ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 840

15 Ιουλίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΒΑ,

Εφεσείων-Καθ' ου η αίτηση,

v.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9528).

 

Έφεση — Χρονοδιάγραμμα δεκατεσσάρων ημερών για καταχώρηση έφεσης κατά διατάγματος σε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή — Η πιο πάνω αρχή δεν τηρήθηκε σε έφεση κατά διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9 του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1962 (Ν. 31/62) για καταβολή οφειλόμενου φόρου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης ως εκπρόθεσμης.

Λέξεις και Φράσεις — "Αγωγή" στο Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) και στην Δ.1, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Λέξεις και Φράσεις — "Cause" και "Matter" στη Δ.1, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Ο εφεσείων όφειλε φόρο εισοδήματος ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των ΛΚ14.583,43 πλέον τόκους και στις 31.7.95 διατάχτηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπως καταβάλει το οφειλόμενο ποσό διά δόσεων εκ ΛΚ800,- μηνιαίως από 1.9.95.

Ο εφεσείων στις 31.8.95 καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλει σαν υπερβολικό και αδικαιολόγητο το ποσό που διατάχθηκε να πληρώνει.

Κατά την έναρξη της έφεσης εγέρθηκε προδικαστική ένσταση ότι η έφεση καταχωρήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της Διαταγής 35, Κανονισμός 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, που προνοούν μεταξύ άλλων ότι καμιά έφεση εναντίον οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος, είτε εναντίον διατάγματος, είτε τελικού είτε παρεμπίπτοντος, σε οποιοδήποτε θέμα, που δεν αποτελεί αγωγή, θα ασκείται μετά από πάροδο δεκατεσσάρων ημερών.

Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η αίτηση που καταχωρήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντάσσεται στον ορισμό της αγωγής όπως ορίζεται στη Δ.1 θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών και ότι το εκδοθέν διάταγμα είναι διάταγμα σε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις σχετικές διατάξεις, αποφάνθηκε ότι όντως η αίτηση που καταχωρήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι αγωγή.  Η οφειλή του φόρου τεκμαίρεται με την κατάθεση του πιστοποιητικού και το μόνο που απομένει να γίνει από το Δικαστήριο, είναι η διεξαγωγή της έρευνας και η έκδοση διατάγματος για καταβολή του οφειλόμενου φόρου είτε παραχρήμα είτε διά δόσεων.  Το διάταγμα που εκδόθηκε είναι τελικό Διάταγμα που εκδόθηκε σε θέμα (matter) που δεν αποτελεί αγωγή.

Η έφεση έπρεπε να είχε καταχωρηθεί πριν από την πάροδο 14 ημερών από την έκδοση του Διατάγματος, επομένως είναι εκπρόθεσμη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, E.Δ.) που δόθηκε στις 31.7.1995 (Aρ. Aγωγής 1236/95), με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των £14.583,45 πλέον 9% τόκους ως οφειλόμενο φόρο, δια μηνιαίων δόσεων £800,- από 1.9.95.

Ν. Παναγιώτου, για τον Εφεσείοντα.

Τζ. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

(Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη)

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων όφειλε φόρο εισοδήματος ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των £14.583,45, πλέον τόκους, και στις 31.7.95 διατάχθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως καταβάλει το οφειλόμενο ποσό δια δόσεων εκ £800.- μηνιαίως από 1.9.95.

Ο εφεσείων όφειλε το ως άνω ποσό φόρου και παρέλειψε να το καταβάλει όταν τούτο απαιτήθηκε από τον φοροεισπράκτορα. Σαν επακόλουθο καταχωρήθηκε αίτηση του φοροεισπράκτορα στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(1) του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1962 (Ν. 31/62) και με την προσαγωγή πιστοποιητικού υπογεγραμμένου από το Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων που βεβαίωνε ότι το ως άνω ποσό του φόρου οφειλόταν και παρέμεινε απλήρωτο, κατέστη δυνατή η έκδοση από το Δικαστήριο κλήσης προς το φορολογούμενο για να παρουσιασθεί ενώπιόν του και να εξετασθεί αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση και τα μέσα διαβίωσής του. Η έρευνα αυτή διεξήχθη και το Δικαστήριο διέταξε τον εφεσείοντα να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος δια δόσεων, όπως έχει προαναφερθεί.

Ο εφεσείων στις 31.8.95 καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλει σαν υπερβολικό και αδικαιολόγητο το ποσό των £800.- μηναίως που διατάχθηκε να πληρώνει και ακόμα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το ποσό των £20.000.- που αναλήφθηκε από εταιρεία του, χρησιμοποιήθηκε για προσωπικές του ανάγκες.

Κατά την έναρξη της ακρόασης της έφεσης εγέρθηκαν δυο προδικαστικές ενστάσεις από μέρους των εφεσιβλήτων.

Η πρώτη αφορά εισήγηση ότι η έφεση καταχωρήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της Διαταγής 35, Κανόνας 2, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, που προνοούν σε ότι έχει σχέση με την ένσταση, ότι "..... καμιά έφεση εναντίον οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος, είτε εναντίον διατάγματος, είτε τελικού είτε παρεμπίπτοντος, σε οποιονδήποτε θέμα, που δεν αποτελεί αγωγή, θα ασκείται μετά από πάροδο δεκατεσσάρων ημερών..."

Η δεύτερη ένσταση αφορά τον ισχυρισμό ότι οι λόγοι της έφεσης δεν είναι αιτιολογημένοι.

Όσον αφορά την πρώτη προδικαστική ένσταση, είναι η εισήγηση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η αίτηση που καταχωρήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντάσσεται στον ορισμό της "αγωγής" όπως ορίζεται στη Δ.1 θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών, για να είναι επιτρεπτή η καταχώρηση έφεσης εντός έξι εβδομάδων, όπως προνοεί η Δ.35 θ.2.  Δεν είναι εναρκτήρια αίτηση ούτε και ενδιάμεσο διάταγμα, αλλά διάταγμα σε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αντικρούοντας την εισήγηση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων, εισηγήθηκε ότι η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρέει από αγωγή, γιατί ο φοροθέτης πρέπει να πείσει το Δικαστήριο, με το Πιστοποιητικό που καταθέτει, για να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Ν. 31/62 και η κατάθεση του Πιστοποιητικού δημιουργεί σχέση ενάγοντος και εναγομένου.

Ο όρος "αγωγή" στην έκταση που σχετίζεται με την παρούσα έφεση, ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) ως ακολούθως:-

"'αγωγή' σημαίνει πολιτικήν διαδικασίαν αρχομένην δια κλητηρίου εντάλματος ή κατά τοιούτον άλλον τρόπον ως καθορίζεται υπό διαδικαστικού κανονισμού ..."

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.1, θ.2 δίδει τον ίδιο όπως πιο πάνω ορισμό στον όρο "αγωγή" με την προσθήκη μετά από τις λέξεις "ως καθορίζεται υπό" των λέξεων "οιουδήποτε νόμου ή".

Επίσης στην ίδια Διάταξη και θεσμό δίδεται και ο ορισμός της λέξης "cause", που περιλαμβάνει οιανδήποτε αγωγή ή άλλη εναρκτήρια διαδικασία μεταξύ ενάγοντα και εναγομένου.

Ακόμα ορίζεται και η λέξη "θέμα" ("matter"), που περιλαμβάνει κάθε διαδικασία στο Δικαστήριο που δεν αποτελεί αντιδικία ("cause"). Στα αγγλικά, όπως είναι διατυπωμένο το κείμενο, ο ορισμός αναφέρει "matter" includes every proceeding in court not in a cause.

Από τις πιο πάνω διατάξεις γίνεται φανερό, ότι η αίτηση που καταχωρήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι αγωγή.

Ο φόρος εισοδήματος κατέστη οφειλόμενος από τον εφεσείοντα και παρέμεινε απλήρωτος και με την κατάθεση του σχετικού Πιστοποιητικού που βεβαιώνει τα ως άνω, το έργο του Δικαστηρίου περιορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 31/62, στη διενέργεια έρευνας περί την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα, για να αποφασιστεί ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής του οφειλόμενου φόρου. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει το δίκαιο της επιβληθείσας φορολογίας ή την ακρίβεια του οφειλόμενου ποσού και οφείλει να εκδόσει το αιτούμενο διάταγμα εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι επλήρωσε προηγουμένως το οφειλόμενο ποσό ή ότι δεν είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο Πιστοποιητικό (βλ. άρθρο 9(6) του Νόμου).  Η απόδειξη των στοιχείων αυτών επιτυγχάνεται με την παρουσίαση της απόδειξης πληρωμής ή της ταυτότητας του φορολογουμένου και η διαδικασία αυτή δεν αφορά σε οποιαδήποτε αντιδικία μεταξύ ενάγοντα και εναγομένου. Η οφειλή του φόρου τεκμαίρεται με την κατάθεση του Πιστοποιητικού και το μόνο που απομένει να γίνει από το Δικαστήριο, είναι η διεξαγωγή της έρευνας και η έκδοση διατάγματος για καταβολή του οφειλόμενου φόρου, είτε παραχρήμα είτε δια δόσεων.

Επομένως η διαδικασία που προνοεί το άρθρο 9 του Νόμου, δεν είναι αγωγή. Το διάταγμα που εκδόθηκε είναι τελικό Διάταγμα που εκδόθηκε "σε θέμα (matter) που δεν αποτελεί αγωγή", και είναι το αποτέλεσμα της έρευνας περί την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές και σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35 θ.2, η έφεση έπρεπε να είχε καταχωρηθεί πριν από την πάροδο 14 ημερών από την έκδοση του Διατάγματος.

Το Διάταγμα εκδόθηκε στις 31.7.95 και η έφεση καταχωρήθηκε ένα μήνα αργότερα, στις 31.8.95. Επομένως είναι εκπρόθεσμη.

Μετά από την κατάληξη αυτή, δεν θα εξετάσουμε τη δεύτερη προδικαστική ένσταση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο