ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1741
19 Δεκεμβρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
DANIEL CHRISTOFIDES SALAMAN,
Eφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Eφεσίβλητου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9771).
Αποφάσεις και Διατάγματα — Απόφαση για εγγραφή δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε από αλλοδαπό Δικαστήριο — Ο περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων, (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμος, Κεφ. 10 — Εφαρμοστέες αρχές.
Δεδικασμένο — Αρχή του δεδικασμένου — Η εφαρμογή της, προϋποθέτει απόφαση επί της ουσίας προηγούμενης δικαστικής υπόθεσης.
Πολιτική Δικονομία — Έφεση — Aναφορικά με απόφαση για εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής απόφασης — Εφαρμοστέα χρονικά πλαίσια για καταχώριση έφεσης — Δ.35(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Ο εφεσίβλητος πέτυχε την εγγραφή δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε από Αγγλικό Δικαστήριο με την οποία του επιδικάσθηκε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως οφειλόμενα ενοίκια από τον εφεσείοντα.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης της αίτησης που καταχώρησε ο εφεσείων για παραμερισμό της πιο πάνω εγγραφής της απόφασης.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι:
α) Η αίτηση για εγγραφή δεν έγινε βάσει των Κανονισμών που θεσπίστηκαν με τον περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων, (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμο Κεφ. 10.
β) Η απόφαση εγγραφής ήταν εσφαλμένη λόγω εσφαλμένης εφαρμογής από το Δικαστήριο των διατάξεων του Άρθρου 6(1)(α)(ΙΙΙ)(IV) και (V) του Νόμου.
γ) Το θέμα ήταν δεδικασμένο γιατί παρόμοια αίτηση εγγραφής της ίδιας απόφασης απορρίφθηκε από άλλο Δικαστήριο.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η έφεση ήταν εκπρόθεσμη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αίτηση για εγγραφή της απόφασης έγινε νομότυπα και με πιστή τήρηση των Διαδικαστικών Κανονισμών και του Νόμου. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε, σύμφωνα με τη διαταγή του αρχικού Δικαστηρίου της Αγγλίας, προσωπικά στον εφεσείοντα στην Κύπρο. Ο ίδιος δεν εμφανίστηκε στο αρχικό Δικαστήριο το οποίο ανέβαλε πολλές φορές την υπόθεση για διάφορους λόγους, στο τέλος όμως ο δικηγόρος του, δέκτηκε εναντίον του την επίδικη απόφαση, αντικείμενο της εγγραφής.
2. Το δεδικασμένο δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση γιατί στην άλλη αίτηση το Δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της συνδρομής των προϋποθέσεων εγγραφής, που θέτει ο Νόμος και οι νομολογιακές αρχές. Η προηγούμενη αίτηση είχε απορριφθεί για καθαρά διαδικαστικούς τυπικούς λόγους, και όχι ουσίας.
3. Η έφεση καταχωρίστηκε εντός της νενομισμένης προθεσμίας των 42 ημερών που προβλέπουν οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας και ως εκ τούτου δεν είναι εκπρόθεσμη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Per Curiam:
H επίδειξη επιμέλειας και ορθής συμπεριφοράς εκ μέρους του εφεσείοντα θα συμβάδιζε με το σκοπό του Νόμου, που είναι η αμοιβαία εφαρμογή των αποφάσεων Δικαστηρίων χωρών, που λειτουργούν στο ίδιο πνεύμα απονομής της δικαιοσύνης.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 22/5/96 (Aρ. Aίτησης 322/95), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραμερισμό της εγγραφής δικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε από το County Court του Willesden της Aγγλίας.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χ"Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:Στις 11.7.95 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το Δικαστήριο Εγγραφής, διέταξε την εγγραφή της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στις 13.11.91 από το County Court του Willesden της Αγγλίας εναντίον του εφεσείοντα-αιτητή. Με την απόφαση επιδικάστηκαν στον εφεσίβλητο £10,320.99 Αγγλικές στερλίνες, ως οφειλόμενα ενοίκια από τον εφεσείοντα. Η εγγραφή της απόφασης έγινε μετά από αίτηση του εφεσίβλητου.
Στις 11.8.95 ο εφεσείοντας καταχώρισε αίτηση για παραμερισμό της πιο πάνω εγγραφής της απόφασης στην οποία ενέστη ο εφεσίβλητος. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αιτιολογώντας εμπεριστατωμένα την απόφασή του, που εξέδωσε στις 22.5.96. Η παρούσα έφεση ασκήθηκε εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα στη γραπτή του αγόρευση, και ενώπιον μας, επανέλαβε τις ίδιες εισηγήσεις που έκαμε στο Δικαστήριο, και που έχουν βασικά δυο σκέλη. Στο πρώτο ασχολήθηκε με αμιγώς διαδικαστικά ζητήματα, προβάλλοντας αριθμό αιτιάσεων περί αντικανονικότητας της αίτησης με αναφορά στις διατάξεις των σχετικών Κανονισμών που θεσπίστηκαν βάσει του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων, (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμου Κεφ.10. Στο δεύτερο σκέλος των εισηγήσεών του προσβάλλεται η απόφαση εγγραφής ως εσφαλμένη, με τον ισχυρισμό πως το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του άρθρου 6(1) (α)(III)(IV) και (V) του Νόμου. Επιπλέον, πρότεινε πως το ζήτημα ήταν δεδικασμένο ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί παρόμοια αίτηση εγγραφής της ίδιας απόφασης απορρίφθηκε από άλλο Δικαστήριο Εγγραφής στις 14.4.95, στην Αίτηση 216/94.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ο δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενδιέτριψε με περισσή λεπτομέρεια στους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείοντας, που συνοψίζουμε πιο πάνω, τους οποίους και απέρριψε ως αβάσιμους. Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε και εμείς στην ίδια έκταση γιατί κρίνουμε πως οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, αλλά και οι απόψεις που εξέφρασε επί της νομικής πτυχής της υπόθεσης είναι ορθές. Θα επικεντρωθούμε στα βασικά σημεία τα οποία κρίνουμε ως συζητήσιμα στην έφεση. Λέγουμε αμέσως πως δικονομικά η αίτηση για εγγραφή της απόφασης του αρχικού Δικαστηρίου της Αγγλίας έγινε νομότυπα και με πιστή τήρηση των Διαδικαστικών Κανονισμών και του Νόμου. Ένας ισχυρισμός που πρόβαλε ο εφεσείοντας, για να επιτύχει τον παραμερισμό της εγγραφής, ήταν πως δεν έλαβε εμπρόθεσμα ειδοποίηση της εναντίον του διαδικασίας στο αρχικό Δικαστήριο, ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί την εναντίον του αγωγή, στην οποία και δεν εμφανίστηκε. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) (α) (ΙΙΙ) του Νόμου, αν ο οφειλέτης δεν είχε αυτή την ευκαιρία, να υπερασπιστεί δηλαδή την εναντίον του διαδικασία, τούτο θα αποτελούσε λόγο παραμερισμού της εγγραφής της απόφασης. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο στην υπό εξέταση υπόθεση. Το κλητήριο ένταλμα σύμφωνα με διαταγή του αρχικού Δικαστηρίου της Αγγλίας επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσείοντα στην Κύπρο. Ο ίδιος δεν εμφανίστηκε στο αρχικό Δικαστήριο, το οποίο ανέβαλε πολλές φορές την υπόθεση για διάφορους λόγους, στο τέλος όμως ο συνήγορος του εφεσείοντα δέκτηκε εναντίον του την επίμαχη απόφαση, αντικείμενο της εγγραφής. Ο εφεσείοντας πρόβαλε αόριστους και ανυπόστατους ισχυρισμούς για την έκδοση της εις βάρος του απόφασης, αποδίδοντας δόλο στους παράγοντες της δίκης, τον οποίο προεκτείνει μάλιστα μέχρι του ίδιου του Δικαστηρίου της Αγγλίας, προφανώς για να εκμεταλλευτεί και τις διατάξεις της παραγράφου «IV» στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου. Θα παρατηρούσαμε σ' αυτό το σημείο πως επίδειξη επιμέλειας και ορθής συμπεριφοράς εκ μέρους του εφεσείοντα θα συμβάδιζε με το σκοπό του Νόμου, που είναι η αμοιβαία εφαρμογή των αποφάσεων Δικαστηρίων χωρών, που λειτουργούν στο ίδιο πνεύμα απονομής της δικαιοσύνης.
Μια άλλη εισήγηση του συνήγορου του εφεσείοντα που μας απασχόλησε, είναι η πρότασή του πως το ζήτημα της εγγραφής της επίδικης απόφασης είναι δεδικασμένο, με την έννοια ότι άλλος δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που λειτούργησε ως Δικαστήριο Εγγραφής, απέρριψε προηγούμενη παρόμοια αίτηση, που αφορούσε την ίδια απόφαση. Τούτο είναι γεγονός. Ο λόγος όμως που απορρίφθηκε η προηγούμενη αίτηση ήταν γιατί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 3(1), γιατί δεν είχε επισυναφθεί σ' αυτήν η απόφαση του αρχικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο, στην υπό συζήτηση απόφασή του, αφού έκαμε αναφορά στη νομολογία που άπτεται της αρχής του δεδικασμένου, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση γιατί στην άλλη αίτηση, 216/94, το Δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της συνδρομής των προϋποθέσεων εγγραφής, που θέτει ο Νόμος και οι νομολογιακές αρχές, και ως εκ τούτου το θέμα της εγγραφής της απόφασης παρέμεινε ζωντανό για να διερευνηθεί στην ενώπιόν του αίτηση. Συμφωνούμε. Ο αιτητής δεν εμποδιζόταν να επανέλθει στο Δικαστήριο με νέα αίτηση, γιατί η προηγούμενη είχε απορριφθεί για καθαρά διαδικαστικούς τυπικούς λόγους, και όχι ουσίας. Δεν απώλεσε ο αιτητής τα δικαιώματα που έχει σύμφωνα με το Νόμο, επειδή εκ παραδρομής δεν τηρήθηκαν πλήρως οι δικονομικές διατάξεις του Κανονισμού. Η αρχή του δεδικασμένου θα εφαρμοζόταν αν το Δικαστήριο απέρριπτε την εγγραφή για λόγους ουσίας, αν π.χ. συνέτρεχαν οι λόγοι που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Νόμου.
Το τελευταίο ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου πως η έφεση είναι εκπρόθεσμη γιατί δεν καταχωρίστηκε μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της υπό έφεση απόφασης. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αντιτείνει πως το χρονικό διάστημα που προβλέπουν οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας για την καταχώριση της έφεσης σε τέτοια απόφαση είναι 42 ημέρες. Η διάσταση στις απόψεις των δικηγόρων άπτεται ουσιαστικά της φύσης της απόφασης για περιορισμό της εγγραφής. Αν δηλαδή η απόφαση αποτελεί ενδιάμεση ή τελεσίδικη διαταγή ή είναι οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, οπόταν, και που σύμφωνα με την Δ.35(2) στην περίπτωση διαταγής καθορίζεται ο χρόνος της έφεσης σε 14 ημέρες, ενώ στις άλλες περιπτώσεις σε 42.
Έχουμε τη γνώμη πως απόφαση του Δικαστηρίου για εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, είναι το αποτέλεσμα αυτοτελούς και ανεξάρτητης διαδικασίας, που δεν είναι της φύσης της ενδιάμεσης ή τελικής διαταγής. Ως εκ τούτου ο χρόνος για την καταχώριση της εφέσεως είναι 42 ημέρες, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Η έφεση, επομένως, καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα. Απορρίπτεται όμως, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, με έξοδα τα οποία θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.