ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1996) 1 ΑΑΔ 625
31 Μαΐου, 1996
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,
Εναγόντων
ν.
BLACK SEA SHIPPING CO. ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εναγομένων
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 32/96)
Παρεμπίπτοντα διατάγματα — Διάταγμα απαγορεύον εξαγωγή εμπορευματοκιβωτίου — Ακυρώθηκε ως εκδοθέν με βάση γεγονότα που δεν ήσαν αληθινά και επειδή οι ενάγοντες αναγνώρισαν ότι δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα κατά των εναγομένων —Ακύρωση, επεβάλλετο και για λόγους διαφύλαξης του κύρους του Δικαστηρίου.
Εκκρεμούσης αγωγής τους εναντίον των εναγομένων με την οποία διεκδικούσαν αποζημιώσεις για παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων ή/και αμέλεια ή/και "οικειοποίηση" εμπορευμάτων, οι ενάγοντες εξασφάλισαν με ex parte αίτηση τους στις 28.3.1996 παρεμπίπτον διάταγμα απαγορεύον στους εναγομένους 1 να εξάξουν εμπορευματοκιβώτιο τους που βρισκόταν σε αποθήκη στη Λεμεσό. Επανήλθαν όμως με νέα αίτηση ζητώντας την προσθήκη της εταιρείας Plan Marine A.G. από την Ελβετία ως εναγομένης προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η εταιρεία αυτή ήταν η ιδιοκτήτρια του εμπορευματοκιβωτίου. Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2,3 και 4 αποσύρθηκε ως στραφείσα εναντίον τους λόγω λανθασμένων πληροφοριών.
Το Δικαστήριο ζήτησε τις θέσεις των εναγόντων στο θέμα της εξασφάλισης παρεμπίπτοντος διατάγματος σε βάση που εκ των υστέρων δέκτηκαν ότι ήταν ανύπαρκτη, σε σχέση με το γεγονός ότι δεν αποκάλυπταν οποιαδήποτε αιτία αγωγής εναντίον της εταιρείας, την οποία ζητούσαν να προσθέσουν σαν εναγόμενη.
Οι ενάγοντες, δήλωσαν ότι το απαγορευτικό διάταγμα θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ και αν μετά την επίδοση του κλητηρίου οι εναγόμενοι είχαν λόγους, μπορούσαν να ζητήσουν την ακύρωση του. Εξ' άλλου, ανέφεραν, δε διεκδικούσαν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα κατά της εταιρείας που ζητούσαν να συνενωθεί ως εναγόμενη αλλά ίσως κατά τη διαδικασία αποκαλύπτονταν γεγονότα που θα στοιχειοθετούσαν τέτοιο δικαίωμα.
Αποφασίστηκε ότι:
(1) Αγωγή στην οποία δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα δεν θα μπορούσε ποτέ να προωθηθεί, ούτε να δοθεί άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας.
(2) Το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε πάνω σε ανύπαρκτη βάση, δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε ισχύ, αλλά επεβάλλετο η ακύρωση του, μεταξύ άλλων λόγων και για διαφύλαξη του κύρους του Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε, το παρεμπίπτον διάταγμα ημερ. 28.3.1996 ακυρώθηκε.
Αίτηση.
Αίτηση σε αγωγή Ναυτοδικείου από τους ενάγοντες για προσθήκη ως εναγόμενης της εταιρείας Plan Marine A.G. από την Ελβετία.
Πρ. Μιχαήλ (κα) για Χρ. Μιτσίδη, για τους Ενάγοντες-Αιτητές.
Cut. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη ενδιάμεση απόφαση. Οι ενάγοντες είναι ασφαλιστική εταιρεία. Για λόγους που παραθέτουν στο κλητήριο ένταλμα διεκδικούν ίδιον αγώγιμο δικαίωμα κατά των εναγομένων. Τους καταλογίζουν παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων και/ή αμέλεια και/ή "οικειοποίηση" εμπορευμάτων και διεκδικούν αποζημιώσεις.
Εγκρίθηκε ex parte αίτηση των εναγόντων και εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στους εναγόμενους 1 να εξάξουν εμπορευματοκιβώτιο που βρίσκεται σε αποθήκη στη Λεμεσό. Το παρεμπίτον διάταγμα εκδόθηκε πάνω στη βάση ένορκης δήλωσης σύμφωνα με την οποία το εμπορευματοκιβώτιο είναι ιδιοκτησία των εναγομένων 1. Επίσης, εγκρίθηκε αίτηση για επίδοση στους εναγομένους 1 εκτός δικαιοδοσίας αλλά αυτό το θέμα παρέμεινε στάσιμο. Οι ενάγοντες δεν προέβησαν σε οποιοδήποτε διάβημα για προώθηση της επίδοσης.
Οι ενάγοντες επανήλθαν με νέα αίτηση. Απέσυραν την αγωγή κατά των εναγομένων 2,3 και 4 ως ασκηθείσα λόγω λανθασμένων πληροφοριών και ζήτησαν την προσθήκη ως εναγομένης της εταιρείας Plan Marine A.G. από την Ελβετία. Θεωρούν αναγκαία αυτή την προσθήκη επειδή, όπως αναφέρεται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η πιο πάνω εταιρεία είναι η ιδιοκτήτρια του εμπορευματοκιβωτίου. Ζήτησα τις θέσεις των εναγόντων πάνω σε δυο θέματα. Πρώτον, σε σχέση με το γεγονός της εξασφάλισης παρεμπίπτοντος διατάγματος πάνω σε βάση που οι ίδιοι τώρα δέχονται πως είναι ανύπαρκτη και δεύτερον, σε σχέση με το γεγονός ότι δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε αιτία αγωγής κατά της εταιρείας που προτείνουν να προστεθεί ως εναγομένη.
Οι ενάγοντες εξήγησαν πως οφειλόταν σε λάθος η αρχική εμφάνιση των εναγομένων 1 ως των ιδιοκτητών του εμπορευματοκιβωτίου. Δεν ήθελαν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο εξ ου και, χωρίς καθυστέρηση, έθεσαν τα πραγματικά γεγονότα ενώπιον του. Παρόλον τούτο, εφόσον εξεδόθη το διάταγμα, θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ. Οι εναγόμενοι 1 θα είχαν την ευκαρία, αφού τους επιδιδόταν στο εξωτερικό όπου βρίσκονται, να δείξουν εκείνοι λόγο για την ακύρωση του. Ως προς την προσθήκη που επιδιώκουν, δήλωσαν χωρίς περιστροφές πως πράγματι δε διεκδικούν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα κατά της εταιρείας που αναφέρθηκε. Αυτή η εταιρεία τους είναι άγνωστη, και δεν έχει σχέση προς όσα στοιχειοθετούν την αξίωση τους. Υπάρχει όμως πιθανότητα να υπέχουν κάποια υποχρέωση αφού ενδεχομένως εκμίσθωσαν το εμπορευματοκιβώτιο στους εναγομένους 1 (και αφού το εμπορευματοκιβώτιο ήδη συνενώθηκε ως εναγόμενος, το ορθό θα ήταν να προστεθούν και οι ιδιοκτήτες του. Η εμφάνιση και η συμμετοχή τους στη διαδικασία ίσως θα αποκάλυπτε γεγονότα που θα στοιχειοθετούσαν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους. Δέχονται πως το θέμα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και εισηγούνται πως αυτή πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης τους.
Δε θα επεκταθώ σε νομοτυπικά ούτε και πιστεύω ότι δικαιολογείται να μακρυγορήσω. Ενώ δεν είναι του παρόντος να ασχοληθώ με το ζήτημα της εξ αρχής συνένωσης του εμπορευματοκιβωτίου ως εναγομένου, θεωρώ πως, εφόσον οι ενάγοντες απευθύνονται στη διακριτική μου εξουσία (βλ. σχετικά τον Καν. 30 των Κανονισμών Ναυτοδικείου) δεν είναι δυνατό να παραγνωρίσω τη σαφή δήλωση τους πως δε διεκδικούν αγώγιμο δικαίωμα κατά των προτεινομένων ως πρόσθετων εναγομένων. Δε θα μπορούσε ποτέ να προωθηθεί τέτοια αγωγή. Θα υπέκειτο σε παραμερισμό και ουδέποτε θα παρεχόταν άδεια για επίδοση στους νέους εναγομένους οι οποίοι βρίσκονται εκτός δικαιοδοσίας (βλ. Καν. 24 των Κανονισμών Ναυτοδικείου). Δε θα συνεργήσω προς τέτοια κατεύθυνση.
Τώρα, ως προς το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε. Εννοούν οι ενάγοντες να αφεθεί σε ισχύ ενώ γνωρίζουμε πως η βάση πάνω στην οποία εκδόθηκε, όπως την παρουσίασαν οι ίδιοι, δεν υπάρχει. Προτείνουν να προωθηθεί το θέμα για να φθάσει στους εναγόμενους 1 διαταγή να μην εξάξουν περιουσία που θα εμφανίζεται ότι είναι δική τους ενώ παραδέχονται οι ενάγοντες πως ανήκει σε άλλο, με στόχο βέβαια τη χρησιμοποίηση αυτής της περιουσίας προς ικανοποίηση απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί εναντίον των εναγομένων 1 και όχι των ιδιοκτητών του εμπορευματοκιβωτίου.
Θα ανέμενα πως οι ενάγοντες μαζί με την απολογία τους για την καλόπιστη έστω παραπλάνηση του Δικαστηρίου, θα ζητούσαν οι ίδιοι την ακύρωση του διατάγματος. Δε νομίζω όμως πως το Δικαστήριο είναι ανίσχυρο μπροστά στην απροθυμία των εναγόντων να προβούν στο αυτονόητο και πως είναι υποχρεωμένο να παρακολουθήσει απαθές τις εξελίξεις που θα προμήνυε η διατήρηση του διατάγματος. Το Δικαστήριο έχει εξουσία εκ του Νόμου (βλ. Άρθρο 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και συναφώς τον Καν. 211 των Κανονισμών Ναυτοδικείου) ή συμφυή προς ακύρωση του διατάγματος και, κάτω από τις περιστάσεις, οφείλει να ακυρώσει το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε σ' αυτό το στάδιο. Αποκαλύπτεται θεμελιακός λόγος για την ακύρωση του ενώ ταυτόχρονα μόνο με την άμεση ακύρωση του διατάγματος θα διαφυλασσόταν το κύρος του Δικαστηρίου και η αξιοπιστία της δικαστικής διαδικασίας.
Η αίτηση απορρίπτεται. Το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στις 28 Μαρτίου 1996 ακυρώνεται.
Η αίτηση απορρίπτεται. Το παρεμπίπτον διάταγμα ημερ. 28.3.1996 ακυρώνεται.