ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 501
9 Mαΐου, 1997
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΓΙΑΝΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
(Έφεση Αρ. 68).
Οικογενειακό Δίκαιο — Διαζύγιο — Επίκληση ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης για λόγους που αφορούν το πρόσωπο της συζύγου, και επανειλημμένα ασύγγνωστη διαγωγή της συζύγου — Κρίθηκε πρωτόδικα ότι ο ισχυρός κλονισμός είχε επέλθει εξ υπαιτιότητας και των δύο συζύγων — Ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με όλο το φάσμα των συζυγικών σχέσεων των διαδίκων σε όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης — Διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντίθετες προς τις εκδοχές του — Οδήγησαν σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Oικογενειακό Δίκαιο — Διαζύγιο — Iσχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης — Tο Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στο κυρίαρχο κλονιστικό περιστατικό και όχι να προβαίνει σε αναψηλάφηση ολόκληρης της έγγαμης σχέσης.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο προέβη στη λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων για λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο των δύο συζύγων. Η αίτηση καταχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο ο οποίος επικαλέσθηκε δύο βασικά λόγους για την έκδοση διαζυγίου:
(α) Ανήθικη, ατιμωτική ή επανειλημμένα εκδηλούμενη ασύγγνωστη διαγωγή της συζύγου, καθ' ης η αίτηση - εφεσείουσας και (β) ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της συζύγου.
Η εφεσείουσα, ισχυρίστηκε στην έφεση, ότι δεν αποδείκτηκαν τα γεγονότα που επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος για να θεμελιώσει τους πιο πάνω λόγους. Επίσης ότι ήταν έτοιμη να κάμει υποχωρήσεις για το καλό των παιδιών της και να συνεχίσει τη συμβίωση με τον εφεσίβλητο παρά τον δύσκολο και αυταρχικό χαρακτήρα του.
Αποφασίστηκε ότι:
Το κυρίαρχο κλονιστικό γεγονός, στο οποίο βασιζόταν η αίτηση του εφεσίβλητου και το οποίο οδήγησε στην τελική διάσταση του ζεύγους - η εκδίωξη του εφεσίβλητου από το σπίτι όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε - συνέβηκε περισσότερο από ένα χρόνο πριν την καταχώρηση της αίτησης του εφεσίβλητου για λύση του γάμου. Οι διαπιστώσεις όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εντελώς αντίθετες της εκδοχής του. Το Δικαστήριο δέκτηκε τη θέση της εφεσείουσας, σύμφωνα με την οποία ήταν ο σύζυγος της που την έδιωξε από το σπίτι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε νομικό σφάλμα όταν ασχολήθηκε με ολόκληρο το φάσμα των συζυγικών σχέσεων των διαδίκων σε όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, για να καταλήξει πως τα περιστατικά, όπως αποδείκτηκαν από τη μαρτυρία, και οδήγησαν στον κλονισμό του γάμου, αφορούσαν στο πρόσωπο και των δύο συζύγων.
Εν όψει των ανωτέρω, η αίτηση δεν αποδείκτηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Ο γάμος των διαδίκων υφίσταται. Τα έξοδα θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.
H έφεση έγινε δεκτή με έξοδα που θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Xατζηδημητρίου, Πρ., Tουμαζή, Λιασίδη, Δ/στές) που δόθηκε στις 15 Mαρτίου, 1996 (Aρ. Aίτησης 197/93), με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης, για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων.
Ν. Κάνιας, για την Εφεσείουσα.
Κ. Σαβεριάδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφασή του στις 15.3.96 έλυσε το γάμο των διαδίκων. Τούτο έγινε μετά από αίτηση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος στις 21.1.93 στην οποία επικαλέστηκε δύο βασικά λόγους για την έκδοση διαζυγίου, ως ακολούθως:
(α) Ανήθικη, ατιμωτική ή επανειλημμένα εκδηλούμενη ασύγγνωστη διαγωγή της συζύγου του, καθ' ης η αίτηση-εφεσείουσας.
(β) Ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο της συζύγου του, σε τέτοιο βαθμό που η εξακολούθηση της σχέσης αυτής να είναι αφόρητη για τον ίδιο.
Η αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο στηρίχθηκε στον Περί Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989, 95/89.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη και επιδιώκει την ακύρωσή της. Διατείνεται πως δεν αποδείκτηκαν ενώπιον του δικάσαντος Δικαστηρίου τα γεγονότα, που ο ίδιος ο εφεσίβλητος επικαλείται στην αίτησή του για να θεμελιώσει τους πιο πάνω λόγους, βάσει και των οποίων ζητούσε τη λύση του γάμου τους. Δέκτηκε η εφεσείουσα πως η έγγαμη σχέση της με τον εφεσίβλητο είχε προβλήματα σε βαθμό που δεν ήταν αρμονική. Η ίδια αποδίδει τις διενέξεις τους στο δύσκολο και αυταρχικό χαρακτήρα του συζύγου της, που την οδήγησαν 3 φορές να εγκαταλείψει η ίδια το συζυγικό οίκο για κάποια περίοδο. Δήλωσε όμως στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως ήταν έτοιμη να συνεχίσει τη συμβίωση με τον εφεσίβλητο κάνοντας υποχωρήσεις για το καλό των παιδιών τους κάτι που ανέμενε και από το σύζυγο της, και γι' αυτό και δεν επιθυμεί τη λύση του γάμου της.
Είναι γνωστή η αρχή της νομολογίας μας πως το Οικογενειακό Δικαστήριο ερευνά το θέμα που άγεται ενώπιόν του στη βάση μόνο των λόγων και γεγονότων στα οποία στηρίζεται η αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς αναμένεται σε υποθέσεις τέτοιας φύσεως, άκουσε προφορική μαρτυρία από τους ίδιους τους διάδικους και το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σ' αυτή με λεπτομέρεια, κάτι βεβαίως που έκανε το Οικογενειακό Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απαρίθμησε στις ακόλουθες 3 παραγράφους τα κλονιστικά περιστατικά που επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος, τα οποία και δημιουργούν τους λόγους που αφορούν στο πρόσωπο της εφεσείουσας για να υποστηρίξει την αίτηση για λύση του γάμου.
(α) Άρνησή της να έχουν κοινωνικές σχέσεις και επαφές με τους γείτονες και συγγενείς τους, εκτός από τη μητέρα της.
(β) Συχνή εγκατάλειψη του συζυγικού οίκου και η εκδίωξη του από αυτή χωρίς λόγο και
(γ) Υποτιμητική και προσβλητική συμπεριφορά της εφεσείουσας έναντι του εφεσίβλητου.
Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου αναφορικά με την παράγραφο (α). Η ίδια η εφεσείουσα δέκτηκε πως τον Σεπτέμβρη 1985 έδιωξε το σύζυγό της από το σπίτι. Είχε τοποθετήσει τα ρούχα του σε πλαστικές σακκούλες τις οποίες έβγαλε έξω στο δρόμο, αφού άλλαξε και τις κλειδαριές. Mετά από μεσολάβηση φιλικών προσώπων οι σχέσεις του ζεύγους εξομαλύνθηκαν και ο εφεσίβλητος επανήλθε στο συζυγικό οίκο. Θα πρέπει όμως εδώ να επισημανθεί πως το επεισόδιο τούτο έγινε το 1985, ενώ η αίτηση για τη λύση του γάμου από τον εφεσίβλητο καταχωρίστηκε τον Ιανουάριο 1993.
Το κυρίαρχο κλονιστικό γεγονός, στο οποίο βασιζόταν η αίτηση του εφεσίβλητου και το οποίο οδήγησε και στην τελική διάσταση του ζεύγους, επεσυνέβη το τέλος του 1991, λίγο περισσότερο δηλαδή από ένα χρόνο πριν από την καταχώρηση της αίτησης του εφεσίβλητου για λύση του γάμου. Αναφορικά με το επεισόδιο αυτό ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως η σύζυγός του τον έδιωξε από το σπίτι. Οι διαπιστώσεις όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήσαν εντελώς αντίθετες της εκδοχής του. Το Δικαστήριο δέκτηκε τη θέση της εφεσείουσας, η οποία είπε πως ήταν ο σύζυγός της που την έδιωξε από το σπίτι, ενώ η ίδια ζήτησε τη βοήθεια της Αστυνομίας για να επιστρέψει. Πράγματι, αξιωματικός της Αστυνομίας επικοινώνησε με τον εφεσίβλητο σε μια προσπάθεια να επιτραπεί στη σύζυγο να επιστρέψει στο σπίτι. Ο γιος των διαδίκων υποστήριξε την εκδοχή της μητέρας του. Αφού βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο οφείλουμε να εκφράσουμε την απορία μας γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι με τη μαρτυρία του το παιδί των διαδίκων έδωσε την εντύπωση πως είχε μοναδικό σκοπό να βοηθήσει τη μητέρα του, μιας και η εκδοχή της μητέρας, που υποστήριξε, έγινε αποδεκτή ως αληθής από το Δικαστήριο. Είμαστε βέβαιοι πως το σχόλιο του Δικαστηρίου ήταν απλό ολίσθημα λόγω της έντονης αντιδικίας που διεξαγόταν ενώπιόν του. Κρίνουμε όμως πρέπον να διορθωθεί το πρακτικό.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο, έχοντας ενώπιόν του την αίτηση του εφεσίβλητου που βασιζόταν σε ισχυρισμούς συγκεκριμένων κλονιστικών περιστατικών της έγγαμης συμβίωσης, που εκθέσαμε πιο πάνω, κατά την ανάλυση της μαρτυρίας προέβη σε αναψηλάφηση ολόκληρης της έγγαμης σχέσης, και ιδιαίτερα της γενικής συμπεριφοράς των διαδίκων, αντί να περιοριστεί στο κυρίαρχο κλονιστικό περιστατικό, του ισχυρισμού δηλαδή του εφεσίβλητου πως η σύζυγός του τον έδιωξε από το σπίτι το 1991, οπόταν και επήλθε η μόνιμη διάσταση στη συμβίωση.
Έχουμε επομένως τη γνώμη πως αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό του εφεσίβλητου, αντίθετα δε διαπίστωσε πως ήταν αυτός που έδιωξε τη σύζυγό του, διέπραξε νομικό σφάλμα όταν ασχολήθηκε με ολόκληρο το φάσμα των συζυγικών σχέσεων των διαδίκων, σε όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, για να καταλήξει πως τα περιστατικά, όπως αποδείκτηκαν από τη μαρτυρία, και που οδήγησαν στον κλονισμό του γάμου, αφορούσαν στο πρόσωπο και των δύο συζύγων.
Γι' αυτό κρίνουμε πως η αίτηση για λύση του γάμου, που υποβλήθηκε από τον εφεσίβλητο, δεν αποδείκτηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση ακυρώνεται. Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Διακηρύσσεται πως ο γάμος των διαδίκων υφίσταται. Τα έξοδα, που θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Τα έξοδα θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.