεκεμβρίου, 1991 (Aρ. Aγωγής 2353/87) με την οποία επιδικάσθηκε εναντίον του το ποσό των £4.720,00 πλέον τόκοι, ως το ποσό το οποίο ο ίδιος δανείστηκε από το θετό πατέρα της ενάγουσας.
Α. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Θεοδούλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη αξίωσε με την αγωγή της από τον εφεσείοντα £4,720, με τόκο 9% από 31.3.85, ποσό που κατά τον ισχυρισμό της ο τελευταίος δανείστηκε από τον θετό πατέρα της Περικλή Χειλίδη, ο οποίος εκχώρησε το δικαίωμα στην είσπραξη του στην ίδια.
Ο εφεσείων αρνήθηκε στην Έκθεση Υπεράσπισής του, και στη δίκη, πως όφειλε οποιοδήποτε ποσό στον Χειλίδη. Δέκτηκε πως δανείστηκε σε πολλές περιπτώσεις χρήματα από αυτόν, γιατί είχε την ιδιότητα του δανειστή, πλήρωσε όμως όλες τις οφειλές του.
Στην ακροαματική διαδικασία προσκομίστηκε από την εφεσίβλητη μαρτυρία για να αποδείξει την εκκρεμότητα του χρέους και την εκχώρηση του δικαιώματος είσπραξης του στην ίδια. Βασικό στοιχείο του αποδεικτικού υλικού ήταν ένα έγγραφο, τεκμήριο 7, στο οποίο ο Χειλίδης δηλώνει πως δάνεισε στον εφεσείοντα το πιο πάνω ποσό, το οποίο ακόμη δεν εξοφλήθηκε, και εκχωρεί το δικαίωμα του σ΄αυτό στην εφεσίβλητη. Το έγγραφο τούτο συντάκτηκε σε ιδιωτική κλινική, στην οποία βρισκόταν σοβαρά άρρωστος ο Χειλίδης, και ενώπιον μαρτύρων έθεσε σ' αυτό το δακτυλικό του αποτύπωμα. Μετά από λίγο χρόνο απεβίωσε.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, επικαλούμενος την επιφύλαξη στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9 έφερε ένσταση στο πρωτόδικο Δικαστήριο στην αποδοχή του επίμαχου εγγράφου.
Ο πρωτόδικος Δικαστής χωρίς να αποφασίσει την ένσταση όταν ηγέρθη, και για την οποία άκουσε τις εκατέρωθεν θέσεις, αποδέκτηκε το έγγραφο ως τεκμήριο για αναγνώριση, αναφέροντας πως θα αποφάσιζε την δεκτότητα του σε αργότερο στάδιο. Πράγματι, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας το έγγραφο έγινε αποδεκτό και αριθμήθηκε ως τεκμήριο 7. Το Δικαστήριο όμως δεν αιτιολόγησε την απόφαση του μήτε σ' εκείνο το σημείο της δίκης. Στο κείμενο της υπό έφεσης απόφασης συντομογραφικά, και χωρίς αιτιολογία, αποφαίνεται ο Δικαστής πως το έγγραφο είναι αποδεκτό γιατί πληροί τις προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου του Νόμου.
Δεν θα σχολιάσουμε τη διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να επιληφθεί της ένστασης αναφορικά με τη δεκτότητα του επίμαχου εγγράφου. Θα παρατηρήσουμε μόνον πως το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αιτιολογήσει την απόφαση του πάνω στην ένσταση, όταν δέκτηκε το έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο, με αναφορά και στις εισηγήσεις των δικηγόρων.
Θα δούμε το ζήτημα στην ουσία του. Το επίδικο έγγραφο, στο μέρος του που αφορά στην υπόθεση, και που είναι μια πρόσθετη χειρόγραφη παράγραφος λέγει τα εξής:
«Είναι αυτονόητον ότι γι' αυτό το ποσό το οποίον χαρίζω στην Μάρω Λουκά εκχωρώ τα δικαιώματα μου σ' αυτήν, και η Λουκά εάν δεν την πληρώσει ο Μαυροκορδάτος μπορεί να απαιτήσει τούτο μέσω δικαστηρίου ή άλλως πως, ως εάν ήμουν εγώ.»
(υπογράμμιση δική μας)
Το άρθρο 4(1) του περί Αποδείξεως Νόμου προβλέπει πως σε διαδικασία στην οποία θα ήταν δεκτή άμεση προφορική μαρτυρία γεγονότος, οποιαδήποτε δήλωση που έγινε από κάποιο πρόσωπο σε έγγραφο, και που τείνει να αποδείξει το γεγονός αυτό, είναι με την παρουσίαση του πρωτότυπου δεκτή ως απόδειξη του γεγονότος αυτού αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ακολουθούν στις διατάξεις του άρθρου. Μας ενδιαφέρει η παράγραφος 3 του άρθρου που έχει ως εξής:
(3). Nοthing in this section shall render admissible as evidence any statement made by a person interested at a time when proceedings were pending or anticipated involving a dispute as to any fact which the statement might tend to establish.»
Και σε αυθεντική μετάφραση, όπως ισχύει σήμερα:
«(3) Oι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν καθιστούν δεκτή ως απόδειξη, οποιαδήποτε δήλωση που έγινε από ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν εκκρεμής ή προβλεπόταν διαδικασία που αφορά αμφισβήτηση γεγονότος το οποίο η δήλωση θα έτεινε να αποδείξει.»
Ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρει τα πιο κάτω σε σχέση με την ένσταση που ηγέρθη από τον συνήγορο του εφεσείοντα.
«Είμαι της γνώμης, έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.9, όπως τούτο ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Μηλιώτης και Εμφιετζή και άλλου [1974] 5, J.S.C. 645, από τον κ. Πική, και όπως αναλύεται στο σύγγραμμα του Γ.Κακογιάννη η Απόδειξη στη σελίδα 389 και συνέχεια καθιστούν το Τεκμ.7 αποδεκτόν σαν μαρτυρία γιατί βρίσκω πως οι προϋποθέσεις που χρειάζονται για την δεκτότητα του πληρούνται.»
Δεν αντιλαμβανόμαστε ειλικρινά πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, που είχε ενώπιον του το έγγραφο, δεν έκρινε πως τούτο συντάχθηκε από τον Χειλίδη ακριβώς για να χρησιμοποιηθεί σε δικαστική διαφορά, εφόσον ο ίδιος ρητά αναφέρει τούτο στο ίδιο το έγγραφο, στο απόσπασμα που παραθέτουμε πιο πάνω και που υπογραμμίζουμε. Κρίνουμε επομένως πως το επίμαχο έγγραφο εμπίπτει στην εξαίρεση της παραγράφου 3 του άρθρου 4, και αποκλειόταν η προσκόμιση του ως αποδεικτικού μέσου.
Στο έγγραφο τούτο δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στην τελική του απόφαση. Αναφέρονται σ' αυτή επί λέξει τα εξής: «Αποδέχομαι την μαρτυρία των μαρτύρων της εναγούσης και τη δική της, βρίσκω πως πρέπει να δοθεί μεγάλη βαρύτητα στο περιεχόμενο του Τεκμ.7 .........».
Είναι αναπόφευκτο να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του συνήγορου της εφεσίβλητης πως η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε και σε πληθώρα άλλης μαρτυρίας και γι' αυτό δεν πλήττεται το κύρος της. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο αποδεικτικό τούτο στοιχείο, δηλαδή στο τεκμήριο 7, δόθηκε ξεχωριστή βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στην τελική του κρίση.
Ενόψει των ανωτέρω η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.