ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 85
21 Ιανουαρίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑ,
Εφεσείων-Eναγόμενος,
v.
ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Eνάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9788)
Μαρτυρία — Δεκτότητα μαρτυρίας αστυνομικού, που εξέτασε τροχαίο ατύχημα, ως προς τη διαπίστωση της ταυτότητας οδηγού αυτοκινήτου, που ενεπλάκη σ' αυτό — Καθοριστική σημασία έχει το γεγονός της εμφάνισης του οδηγού ενώπιον του Δικαστηρίου, όχι η προσωπική του παράσταση, αλλά η εκπροσώπησή του από δικηγόρο.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ταυτότητα του εφεσείοντα, ως οδηγού του εμπλεκόμενου αυτοκινήτου. Ο δικηγόρος του ισχυρίστηκε σχετικά, ότι δεν αποδείχθηκε με νόμιμη μαρτυρία, ότι ο πελάτης του ήταν όντως ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου. Η δήλωση ότι το πρόσωπο που ήταν στη σκηνή ονομαζόταν όπως το ίδιο είπε στον αστυνομικό που εξέτασε το ατύχημα, Ευάγγελος Βαρνάβα, στερείται αποδεικτικής αξίας. Το δικαστήριο δεν έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία του αστυνομικού αναφορικά με το θέμα αυτό, ούτε προφορική μαρτυρία από τον αστυνομικό για έγγραφα, όπως τον τίτλο ιδιοκτησίας του αυτοκινήτου, αλλά προπαντός την άδεια οδηγού, που δεν κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, είχε αποφανθεί ότι η δήλωση του εφεσείοντα - ο οποίος δεν είχε δώσει μαρτυρία - ότι ονομάζεται Ευάγγελος Βαρνάβα, είναι δήλωση εναντίον του συμφέροντός του, που μπορεί να δοθεί σαν μαρτυρία εναντίον του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας, επειδή με αυτή παραδέχεται την ταυτότητά του σαν οδηγός του εμπλεκόμενου στο δυστύχημα αυτοκινήτου. Περιπλέον είχε στην κατοχή του έγγραφα στα οποία αναγραφόταν το όνομα Ευάγγελος Βαρνάβα από τη Λάρνακα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Όχι όμως ακριβώς για τους λόγους που περιέχονται σ' αυτή.
2. Ο Καν. 47(2)(α) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 παρέχει δικαίωμα σε αστυνομικό όργανο να σταματά οδηγό και να λαμβάνει και ελέγχει τα στοιχεία της άδειάς του. Αυτό ισοδυναμεί με δήλωση του οδηγού ότι το όνομα της άδειας είναι το όνομα του οδηγού και ότι η άδεια είναι η δική του άδεια και συνιστά εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι, άτομο με αυτό το όνομα ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου στη συγκεκριμένη εκείνη περίπτωση.
3. Η εκπροσώπηση του εφεσείοντα από δικηγόρο, καθώς και όλα τα στοιχεία που αφορούν την επίδοση, που περιγράφει η πρωτόδικη απόφαση, συνιστούν ικανοποιητική μαρτυρία επί της οποίας το δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Subramaniam v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965 P.C.,
Martin v. White, The Justice of the Peace, Reports [1910] Vol. 74, p. 106.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 1 εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Nικολάτος, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 8 Αυγούστου, 1996 (Aρ. Aγωγής 977/92) με την οποία κρίθηκε ως ο οδηγός του αυτοκινήτου που προκάλεσε τροχαίο ατύχημα, πράγμα που αρνήθηκε στην υπεράσπισή του.
Α. Ποιητής με Γ. Λουκαΐδη, για τον Eφεσείοντα.
Χρ. Παύλου, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ένα είναι το σημείο της έφεσης. Και αφορά τη δεκτικότητα συγκεκριμένης μαρτυρίας. Ανέκυψε ως εξής: Οι διάδικοι ενεπλάκησαν σε οδικό ατύχημα στο δρόμο Ξυλοφάγου-Αγ. Νάπας. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή ότι ο εφεσείων είχε όλη την ευθύνη για το συμβάν δεν αμφισβητείται. Ούτε οι αποζημιωσεις που επιδίκασε υπέρ του εφεσιβλήτου. Άλλωστε τα σχετικά ποσά είχαν προσυμφωνηθεί. Ας σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος στράφηκε και εναντίον κάποιας Κυριακής Βαρνάβα από τη Λάρνακα. Την ενήγαγε ως ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου που, κατά τον κρίσιμο χρόνο, οδηγούσε ο εφεσείων. Και όντως ήταν (βλέπε παράγραφο 1 της γραπτής υπεράσπισης της). Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή γιατί, ύστερα από αναφορά στη σχετική νομολογία υπό το πρίσμα της οποίας εξέτασε τα γεγονότα της υπόθεσης, κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ευθύνη της εκ προστήσεως. Ούτε το μέρος αυτό της απόφασης θα μας απασχολήσει. Δεν υπάρχει αντέφεση.
Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη μαρτυρία που υπήρχε με βάση την οποία ο πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε πως ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου που προκάλεσε το ατύχημα, πράγμα που αρνήθηκε στην υπεράσπιση του. Η μαρτυρία προέρχεται από τον αστυνομικό (Μ.Ε.4), που εξέτασε το δυστύχημα. Ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία. Ο αστυνομικός ανέφερε ότι μόλις έφθασε στον τόπο του δυστυχήματος, από το αυτοκίνητο, από τη θέση του οδηγού, βγήκε ένα πρόσωπο. ότι σε σχετική ερώτηση του το πρόσωπο αυτό είπε πως ονομάζεται Ευάγγελος Βαρνάβα, που είναι το όνομα του εφεσείοντα. ότι έλεγξε τα στοιχεία του μεταξύ των οποίων και την άδεια οδήγησης. και ότι από αυτά διαπίστωσε ότι επρόκειτο όντως για τον Ευάγγελο Βαρνάβα από τη Λάρνακα. Υπήρχε ακόμη μαρτυρία από τον επιβάτη της μοτοσυκλέτας (Μ.Ε.5), την οποία οδηγούσε ο εφεσίβλητος, που, όπως επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, επιβεβαίωσε τη στιχομυθία μεταξύ αστυνομικού και οδηγού. Συγκεκριμένα ο μάρτυς ανέφερε:
"Στην απάντηση του προς τον Αστυνομικό ο οδηγός είπε ότι ονομαζόταν Ευάγγελος Βαρνάβα και όταν τον ερώτησε ο αστυνομικός εάν το όχημα ανήκε σ' αυτόν είπε πως όχι, πως ανήκε στην μητέρα του Κυριακή Βαρνάβα."
Η διαπίστωση της ταυτότητας του οδηγού από την άδεια του χαρακτηρίστηκε ως πρωτογενής μαρτυρία από τον πρωτόδικο δικαστή και επομένως, η μαρτυρία αυτή δεν παρείχε τη βάση για δικανικό συμπέρασμα επί του θέματος. Να τι είπε:
"Είναι προφανές πως η μαρτυρία του ΜΕ4 ότι διαπίστωσε το όνομα του οδηγού του αυτοκινήτου από την άδεια οδηγού του και το Ασφαλιστικό Έγγραφο, μόνο σαν πρωτογενής μαρτυρία μπορεί να γίνει δεκτή και όχι σαν απόδειξη της αλήθειας των όσων έγραφαν τα προαναφερόμενα έγγραφα."
Δε διαφωνεί ο δικηγόρος του εφεσείοντα με την παραπάνω προσέγγιση. Έστρεψε όμως τα πυρά του στα ευρήματα που έγιναν στη συνέχεια. Τα μεταφέρουμε εδώ:
"(α) Το πρόσωπο που κατέβηκε από τη θέση του οδηγού του εμπλεκομένου αυτοκινήτου, μερικά λεπτά μετά το ατύχημα, ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου εκείνου.
(β) Η δήλωση του ότι ονομάζεται Ευάγγελος Βαρνάβα είναι δήλωση εναντίον του συμφέροντος του που μπορεί να δοθεί σαν μαρτυρία εναντίον του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας, επειδή με αυτή παραδέχεται την ταυτότητα του σαν ο οδηγός του εμπλεκομένου, στο δυστύχημα, αυτοκινήτου. Περιπλέον το πρόσωπο εκείνο είχε στην κατοχή του και έγγραφα στα οποία αναγραφόταν το όνομα Ευάγγελος Βαρνάβα από τη Λάρνακα."
Εξετάστηκε επίσης το επιχείρημα του κ. Λουκαΐδη, που εμφανίστηκε και στην πρωτόδικη δίκη, ότι και να δεχθεί κανείς πως το όνομα του οδηγού ήταν αυτό που ανέφερε ο αστυνομικός μάρτυς, πάλιν το γεγονός δεν είναι αρκετό για να συνδεθεί και να ταυτισθεί με τον εφεσείοντα. Γιατί μπορεί να πρόκειται για απλή συνωνυμία. Η ίδια ακριβώς πρόταση τέθηκε και σε μας. Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε το επιχείρημα με τη σκέψη ότι μετά την υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, που διατάχθηκε από το δικαστήριο, στη μητέρα του εφεσείοντα Κυριακή Βαρνάβα και οι δύο εναγόμενοι εμφανίστηκαν και υπερασπίστηκαν στο δικαστήριο με δικηγόρο. Χωρίς να προβούν σε διάβημα παραμερισμού είτε της επίδοσης είτε του κλητηρίου. Το δικαστήριο πρόσθεσε πως ο εφεσείων δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να προβάλει ισχυρισμό περί συνωνυμίας ή οτιδήποτε άλλο. Και ο πρωτόδικος δικαστής σαν κατακλείδα στο όλο θέμα παρατηρεί:
"Επομένως θεωρώ ότι ο Ενάγοντας κατόρθωσε με αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία να αποδείξει, με βάση το ισοζύγιον των πιθανοτήτων, ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου GM231 κατά τον ουσιώδη χρόνο, ονομαζόταν Ευάγγελος Βαρνάβα, από τη Λάρνακα και είναι ο Εναγόμενος 1."
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε ότι δεν υπάρχει νόμιμη μαρτυρία που θα μπορούσε να στηρίξει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστή ότι ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου. Η μαρτυρία που τον οδήγησε στο συμπέρασμα του παραβιάζει το θεμελιακό κανόνα του δικαίου της απόδειξης, που αποκλείει τη λήψη υπόψη εξ ακοής μαρτυρίας, όπως ήταν η φύση της δήλωσης που επιτράπηκε εδώ. Η δήλωση ότι το πρόσωπο που ήταν στη σκηνή ονομαζόταν, όπως το ίδιο είπε, Ευάγγελος Βαρνάβα, στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας. Το δικαστήριο δεν έπρεπε να δεχθεί προφορική μαρτυρία από τον αστυνομικό για έγγραφα, όπως τον τίτλο ιδιοκτησίας του αυτοκινήτου, αλλά προπαντός την άδεια του οδηγού, που δεν κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
Περαιτέρω, σύμφωνα πάλιν με την εισήγηση του κ. Α. Ποιητή, το δικαστήριο, με βάση την υπόθεση Subramaniam v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965 P.C., πέρα από την επισήμανση για την πρωτογενή φύση της μαρτυρίας, δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι ήταν, για τους λόγους που έδωσε και που προαναφέρθηκαν, αληθές το περιεχόμενο της δήλωσης.
Έχουμε την άποψη ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Όχι όμως ακριβώς για τους λόγους που περιέχει η απόφαση του, όπως θα φανεί από την παρακάτω σύντομη ανάπτυξη. Παρόμοια θέματα, όπως διαπιστώσαμε από τη δική μας έρευνα, ανεφύησαν στην υπόθεση Martin v. White, The Justice of the Peace, Reports [1910] τόμος 74, σελ. 106, που, ας λεχθεί εν παρόδω, είναι εφετειακή απόφαση.
Το επιχείρημα για τον αποκλεισμό της μαρτυρίας απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Η ταυτότητα των δύο περιπτώσεων φαίνεται από το εξής απόσπασμα στη σελ. 109:
"Mr. Danckwerts said that Police-sergeant Baker had no right to give any evidence of the contents of the licence produced to him by the person stopped, because there was no proof that that person was the appellant in the present case. It is not disputed that that contention is contrary to the judgment in Marshall v. Ford, supra, and in my opinion it is not a sound contention."
Δεν είναι άσχετο να αναφερθεί ότι η απόφαση διαγράφει με καθαρότητα και το σκοπό των διατάξεων που δεν είναι άλλος από τη διαπίστωση της ταυτότητας του οδηγού:
"It is plain that the object of the provisions of the Motor Car Act, 1903, as to the production of a licence on demand was to make it possible to identify the driver. I can see that it may be contended that s.1(2) of that Act does not directly apply to this case, but it shows that throughout the statute it is contemplated that the licence should be the means of identifying the driver."
Το νομοθετικό βάθρο της υπόθεσης αποτελούσαν οι διατάξεις του Motor Car Act του 1903 αναφορικά με το δικαίωμα αστυνομικού οργάνου να σταματά οδηγό και να λαμβάνει και ελέγχει τα στοιχεία της άδειας του. Όμως έχουμε ανάλογες διατάξεις: βλέπε Καν. 47(2)(α) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984.
Καθοριστική σημασία έχει το γεγονός της εμφάνισης του εφεσείοντα. Και δεν εννοούμε την προσωπική του παράσταση στο δικαστήριο. Αλλά την εκπροσώπηση του από δικηγόρο. Και στην προκείμενη περίπτωση φυσικά όλα τα στοιχεία που αφορούν την επίδοση, που περιγράφει η πρωτόδικη απόφαση. Παραθέτουμε στη συνέχεια το ουσιαστικό μέρος της απόφασης του Αρχιδικαστή Alverstone στην παραπάνω υπόθεση, που άπτεται των ιδίων ακριβώς ζητημάτων, το οποίο και υιοθετούμε:
"Εven though a person may be lawfully driving a car with a licence, he is guilty of an offence if he does not produce it. The object of that provision is to protect the public through there being a means of ascertaining the identity of the person driving, as I said in Marshall v. Ford, supra. I said there, "When in the course of his duty a constable acting under the Act gets the name of a person who afterwards appears in court, that is evidence on which the magistrates may act." I did not there mean to refer to personal appearance in court; but I referred to apperance in the course of the case. That is clear from my judgment in R. v. Thompson, supra. I do not think that the question of a notice to produce has anything to do with this point. Where a constable stopping a car gets the licence from the person driving the car, that amounts to a statement by the driver that the name in the licence is his name and that it is his licence, and it is prima facie evidence that a person of that name was driving the car on that particular occasion. When one remembers that the driver must have a licence on his person, it would be absurd if the magistrates had to hold that there was no evidence that the man summoned is the same. When the man is summoned under that name and keeps away from the court by the advice of his counsel, it is impossible to say that there is no evidence of identity. As to the other two cases they present more difficutly. In those cases there was no evidence of any statement to the constable by the person driving or of any licence having been produced."
Αξίζει να σημειωθεί και το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Bray:
"Therefore it seems to me that the fact that that person did produce this licence is some evidence that he was the person mentioned in that licence. Therefore in the Barnet case there is some evidence of identity, and it is evidence on which the justices might act in the particular circumstances of this case when it was known that the question in dispute was whether the appellant had been previously convicted, and when by counsel's advice he did not appear."
Έπεται ότι η υπό κρίση έφεση είναι αβάσιμη. Απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.