ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 673
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8485
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
: Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Π. ΑΡΤΕΜΗΣ,ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.Δ.
Λάζαρος Ππόλος & Yιοί Λτδ., από τη Λεμεσό
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 3
- και -
Ανδρέας Π. Θεοφάνους, από τη Λεμεσό
Εφεσίβλητος-Ενάγοντας
- και -
1. Μαρίνος Κυριάκου, από τη Λεμεσό
2. Lava Ltd, από τη Λεμεσό
Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι 1 & 2
___________
11 Ιουνίου, 1997
Για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους 3: κ. Π. Ονουφρίου.
Για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα : κ. Αντ. Λεμής.
Για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους 1 και 2 : κ. Σ. Πατσαλίδης.
__________
Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο ενάγων-εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 2 που είναι κατασκευαστές ηλιακών θερμοσιφώνων. Στις 30.5.1984, συνοδευόμενος από τον επίσης εργοδοτούμενο των εναγομένων 2, εναγόμενο 1, επισκέφθηκε το εργοστάσιο των εφεσειόντων-εναγομένων 3 με σκοπό τον τεμαχισμό λαμαρίνων με ηλεκτρικό ψαλίδι, ύστερα από σχετικές οδηγίες που τους δόθηκαν. Είχαν προηγηθεί δύο ακόμα επισκέψεις στο εργοστάσιο των εφεσειόντων με σκοπό επίσης τον τεμαχισμό λαμαρινών από τον εναγόμενο 1 και άλλο συνάδελφό του. Κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος ο ενάγων υπέστη τραυματικό ακρωτηριασμό των τεσσάρων δακτύλων του αριστερού χεριού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι οι εναγόμενοι 2 δεν είχαν ζητήσει, ούτε εξασφαλίσει την άδεια των εφεσειόντων για χρήση του μηχανήματος τη συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά είχαν εξασφαλίσει την άδεια να χρησιμοποιήσουν το μηχάνημα κατά τις δύο προηγούμενες επισκέψεις των εργοδοτουμένων τους. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε εξυπακουόμενη άδεια εισόδου στα υποστατικά των εφεσειόντων. Το συμπέρασμα βασίστηκε σε δύο λόγους. Πρώτο γιατί εργοδοτούμενοι των εναγομένων 2 χρησιμοποίησαν το μηχάνημα δύο φορές ύστερα από ρητή άδεια των εφεσειόντων και δεύτερο γιατί τη μοιραία μέρα ο ενάγων και ο σύντροφός του μπήκαν ανενόχλητοι και χρησιμοποίησαν το μηχάνημα μπροστά στα μάτια των εργοδοτουμένων των εφεσειόντων χωρίς κανένας να τους ζητήσει εξηγήσεις. Το Δικαστήριο δέκτηκε επίσης ότι ο κίνδυνος πρόκλησης τραυματισμού από αμελή χρησιμοποίηση του μηχανήματος δεν ήταν μόνο εύλογα προβλεπτός, αλλά και ορατός. Τέλος το Δικαστήριο αφού προχώρησε και κατένειμε την ευθύνη κατά 30% εναντίον του ενάγοντος και 70% εναντίον των εναγομένων κατέληξε ότι οι εναγόμενοι δεν έκαμαν
χρήση της διαδικασίας που προβλέπεται από τη Δ.10, θ.12 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών για καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των εναγομένων και προχώρησε να εκδόσει απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως.Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τους εναγόμενους 3. Οι λόγοι έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι οποιαδήποτε προηγούμενη του ατυχήματος ρητή άδεια εισόδου στα υποστατικά και χρήση του συγκεκριμένου μηχανήματος δημιούργησε δικαίωμα εισόδου ή χρήσης του μηχανήματος και για τη συγκεκριμένη περίπτωση ή για το διηνεκές. Κατά συνέπεια εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων και ο εναγόμενος 1 ήταν αδειούχοι κατά τη συγκεκριμένη ημέρα του ατυχήματος μέσα στην έννοια του άρθρου 51 (2) (β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες υπείχαν υποχρέωση αποτελεσματικής προφύλαξης προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ.134. Περαιτέρω προσβάλλεται το συμπέρασμα ότι η λειτουργία του συγκεκριμένου μηχανήματος χωρίς αποτελεσματική προφύλαξη αποτελούσε ένα άγνωστο, κρυμμένο και ασυνήθιστο για τον ενάγοντα κίνδυνο, γιατί ο ίδιος ήταν εξοικειωμένος με τη λειτουργία του και συνεπώς γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου τραυματισμού. Τέλος προσβάλλεται και ο καταμερισμός της ευθύνης.
Η πρόσκληση ή άδεια που παρέχεται από τον κάτοχο σε άλλο πρόσωπο να εισέλθει ή χρησιμοποιήσει τα υποστατικά του μπορεί να είναι ρητή ή εξυπακουόμενη. ΄Αδεια μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εξυπακουόμενη όταν το κοινό κατά συνήθεια χρησιμοποιεί τα υποστατικά εν γνώσει του κατόχου και κανένα διάβημα δεν λαμβάνεται για να εμποδιστεί η χρήση. Πρόσωπα που εισέρχονται σε υποστατικά για να εξασφαλίσουν παραγγελίες ή για να έχουν
οποιαδήποτε επικοινωνία με τον κάτοχο θεωρούνται αδειούχοι εφ΄ όσον περιορίζονται στο μέρος εκείνο του υποστατικού που εξασφαλίζει τη συνήθη προσπέλαση προς το υποστατικό, εκτός αν η είσοδος τους έχει απαγορευθεί είτε με ρητή απαγόρευση, είτε ύστερα από γενική γνωστοποίηση (βλ. Dunster v. Abbott (1953) 2 All E.R. 1572). Aν ο αδειούχος παρεκλίνει από τη συνήθη πρόσβαση καθίσταται παρανόμως επεμβαίνων(* ) (Hiller v. I.C.I. (Alkali) Ltd 104 L.J.K.B. 473).Δυσκολίες ανακύπτουν όπου έχουμε επαναλαμβανόμενη παράνομη επέμβαση γνωστή στον κάτοχο, ο οποίος όμως κανένα μέτρο λαμβάνει για να την εμποδίσει. Παλαιότερα τα δικαστήρια σε μια τέτοια περίπτωση κατέληγαν ότι ο κάτοχος με την ανοχή του ουσιαστικά επέτρεπε σιωπηρά τη χρήση αυτή (βλ.
Lowery v. Walker 80 L.J.K.B. 138). ΄Ομως η ορθότητα της γραμμής αυτής τέθηκε εν αμφιβολία από τη Βουλή των Λόρδων στην υπόθεση Edwards v. Railway Executive [1952] 2 All E.R. 430, όπου το δικαστήριο κατέληξε ότι επαναλαμβανόμενες επεμβάσεις από μόνες τους δεν παρέχουν άδεια, γιατί ουσιαστικά δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο κάτοχος επέτρεψε πράξη που δεν μπορούσε να αποτρέψει. ΄Εκτοτε επικράτησε η αντίληψη ότι υποθέσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο τείνει να καταλήξει βάσει αδύνατης μαρτυρίας ότι υπήρχε εξυπακουόμενη άδεια, θα πρέπει να πλησιάζονται με προσοχή. Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τα γεγονότα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ελαστικά ούτως ώστε ο ενάγων να θεωρείται αδειούχος (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, 16η ΄Εκδοση, παραγρ. 13-08).Επίσης προβλήματα προκύπτουν όταν επετράπη στον ενάγοντα να εισέλθει όχι από τον ίδιο τον κάτοχο αλλά από εργοδοτούμενούς του. Αν ο εργοδοτούμενος ενεργούσε μέσα στα πλαίσια της συνήθους εξουσιοδότησης που ο εργοδότης του του έχει παράσχει, τότε προφανώς το πρόσωπο που εισέρχεται θεωρείται επισκέπτης και όχι παρανόμως επεμβαίνων. Στην υπόθεση
Stone v. Taffe (1974) 3 All E.R. 1016 C.A., το Εφετείο απεφάσισε ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο εισερχόμενος αν είναι καλόπιστος θεωρείται επισκέπτης παρά παρανόμως επεμβαίνων, αν ο εργοδοτούμενος, άνκαι παραβιάζοντας τις εντολές που είχε, εξακολουθούσε να τελεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του(* ), σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες της εκ προστήσεως ευθύνης. ΄Ισως μία πλέον κατάλληλη δοκιμή θα ήταν κατά πόσο ή όχι ο εργοδοτούμενος ενεργούσε εντός της προφανούς του εξουσιοδότησης, αφού φαίνεται ότι είναι θέμα περισσότερο αντιπροσώπευσης παρά εργοδότησης (Clerk & Lindsell on Torts, ανωτέρω, παραγρ. 13-09, υποσημ. 60. Cf. Conway v. Wimpey (G.) & Co (No.2) (1951) 1 All E.R. 363).Παρά το συνήθη κανόνα ότι πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί παρανόμως επεμβαίνων ακόμα και όταν καλόπιστα πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα να εισέλθει ή να παραμείνει στα συγκεκριμένα υποστατικά, φαίνεται ότι πρόσωπο που εισέρχεται με βάση περιορισμένη άδεια, δηλαδή με άδεια να εισέλθει σε συγκεκριμένο μέρος του υποστατικού, καθίσταται παρανόμως επεμβαίνων μόνο όταν εν γνώσει του υπερβαίνει το χρονικό όριο που του έχει τεθεί ή το χώρο στον οποίο του επιτράπηκε να εισέλθει ή το λόγο για τον οποίο εισήλθε (
Stone v. Taffe, ανωτέρω).Στην υπόθεση
London Graving Dock Co Ltd v. Horton (1951) 2 All E.R. 1, αποφασίστηκε ότι η ειδοποίηση προς τον επισκέπτη ή η γνώση από τον επισκέπτη του κινδύνου, νοουμένου ότι αυτός γνωρίζει την πλήρη σημασία του κινδύνου, ήταν αρκετή για να απαλλάξει τον κάτοχο. Αν ο επισκέπτης είχε τον απαιτούμενο βαθμό γνώσης, τότε η αξίωσή του απορρίπτεται, είτε ελεύθερα και εκούσια ανέλαβε τον κίνδυνο, είτε όχι. Απλή γνώση κάποιου κινδύνου δεν αποτελεί πλήρη αποκλεισμό του δικαιώματος επισκέπτη για αξίωση αποζημιώσεων.Από την άλλη ο παρανόμως επεμβαίνων είναι πρόσωπο το οποίο ούτε οποιοδήποτε δικαίωμα έχει, ούτε εξασφάλισε άδεια εισόδου στο υποστατικό. Μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα πρόσωπο που εισέρχεται στο υποστατικό χωρίς πρόσκληση οιασδήποτε φύσης και του οποίου η παρουσία είναι είτε άγνωστη στον ιδιοκτήτη, ή αν είναι γνωστή, ο ιδιοκτήτης έχει ένσταση στην παρουσία του (κατά το Λόρδο
Dunedin στην υπόθεση Robert Addie & Sons (Collieries) Ltd. v. Dumbreck 98 L.J.C.P.119). Οι παρανόμως επεμβαίνοντες θα πρέπει να διακρίνονται από τους επισκέπτες που εισέρχονται με εξυπακουόμενη ή σιωπηρή άδεια από τον κάτοχο. ΄Εναντι του παρανόμως επεμβαίνοντος ο κάτοχος δεν είχε καθήκον να επιδείξει ούτε εύλογη προσοχή για προστασία του, ούτε καν για προστασία του από κρυμμένους κινδύνους. Ο κάτοχος ευθυνόταν μόνο όπου η βλάβη ήταν αποτέλεσμα εκουσίας πράξης η οποία συνίστατο σε κάτι περισσότερο από την απουσία εύλογης προσοχής. Αυτή ήταν η κατάσταση μέχρι το 1972 όταν η Βουλή των Λόρδων στην υπόθεση British Railways Board v. Herrington (1972) 1 All E.R. 749, H.L., ανέτρεψε την κατάσταση που είχε δημιουργήσει η υπόθεση Robert Addie & Sons (Collieries) Ltd. v. Dumbreck, ανωτέρω και απεφάσισε ότι στον επεμβαίνοντα οφείλεται ένα περιορισμένο καθήκον φροντίδας. ΄Ετσι οι Βρεττανικοί Σιδηρόδρομοι βρέθηκαν υπεύθυνοι όταν εν γνώσει τους άφησαν φράκτη δίπλα από ηλεκτροφόρα σιδηροδρομική γραμμή σε κακή κατάσταση και ένας εξάχρονος, αφού πέρασε από το φράκτη υπέστηκε σοβαρά εγκαύματα. Η υπόθεση Herrington έτυχε ενθουσιώδους αποδοχής στην Κοινοπολιτεία. Ατυχώς το ακριβές επίπεδο προσοχής που οφείλεται σύμφωνα με την υπόθεση Herrington έχει παραμείνει ασαφές. ΄Υστερα από μια σειρά αποφάσεων με τις οποίες έγιναν διάφορες εισηγήσεις οι οποίες όμως αργότερα απορρίφθηκαν, φαίνεται ότι η νομολογία στην Αγγλία καταλήγει ότι πρακτικά το επίπεδο προσοχής που θέτει η υπόθεση Herrington είναι περίπου το επίπεδο προσοχής που οφείλεται σε οιανδήποτε άλλη υπόθεση αμέλειας (βλ. Pannett v. P. McGuinness & Co Ltd [1972] 2 All E.R. 137, C.A.).Στην υπόθεση
Emilios Georghiou v. Antoniou Wood Manufacturers Ltd (1987) 1 C.L.R. 577 ο εφεσείων που ήταν εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων, αλλά που κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτελούσε ιδιωτική εργασία για δικό του πελάτη χρησιμοποιώντας με την άδειά τους τα μηχανήματα των εφεσιβλήτων, τραυματίστηκε ενώ χειριζόταν κάποιο μηχάνημα. Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν αδειούχος και δεν του οφειλόταν μεγαλύτερο καθήκον φροντίδας από το σύνηθες καθήκον για φροντίδα που προνοείται από το Κοινό Δίκαιο για τον κάτοχο των υποστατικών προς αδειούχους που εισέρχονται σε τέτοια υποστατικά για δικούς τους σκοπούς για τους οποίους ο κάτοχος δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον. Το καθήκον του κατόχου σε μια τέτοια περίπτωση εξαντλείται στην προειδοποίηση για την ύπαρξη άγνωστων κρυμμένων κινδύνων. Το δικαστήριο κατέληξε ότι αφού ο εφεσείων ήταν εξοικειωμένος με το υποστατικό και τον τρόπο λειτουργίας του συγκεκριμένου μηχανήματος δεν ήταν αναγκαίο όπως τη συγκεκριμένη μέρα ειδοποιηθεί ανάλογα.Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων είχε εξασφαλίσει εξυπακουόμενη άδεια εισόδου του στο υποστατικό και χρήσης του συγκεκριμένου μηχανήματος. Στήριξε το συμπέρασμα αυτό στο ότι σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις που είχε ζητηθεί σχετική άδεια αυτή παραχωρήθηκε και στο ότι παρόλον ότι ήταν παρόντες πολλοί εργοδοτούμενοι των εφεσειόντων-εναγομένων 2, κανένας δεν ενοχλήθηκε από την παρουσία του ενάγοντος και του εναγόμενου 1. Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλεται με την παρούσα έφεση γιατί δεν δικαιολογείται, σύμφωνα βέβαια με τους εφεσείοντες, από τα γεγονότα.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η παρούσα υπόθεση μας απασχόλησε πάρα πολύ γιατί τα γεγονότα της μπορούν να την χαρακτηρίσουν σαν οριακή περίπτωση. Το ερώτημα που παραμένει και θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο με τα συγκεκριμένα περιστατικά μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενάγων είχε εξασφαλίσει εξυπακουόμενη άδεια, ή αν θα πρέπει να θεωρηθεί παρανόμως επεμβαίνων. Αν ο ενάγων εισήλθε στα υποστατικά χωρίς άδεια, τότε εισήλθε παράνομα και συνεπώς το επίπεδο της οφειλόμενης προσοχής θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως της παράνομης του εισόδου. Είδαμε προηγουμένως ότι η άδεια μπορεί να είναι ρητή ή εξυπακουόμενη. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η πρόσβαση του κοινού ήταν ελεύθερη. Αντίθετα, από το γεγονός ότι τις δύο προηγούμενες φορές ζητήθηκε τηλεφωνικά ή άδεια των εφεσειόντων συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το κοινό είχε ελεύθερη πρόσβαση. Διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι επειδή στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις δόθηκε άδεια σε εργοδοτούμενους των εναγομένων 3 - και ας σημειωθεί ότι σε καμιά από αυτές ο ενάγων δεν ήταν ένα από τα πρόσωπα που επισκέφθηκαν το εργοστάσιο των εναγομένων 2 - οι εναγόμενοι 3 ή οποιοσδήποτε εργοδοτούμενός τους είχαν αποκτήσει εξυπακουόμενη άδεια εισόδου και χρήσης των μηχανημάτων. ΄Οσο κι΄αν οι σχέσεις στον τόπο μας είναι συνήθως κάθε άλλο παρά τυπικές, εν τούτοις θεωρούμε ότι η προηγούμενη σε δύο περιπτώσεις παραχώρηση άδειας χρήσης του μηχανήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε ανοικτή πρόσκληση χρήσης του μηχανήματος αυτού κάθε φορά που οι εναγόμενοι 3 επιθυμούσαν να το χρησιμοποιήσουν. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων ο οποίος
παραδέχτηκε ότι αν του το ζητούσαν, κι' αν ο ίδιος δεν χρειαζόταν το μηχάνημα, θα τους παραχωρούσε την άδεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη η παραχώρηση άδειας την ημέρα που έγινε το δυστύχημα. Αντίθετα σημαίνει ότι θα μπορούσε να είχε παραχωρηθεί η άδεια, αν το ζητούσαν οι εναγόμενοι 3.Το δεύτερο σημείο επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε το συμπέρασμα ότι ο ενάγων είχε εξυπακουόμενη άδεια ήταν ότι παρόλον ότι η παρουσία του έγινε αντιληπτή, κανένας εργοδοτούμενος των εφεσειόντων δεν τον σταμάτησε. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι το εργοστάσιο των εφεσειόντων διατηρούσε οποιοδήποτε έλεγχο της εισόδου στο εργοστάσιο. Είδαμε πως η νομολογία στην Αγγλία αντιμετωπίζει το θέμα της παραχώρησης άδειας εισόδου από εργοδοτούμενους του κατόχου, έστω και κατά παράβαση της εντολής τους. Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν τίθεται θέμα παραχώρησης οποιασδήποτε άδειας στον ενάγοντα ή στον εναγόμενο 1. Ο ενάγων απλώς εισήλθε στο εργοστάσιο, βέβαια κάτω από τη λανθασμένη εντύπωση ότι είχε το δικαίωμα να το πράξει, αφού ο προϊστάμενός του τον διαβεβαίωσε ότι είχε εξασφαλίσει σχετική άδεια από τους εφεσείοντες και προχώρησε χωρίς να ρωτήσει κανένα να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο μηχάνημα. Κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η μη παρεμπόδιση του ενάγοντος κατά την είσοδό του στο υποστατικό ή ακόμα και κατά τη χρήση του μηχανήματος του παρέχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί ότι εξασφάλισε εξυπακουόμενη άδεια χρήσης. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι ακόμα κι΄ αν η συμπεριφορά των εργοδοτουμένων των εφεσειόντων μπορούσε να θεωρηθεί παραχώρηση άδειας εισόδου στο εργοστάσιο, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως παραχώρηση άδειας χρήσης του συγκεκριμένου μηχανήματος.
Κάτω από τις περιστάσεις είναι φανερό ότι ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε εξυπακουόμενη άδεια εισόδου και χρήσης του μηχανήματος. Αντίθετα καταλήγουμε ότι ο ενάγων ήταν παρανόμως επεμβαίνων και συνεπώς θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το οφειλόμενο επίπεδο προσοχής που ένας κάτοχος πρέπει να επιδεικνύει σε μια τέτοια περίπτωση. Είδαμε προηγουμένως ότι το οφειλόμενο καθήκον προς τον παρανόμως επεμβαίνοντα είναι το γενικώς οφειλόμενο καθήκον σε περιπτώσεις αμέλειας. Στην παρούσα υπόθεση αφού εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή την ενώπιόν μας μαρτυρία βρίσκουμε ότι οι εφεσείοντες δεν παραβίασαν οποιοδήποτε οφειλόμενο καθήκον επίδειξης προσοχής, αφού μέσα στα καθήκοντά τους δεν ήταν η προειδοποίηση των κινδύνων που έκρυβε το μηχάνημα. Θα πρέπει εξ άλλου να αναφερθεί ότι ο ενάγων είχε χειριστεί στο παρελθόν και συγκεκριμένα στα
υποστατικά εργοδοτών του παρόμοιο μηχάνημα και συνεπώς δεν μπορεί να τεθεί θέμα ούτε κρυμμένων κινδύνων για τους οποίους οι εφεσείοντες δεν τον προειδοποίησαν.Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο οι εφεσείοντες όφειλαν προς τον ενάγοντα οποιοδήποτε καθήκον επίδειξης προσοχής σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ. 134. Το άρθρο αυτό αναφέρει ότι κάθε επικίνδυνο μέρος οιουδήποτε μηχανήματος θα πρέπει να είναι προφυλαγμένο, ούτως ώστε να είναι ασφαλές για οιοδήποτε πρόσωπο εργοδοτούμενο ή εργαζόμενο στα υποστατικά. Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε σε βάθος τι περιλαμβάνει η διάκριση "εργοδοτούμενου" και "εργαζόμενου". Αφού έχουμε προηγουμένως καταλήξει ότι ο ενάγων ήταν επεμβαίνων, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτω από οποιαδήποτε κριτήρια πρόσωπο εργαζόμενο στα υποστατικά των εφεσειόντων. ΄Οσο πλατειά κι΄αν ερμηνευθεί ο όρος "εργάζεται"
(* ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και οποιονδήποτε επεμβαίνει παράνομα σ΄ αυτό. ΄Ετσι, καταλήγουμε ότι οι εφεσείοντες δεν όφειλαν οποιοδήποτε καθήκον προς τον ενάγοντα ούτε βάσει του άρθρου 26 του Κεφ. 134.΄Υστερα από την κατάληξη αυτή δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα θέματα που τέθηκαν ενώπιόν μας, όπως για παράδειγμα τον καταμερισμό της ευθύνης, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε κάποιο στάδιο η αντέφεση που είχε καταχωρηθεί αποσύρθηκε. Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ούτως ώστε η αγωγή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 3 να ακυρωθεί και η εναντίον τους αγωγή να απορριφθεί. Λόγω της ιδιάζουσας φύσης της υπόθεσης και του οριακού χαρακτήρα της αποφασίσαμε παρά ταύτα να μη προβούμε σε οιανδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία όσο και κατ΄ έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ