ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 135

26 Ιανουαρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

1. ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΟΥ,

2. ΚΩΣΤΑ ΠΟΤΑΜΙΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9540)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση αυτοκινήτων, κινουμένων σε αντίθετη κατεύθυνση, περίπου στο κέντρο του δρόμου — Απουσία άλλης μαρτυρίας εκτός από την πραγματική — Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο οδηγός του ενός αυτοκινήτου έχασε τον έλεγχό του, πέφτοντας στο αριστερό κράσπεδο και ακολούθως το αυτοκίνητό του ανατράπηκε, με αποτέλεσμα να βρει το θάνατο — Επιμερισμός ευθύνης εξ ίσου μεταξύ των διαδίκων — Επικυρώθηκε από το Εφετείο.

Το δυστύχημα συνέβηκε στο δρόμο Τσερίου-Αναλυόντα.  Σ' αυτό έχασε τη ζωή του ο οδηγός του αυτοκινήτου που οδηγούσε το αυτοκίνητό του με κατεύθυνση προς τον Αναλυόντα, μετά από σύγκρουση με αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, που οδηγούσε ο εφεσείων. Όταν τα δύο αυτοκίνητα συναντήθηκαν συγκρούστηκαν ελαφρά στο μπροστινό δεξιό μέρος τους. Ο αποβιώσας έχασε τον έλεγχο πέφτοντας στο αριστερό κράσπεδο και ακολούθως το αυτοκίνητό του ανατράπηκε, με τραγικό επακόλουθο το θάνατό του.

Στο σημείο του ατυχήματος ο δρόμος είναι ευθύς και το ασφαλτικό οδόστρωμα έχει πλάτος 12' 6". Το ασφαλτικό οδόστρωμα ήταν σε κακή κατάσταση και υπήρχε φθορά στις δύο άκρες που έφθανε σε βάθος τις 6". Το αριστερό κράσπεδο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα είναι 5'. Το αριστερό κράσπεδο σε σχέση με την πορεία του αποβιώσαντα είναι 3' και πέραν αυτού υπάρχει αυλάκι πλάτους 4 6". Δεν υπήρχαν ίχνη που να υποδηλούν τον τόπο της σύγκρουσης. Η μόνη πραγματική μαρτυρία ήταν τα ίχνη των τροχών των δύο οχημάτων στα κράσπεδα των δύο πλευρών της ασφάλτου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έπεσε στο αριστερό κράσπεδο από απόσταση 40' πριν τη σύγκρουση και ότι η σύγκρουση έγινε στο κράσπεδο αυτό, εν όψει της προηγούμενης του δήλωσης ότι δεν αντελήφθηκε σε ποιό σημείο του δρόμου έγινε η σύγκρουση. Το σημείο σύγκρουσης, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, βρισκόταν πολύ κοντά στο κέντρο του δρόμου και συγκεκριμένα στο χώρο των 8 ποδών, μεταξύ της έναρξης των αποτυπωμάτων των τροχών των δύο οχημάτων.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο οδηγοί προσπάθησαν να αποφύγουν τη σύγκρουση την τελευταία στιγμή, οδηγώντας αριστερότερα, χωρίς όμως να το κατορθώσουν εντελώς και έτσι τα δύο οχήματα ήλθαν σε ελάχιστη επαφή στο μπροστινό δεξιό μέρος τους. Σαν αποτέλεσμα αποφάσισε ότι και οι δύο οδηγοί ευθύνονται εξ ίσου για τη σύγκρουση.

Ο μόνος λόγος έφεσης αφορούσε το θέμα της ευθύνης. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αμφισβήτησε την ορθότητα του καθορισμού του σημείου σύγκρουσης. Επίσης εισηγήθηκε ότι η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ότι δεν του παρεχόταν άλλη εκλογή πέραν από του να οδηγήσει το αυτοκίνητό του στο κράσπεδο, ήταν εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

Η ίση κατανομή ευθύνης μεταξύ των δύο οδηγών είναι ορθή, δεδομένου ότι και οι δύο διέπραξαν τις ίδιες πράξεις αμέλειας. Δε διαπιστώνεται οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 17 Αυγούστου, 1995 (Aρ. Aγωγής 11831) με την οποία κρίθηκε, ότι και οι δύο οδηγοί ευθύνονται εξίσου για τη σύγκρουση των οχημάτων.

Κιτρομηλίδης, για τον Eφεσείοντα.

Θ. Μόντης, για τους Eφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Το θέμα της ευθύνης για το θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 25.9.83 στο δρόμο Τσερίου-Αναλυόντα, είναι ο μόνος λόγος έφεσης που απέμεινε. Ο κ. Κιτρομηλίδης, δικηγόρος του εφεσείοντα, απέσυρε τους άλλους λόγους κατά την ακρόαση της έφεσης ενώπιόν μας. Aυτή την υπεύθυνη συμπεριφορά του κ. Κιτρομηλίδη τη σχολιάζουμε ευμενώς.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής CE248, οδηγείτο κατά μήκος του ρηθέντος δρόμου από τον αποβιώσαντα Παναγιώτη Ποταμίτη με κατεύθυνση προς τον Αναλυόντα. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής ΝΒ356 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα. Όταν τα δυο αυτοκίνητα συναντήθηκαν συγκρούστηκαν ελαφρά στο μπροστινό δεξιό μέρος τους.  Ο αποβιώσας έχασε τον έλεγχο πέφτοντας στο αριστερό κράσπεδο κι ακολούθως το αυτοκίνητό του ανετράπη με τραγικό επακόλουθο τον θάνατό του.

Στη σκηνή του ατυχήματος ο δρόμος είναι ευθύς και το ασφαλτικό οδόστρωμα έχει πλάτος 12΄6". Το αριστερό κράσπεδο σε σχέση με την πορεία του αποβιώσαντα είναι 3΄ και πέραν αυτού υπάρχει αυλάκι πλάτους 4΄6". Το αριστερό κράσπεδο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα είναι 5΄. Το ασφαλτικό οδόστρωμα ήταν σε κακή κατάσταση και στις δυο άκριες του υπήρχε φθορά που έφτανε σε βάθος τις 6". Μετά την σύγκρουση δεν βρέθηκαν στην σκηνή οποιαδήποτε ίχνη που να υποδηλούν τον τόπο της σύγκρουσης. Η μόνη πραγματική μαρτυρία ήταν τα ίχνη τροχών των δυο οχημάτων στα κράσπεδα των δυο πλευρών της ασφάλτου. Αυτά τα ίχνη σημειώθηκαν στο σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος (Τεκμήριο 1). Στο σχεδιάγραμμα αυτό σημειώνονται επίσης δύο σημεία σύγκρουσης, το σημείο Χ1 το οποίο απέχει 5΄ 6" από την άκρα της ασφάλτου, το οποίο υπόδειξε ο εφεσείων και το σημείο Χ που ο εξεταστής της υπόθεσης θεώρησε σαν το πιο πιθανό αν η σύγκρουση είχε επισυμβεί στο σημείο του δρόμου που υπέδειξε ο εφεσείων.

Η μόνη εκδοχή που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το πώς επεσυνέβη το ατύχημα, ήταν αυτή του εφεσείοντα. Αυτός ανάφερε στο Δικαστήριο ότι δεν αντελήφθηκε σε ποιο σημείο του δρόμου έγινε η σύγκρουση. Το ότι έγινε η σύγκρουση το αντελήφθη ύστερα που του ανάφερε κάτι ο συνεπιβάτης του. Ως προς τα μέτρα που έλαβε για να αποφύγει τη σύγκρουση ήταν η θέση του πως οδήγησε το αυτοκίνητο του στο αριστερό κράσπεδο από απόσταση 40΄ πριν από  τη σύγκρουση, και ότι η σύγκρουση έγινε ενώ το αυτοκίνητό του ευρίσκετο στο κράσπεδο αυτό. Από αυτή τη θέση το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφηνε επαρκή χώρο στο αυτοκίνητο του αποβιώσαντα να συνεχίσει την πορεία του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας την ενώπιον του μαρτυρία ανάφερε ότι τα σημεία Χ και Χ1 στο Τεκμήριο 1 δεν βοηθούν στον έλεγχο της μαρτυρίας του εφεσείοντα, δεδομένου ότι σημειώθηκαν στο σχεδιάγραμμα με βάση τα όσα ο εφεσείων ανάφερε στον ερευνητή. Επίσης ανάφερε πως σύμφωνα με την μαρτυρία του ερευνητή, το σημείο Χ θα ήταν ορθό μόνο στην περίπτωση που η πληροφορία την οποία έδωσε ο εφεσείων ήταν ορθή κι αξιόπιστη.  Εφ' όσον δεν είχε αυτή την πληροφορία, ο μάρτυς θα θεωρούσε ότι το σημείο σύγκρουσης θα ήταν κάπου πλησίον εκεί που αρχίζουν τα ίχνη των τροχών των δυο οχημάτων στα δυο κράσπεδα και καθόρισε το χώρο αυτό σαν τη διαφορά των 8 ποδών που υπάρχει στην έναρξη των αποτυπωμάτων των τροχών των δυο οχημάτων.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν έλεγε την αλήθεια όταν ισχυριζόταν ότι έπεσε στο αριστερό κράσπεδο από απόσταση 40΄ πριν τη σύγκρουση, αφού δεν γνώριζε πότε έγινε η σύγκρουση και δεν μπορούσε να καθορίσει αυτή την απόσταση. Επίσης ως προς το σημείο σύγκρουσης το Δικαστήριο  θεώρησε σημαντικό το γεγονός ότι ο εφεσείων από την αρχή έδειξε στον εξεταστή της υπόθεσης ότι τούτο απήχε μόνο 9" από το κέντρο της ασφάλτου. Πέραν αυτού, το Δικαστήριο σχολιάζει ότι η μαρτυρία του συνεπιβάτη του εφεσείοντα Ανδρέα Θεοδώρου σε σχέση με τον χρόνο που του είπε κάτι, έρχεται σε σύγκρουση με τα όσα επί τούτου μαρτύρησε ο εφεσείων.

Καταλήγοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία και ιδιαίτερα την πραγματική, βρήκε ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν πολύ κοντά στο κέντρο του δρόμου, και συγκεκριμένα στο χώρο των 8 ποδών, μεταξύ της έναρξης των αποτυπωμάτων των τροχών των δυο οχημάτων, και τούτο γιατί:-

(α)         Η έναρξη τους βρίσκεται πολύ πλησίον η μια της άλλης και είναι λογικό ότι τα οχήματα άλλαξαν πορεία μόνο τη στιγμή που ο κίνδυνος ήταν επικείμενος.

(β)       Δεν θα μπορούσαν τα οχήματα να είχαν συγκρουστεί στο ύψος του δρόμου όπου τα σημεία Χ και Χ1 στο Τεκμήριο 1, το όχημα του εναγομένου να μη κάμει καμία αλλαγή πορείας σ' αυτό το σημείο και το όχημα του αποβιώσαντα να κάμει αλλαγή πορείας αλλά μετά που διάνυσε 74΄ που είναι η απόσταση από το Χ1 μέχρι την έναρξη των ιχνών αποτυπωμάτων του οχήματος του αποβιώσαντα.

Ακολούθως κατάληξε στο συμπέρασμα ότι και τα δυο οχήματα κρατούσαν το καθένα την αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία τους προς το κέντρο του δρόμου, χωρίς να κινηθούν αριστερά μέσα στο κράσπεδο μέχρι και τη στιγμή που συναντήθηκαν.  Και οι δυο οδηγοί προσπάθησαν να αποφύγουν τη σύγκρουση την τελευταία στιγμή οδηγώντας αριστερότερα χωρίς όμως να το κατορθώσουν εντελώς και έτσι τα δυο οχήματα ήρθαν σε ελάχιστη επαφή στο μπροστινό δεξιό μέρος τους.  Σαν αποτέλεσμα αποφάσισε ότι οι δυο οδηγοί ευθύνονται εξίσου για τη σύγκρουση.

Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται από τον εφεσείοντα. Είναι η θέση του δικηγόρου του ότι από το σχεδιάγραμμα προκύπτει πως πριν από τη σύγκρουση ο εφεσείων ευρίσκετο 2½ πόδια μακριά από την άκρια της ασφάλτου στα αριστερά του, εντός του κρασπέδου πλάτους 5΄. Ότι το Χ1  που το υπέδειξε ο εναγόμενος και το Χ2 που το υπέδειξε ο ερευνητής, δεν έπρεπε να μην γίνουν αποδεκτά  και χαρακτηρίζει το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς το σημείο σύγκρουσης εκ των πραγμάτων αδύνατο. Ακόμα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντα από την οποία προκύπτει πως αυτός πέραν από του να οδηγήσει το αυτοκίνητό του στο κράσπεδο, δεν μπορούσε να κάμει οτιδήποτε άλλο για να αποφύγει το δυστύχημα.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος, υπεστήριξε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Έχουμε τη γνώμη πως η πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος της ευθύνης είναι απόλυτα ορθή και ενδελεχής.  Με βάση την μαρτυρία όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο την ανέλυσε, την αξιοποίησε και την αποδέχθηκε, καταλήγουμε και εμείς στο ίδιο συμπέρασμα πως η ευθύνη που πρέπει να αποδοθεί και στους δυο οδηγούς είναι ίση, δεδομένου ότι και οι δυο διέπραξαν τις ίδιες πράξεις αμέλειας. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε που να μας δικαιολογεί να επέμβουμε και να ανατρέψουμε την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα, καταλήγουμε πως είναι δίκαιο να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή, ενόψει της απόσυρσης των υπολοίπων λόγων της έφεσης της από το δικηγόρο του εφεσείοντα, που σε αντίθετη περίπτωση ήταν ενδεχόμενο η έφεση να οδηγείτο σε άλλες εξελίξεις.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο