ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ 9483 & 9556

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.

Ντίνος Λύρας,

Εφεσείων

- ν. -

Πετρολίνα Λτδ,

Εφεσίβλητων

-------------------------

27 Δεκεμβρίου 1996

Για τον εφεσείοντα: Κ. Ταλαρίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Α. Ζαχαρίου.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κατείχε και λειτουργούσε πρατήριο πετρελαιοειδών στη λεωφόρο Αρτέμιδος στη Λάρνακα, ιδιοκτήτες και προμηθευτές του οποίου ήταν οι εφεσίβλητοι. Αυτό ήταν αποτέλεσμα συμβατικής διευθέτησης του 1986. Η φύση της αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας. Οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι επρόκειτο για την παραχώρηση άδειας χρήσης, καθορισμένης διάρκειας μετά τη λήξη της οποίας ακολούθησαν ετήσιες ανανεώσεις. Ενώ ο εφεσείων την εμφανίζει ως παραχώρηση εκμετάλλευσης του πρατηρίου με απεριόριστη χρονική εμβέλεια, παρέχοντας του μάλιστα δικαίωμα όχι μόνο πώλησης του πρατηρίου σε τρίτους τους οποίους θα ενέκριναν οι εφεσίβλητοι αλλά και εκχώρησης ή κληροδότησης του πρατηρίου στην οικογένεια του. Επικαλείται δηλαδή η μια πλευρά διαφορετική συμφωνία από ό,τι η άλλη. Αυτή η διάσταση κορυφώθηκε κατά τον Μάρτιο του 1994 όταν, ένεκα διαφορών, οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε τερματισμό της σύμβασης όπως εκείνοι την αντίκρυζαν και κατέλαβαν το πρατήριο κατ΄ αντίθεση προς τη βούληση του εφεσείοντος. Έσπευσαν δε αμέσως και καταχώρησαν στις 10 Μαρτίου 1994 αγωγή - την υπ΄ αρ. 880/94 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε προς όφελος τους, σε μονομερή αίτηση, προσωρινό διάταγμα με το οποίο προστατευόταν η νέα τάξη πραγμάτων την οποία εκείνοι επέφεραν.

Στις 18 Μαρτίου 1994, ο εφεσείων καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή και ένσταση στη συνέχιση του προσωρινού διατάγματος. Συνάμα, καταχώρησε κατά την ίδια ημερομηνία και αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων - την υπ΄ αρ. 969/94 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - όπως και μονομερή αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος προοριζομένου να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέραν τους κατάσταση. Και αυτή η αγωγή αναφερόταν στις σχέσεις των μερών αλλά και στα διατρέξαντα. Κατόπιν οδηγιών του δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά στην οποία εν συνεχεία επιτράπηκε να καταχωρίσει ένσταση. Έπειτα από αριθμό αναβολών η αίτηση ορίστηκε για τις 10 Μαίου 1995 οπότε άρχισε η ακρόαση της και συνεχίστηκε σε άλλες ημερομηνίες. Ας σημειωθεί ότι στο μεταξύ, ήτοι, στις 17 Μαρτίου 1995 το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί προς όφελος των εφεσίβλητων διαλύθηκε με δική τους πρωτοβουλία. Κατά την ακρόαση λοιπόν της εν λόγω αίτησης, κατέθεσε ο εφεσείων. Η κύρια εξέταση διάρκεσε πέντε ημέρες. Κατά την τελευταία ημερομηνία, που ήταν η 1 Ιουνίου 1995, η ακρόαση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 29 Ιουνίου 1995 κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου των εφεσίβλητων ώστε να ετοιμαστεί για την αντεξέταση η οποία, κατά τον υπολογισμό του, δεν θα διαρκούσε παρά μόνο περίπου μισή ώρα. Η ακρόαση δεν συνεχίστηκε. Και τούτο διότι κατά την ορισθείσα ημερομηνία εκδόθηκε από τον ίδιο δικαστή, σε εκκρεμούσα αίτηση των εφεσίβλητων, διάταγμα αναστολής της αγωγής. Με τη μια έφεση που βρίσκεται ενώπιον μας προσβάλλεται αυτό το διάταγμα.

Η αίτηση για αναστολή - στην αγωγή υπ΄ αρ. 969/94 - είχε και αυτή καταχωρηθεί πέραν του έτους ενωρίτερα, ήτοι, στις 27 Απριλίου 1994. Το δικαστήριο εκαλείτο να διατάξει "την αναστολή της διαδικασίας .... μέχρις εκδικάσεως της αγωγής υπ΄ αρ. 880/94 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας." Γινόταν προς τούτο επίκληση συμφυούς εξουσίας. Η αίτηση συνοδευόταν από σύντομη ένορκη δήλωση ενός διευθυντή των εφεσίβλητων, με τεκμήριο το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και την αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Σε αυτή γινόταν αναφορά στην προηγουμένως καταχωρισθείσα αγωγή των εφεσίβλητων η οποία είχε επιδοθεί στον εφεσείοντα. Συνοψιζόταν το περιεχόμενο της ως εξής:

"Με την εν λόγω αγωγή ζητείται μεταξύ άλλων να εκδικαστή η εγκυρότητα του τερματισμού της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ημερ. 17.2.1986 ως και ο καθορισμός των δικαιωμάτων και της μεταξύ τους σχέσεως αναφορικά με την κατοχήν του πρατηρίου ΠΕΤΡΟΛΙΝΑ στην Λεωφ. Αρτέμιδος στη Λάρνακα."

Στη συνέχεια εκφραζόταν η άποψη ότι το αντικείμενο της αγωγής του εφεσείοντος ήταν το ίδιο με εκείνο της δικής τους. Και η κατάληξη ήταν ότι:

"δεν είναι ορθόν να εκδικάση την ίδιαν διαφοράν σε δύο αγωγές και η νεότερη αγωγή που είναι η παρούσα πρέπει να ανασταλεί."

Ο εφεσείων ενέστη. Και, σε δική του εξ ίσου σύντομη ένορκη δήλωση, εξέθεσε την κατάσταση από τη δική του σκοπιά. Παραθέτουμε το μέρος που ενδιαφέρει:

"5. Οι δύο αγωγές δεν είναι οι ίδιες οι δε θεραπείες που ζητούνται είναι από διαφορετικές αντιλήψεις και περιέχουν διαφορετικές αξιώσεις.

6. Δεν έχουν εκτεθεί ακόμα τα ακριβή ή/και όλα τα γεγονότα ώστε να καθοριστούν τα επίδικα θέματα. Και στις δύο αγωγές δεν έχουν ακόμη κλείσει τα δικόγραφα.

7. Είμαι της γνώμης ότι το θέμα που εγείρουν οι εναγόμενοι το εγείρουν πρόωρα πριν καν να έχουν εκτεθεί όλα ή/και τα τελικά γεγονότα και θέσεις στα δικόγραφα. Η αναστολή της παρούσας αγωγής κανένα σκοπόν εξυπηρετεί στο παρόν στάδιο και θα εδημιουργούσε ανισότητα επί του παρόντος μεταξύ των ενδίκων μέσων που έχουν λάβει οι διάδικοι."

Η ακρόαση περιορίστηκε στην καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων. Στις 13 Ιουνίου 1995 που ήταν ορισμένη η υπόθεση για διευκρινίσεις επιφυλάχθηκε η απόφαση. Η απόφαση, όπως ήδη αναφέραμε, εκδόθηκε στις 29 Ιουνίου 1995. Σε ό,τι απασχόλησε, στον λόγο και στο διατακτικό της θα αναφερθούμε τώρα αμέσως.

Ας σημειωθεί κατ΄ αρχάς ότι στην εξέταση της αίτησης το δικαστήριο με δική του πρωτοβουλία περιέλαβε στο υλικό το οποίο έλαβε υπόψη και ολόκληρο το περιεχόμενο της αγωγής υπ΄ αρ. 880/94 οι γραπτές προτάσεις στην οποία είχαν ήδη συμπληρωθεί. Θεώρησε ότι, εφόσον επρόκειτο για διαδικασία ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση των όσων περιέχονταν στο φάκελο της αγωγής. Η αναφορά σε δικαστική γνώση ήταν, πρέπει να πούμε με εκτίμηση, άτοπη. Ωστόσο η πρόσβαση φαίνεται κατ΄ ουσία να τοποθετήθηκε στον γενικό έλεγχο που διατηρεί το δικαστήριο για το σύνολο των υποθέσεων του. Αναφέρουμε αυτή την εξέλιξη έτσι ώστε να καταστεί γνωστό το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς να εκφέρουμε άποψη. Πάντως η εμπλοκή της εν λόγω αγωγής με αυτό τον τρόπο έδωσε αφορμή για εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος προς το πρωτόδικο δικαστήριο πως σύγκριση μεταξύ των δύο αγωγών και ιεράρχιση των αναγκών τους κατέδειχνε ότι θα έπρεπε να ανασταλεί η πρώτη αγωγή και όχι η μεταγενέστερη του εφεσείοντος ή υπαλλακτικά ότι θα έπρεπε να συνενωθούν. Το δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ενδεχόμενα στα οποία αναφερόταν η εισήγηση, όχι μόνο δεν τα πρόκρινε αλλά και επεσήμανε πως ακόμα και αν προσφέρονταν ως λύση δεν θα μπορούσαν εν προκειμένω να προωθηθούν στην απουσία σχετικής αίτησης.

Υπόβαθρο για την πρωτόδικη αντίκρυση του υπό κρίση ζητήματος αποτέλεσε η διαπίστωση ότι παρά την επιμονή του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ της μιας αγωγής και της άλλης, εντούτοις, όπως το έθεσε το δικαστήριο, "οι απαιτήσεις των διαδίκων σχετίζονται και θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια αγωγή υπό τη μορφή απαίτησης και ανταπαίτησης". Σημειώνουμε ότι και ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν είχε αντιστρατευθεί αυτή τη δυνατότητα. Μόνο που πρόβαλλε πως η συμπερίληψη όλων των επιδίκων θεμάτων σε μια αγωγή θα έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο της αγωγής του εφεσείοντος και όχι της άλλης. Με αυτή λοιπόν τη δυνατότητα ως κατευθυντήρια γραμμή, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι επιβαλλόταν η αναστολή της μιας από τις δύο αγωγές για να αποφευχθεί η πολλαπλότητα.

Έπειτα από αυτή την κατάληξη το δικαστήριο θεώρησε, και τούτο αντίθετα με ό,τι συνέβαινε, πως τα δύο μέρη επικαλούνταν ως βάση για τις αντίστοιχες διεκδικήσεις τους την ίδια ακριβώς συμφωνία. Είπε τα εξής:

"Είναι, κατά την κρίση μου, αναμφίβολο από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι το κύριο επίδικο θέμα και στις δύο αγωγές είναι κατά πόσον ο ισχυριζόμενος τερματισμός της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και η ανάκτηση κατοχής, του Σταθμού Πετρελαιοειδών που οι ιδιοκτήτες ενοικίασαν στον ενοικιαστή, από τους ιδιοκτήτες, έγιναν έγκυρα και νόμιμα ή όχι."

Και πιο κάτω ανέφερε:

"οι δύο αγωγές έχουν σαν κοινόν παρονομαστή το κύριο επίδικο θέμα και των δύο αγωγών που είναι η συμφωνία ενοικιάσεως του Σταθμού Πετρελαιοειδών και το κατά πόσον οι ιδιοκτήτες τερμάτισαν έγκυρα και νόμιμα την προαναφερόμενη συμφωνία ή όχι."

Σε αυτό το δεύτερο απόσπασμα είναι αξιοσημείωτη και η αναφορά σε ενοικίαση. Επρόκειτο περί ανεδαφικής αντίληψης του δικαστηρίου. Ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη δεν τοποθετούσαν τις αξιώσεις τους στη βάση σύμβασης ενοικίασης. Δεν υπήρχε λοιπόν τέτοιος "κοινός παρονομαστής".

Στη συνέχεια το δικαστήριο αναφέρθηκε στους παράγοντες που προσμετρούν όπου εγείρεται θέμα αναστολής της μιας από δύο αγωγές με το ίδιο αντικείμενο ή τα ίδια γεγονότα. Και αναφέρθηκε στις υποθέσεις Thomson v. SE Ry Co., SE Ry Co v. Thomson (1882) 9 Q.B.D. 320, Rees v. Luxmoore, Luxmoore v. Rees (1888) 4 T.L.R. 355, Rechnitzer v. Samuel (1906) 95 L.T. 75, Thrutchley and Co Ltd v. Sharman, Sharman v. Thrutchley and Co Ltd (1917) 143 L.T. J. 236, Thames Launches Ltd v. Trinity House Corporation (Deptford Strond) (1961) 1 Ch.D. 197. Η αυτοκαθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν από άποψης αρχής ορθή όσο και αν ήταν αποσπασματική.

Θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε με συντομία το πώς πρέπει να αντικρύζεται το ζήτημα. Το ποιά από δύο διασταυρούμενες αγωγές πρέπει να ανασταλεί, εξαρτάται από τις περιστάσεις. Γενικός και άκαμπτος κανόνας δεν υπάρχει. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι το ποιός από τους δύο διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης εκεί όπου αυτό βρίσκεται στη μια πλευρά ή κυρίως στη μια πλευρά. Εκείνος που το φέρει πρέπει να αρχίζει πρώτος και γι΄ αυτό ορθό είναι να παραμένει η αγωγή στην οποία εκείνος είναι ενάγων. Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το κατά πόσο προκύπτει από μια αγωγή συγκεκριμένο ωφέλημα για τον ενάγοντα το οποίο δεν θα ήταν ορθό να του στερηθεί. Αν συντρέχει μόνο ο ένας από αυτούς τους παράγοντες, τότε υπερισχύει έναντι οποιωνδήποτε άλλων. Αν συνυπάρχουν, τότε το δικαστήριο τους σταθμίζει για να επιλέξει μεταξύ τους. Στην απουσία και των δύο αποκτά σημασία η χρονολογική σειρά στην καταχώρηση των αγωγών. Αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν εξαντλούν τις δυνατότητες. Δεν αποκλείονται και άλλοι - ήσσονος όμως σημασίας συγκριτικά με τους πρώτους δύο - οι οποίοι θα μπορούσαν ίσως να εκτοπίσουν την χρονολογική σειρά.

Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο κατέληξε ότι το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης επέβαλλε την αναστολή της αγωγής του εφεσείοντος που ήταν η μεταγενέστερη. Και αυτό διότι:

α) αυτή ήταν κατά μερικές ημέρες μεταγενέστερη.

β) και στις δύο αγωγές "εγείρονταν βασικά τα ίδια ουσιώδη γεγονότα".

γ) οι ενάγοντες στην πρώτη αγωγή - που θα παρέμενε - είχαν το βάρος απόδειξης "των ουσιωδών γεγονότων". και

δ) δεν προβλήθηκε "οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος γιατί η μεταγενέστερη αγωγή να μην ανασταλεί".

Ο πρώτος λόγος δεν χρειάζεται σχόλιο.

Ως προς τον δεύτερο, παρατηρούμε μόνο ότι στο βαθμό που προορίζεται να εκφράσει μια ενότητα εξελίξεων που δημιούργησαν ορισμένη κατάσταση ανεξάρτητα από το πώς τοποθετούνταν σε σχέση με αυτή τα μέρη, ο λόγος αυτός είναι ορθός. Και αποτελούσε το υπόβαθρο της εξέτασης της αναστολής της μιας από τις δύο αγωγές. Δεν είναι όμως ορθός στο βαθμό που αντανακλούσε την πρωτόδικη εντύπωση ότι η διαφορά των μερών ξεκινούσε από κοινώς αποδεκτή συμφωνία. Έχουμε ήδη σχολιάσει αυτή την πτυχή.

Ο τρίτος λόγος δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε εξήγηση. Δεν αναφέρεται το γιατί το δικαστήριο θεώρησε ότι οι ενάγοντες στην πρώτη αγωγή έφεραν το βάρος απόδειξης "των ουσιωδών γεγονότων". Συνάγεται μάλλον ότι η εν λόγω κατάληξη αφορμάτο από την εντύπωση - την εσφαλμένη καθώς είπαμε - ότι υπήρχε ως σταθερό σημείο αναφοράς μια κοινώς αποδεκτή συμφωνία. Οπότε οι ενάγοντες στην πρώτη αγωγή, όντας εκείνοι που ενήργησαν προς μεταβολή της προηγούμενης κατάστασης, όφειλαν να αποδείξουν την ορθότητα της ενέργειας τους. Όμως ο πηρύνας της διαφοράς ήταν άλλος. Ήταν η φύση και το περιεχόμενο της μεταξύ των μερών σύμβασης. Όλα τα άλλα έποντο. Σε αυτή τη διαφορά το μείζον το ισχυριζόταν ο ενάγων στη δεύτερη αγωγή. Εκείνος λοιπόν ήταν ο διάδικος που θα έπρεπε να πείσει το δικαστήριο ότι η συμφωνία με την εμβέλεια την οποία της προσέδιδε ήταν η αληθινή συμφωνία των μερών. Συνεπώς, εκείνος ήταν που είχε το βάρος απόδειξης.

Απομένει ο τελευταίος λόγος που είναι ότι δεν προβλήθηκε οτιδήποτε για τη μη αναστολή της μεταγενέστερης αγωγής. Στην πραγματικότητα προβλήθηκε. Και εξετάστηκε από το δικαστήριο στη συνέχεια. Όχι όμως στο σωστό πλαίσιο. Αφορούσε την ύπαρξη της αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Η οποία μάλιστα βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο ακρόασης. Το δικαστήριο διερωτήθηκε αναφορικά με το κατά πόσο δεν θα έπρεπε να εξαιρέσει την αίτηση εκείνη από την αναστολή της αγωγής. Έλαβε, καθώς είπε, υπόψη "το θεμιτό δικαίωμα του ενάγοντα στη μεταγενέστερη αγωγή να ζητήσει παρεμπίπτον διάταγμα". Θεώρησε ωστόσο ότι αυτό αντισταθμιζόταν από την πιθανή έλευση δυσχερειών που θα προέκυπταν. Προέβη στους εξής συλλογισμούς. Πρώτο, αν δεν αναστελλόταν η αίτηση και εκδίδετο τελικά προσωρινό διάταγμα, αυτό θα παρέμενε σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της μεταγενέστερης αγωγής η οποία στο μεταξύ θα τελούσε υπό αναστολή. Ο συλλογισμός είναι εσφαλμένος. Αλλού στην απόφαση του, το δικαστήριο δεν προόριζε την αναστολή ως προσωρινό μέτρο. Και με το διάταγμα που εν τέλει εξέδωσε δεν ήταν. Η αναστολή σήμαινε την εκδίκαση του συνόλου των επίδικων θεμάτων στην άλλη αγωγή στην οποία ο εφεσείων θα προωθούσε πλέον την απαίτηση του ως ανταπαίτηση. Μάλιστα ως αποτέλεσμα της αναστολής το δικαστήριο έδωσε προς τούτο σχετικές οδηγίες. Δεύτερο, ότι η έκδοση προσωρινού διατάγματος δυνατόν να ερχόταν σε αντίθεση με τελικό διάταγμα που ίσως να εκδίδετο στη μη ανασταλείσα αγωγή.

Είναι προφανές ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το ωφέλημα προσωρινού διατάγματος που επιζητούσε ο εφεσείων ως παράγοντα για τη μη αναστολή της δικής του αγωγής. Το εξέτασε μόνο μετά που αποφάσισε την αναστολή και το εξέτασε σε απομόνωση. Οδηγήθηκε έτσι σε αδιέξοδο. Μπροστά στο οποίο ανέφερε σαν κατακλείδα ότι:

"η αναστολή του δικαιώματος προώθησης της αίτησης του ενοικιαστή για παρεμπίπτον διάταγμα θα προκαλέσει γενικά μικρότερη ταλαιπωρία απ΄ ότι η προώθηση της αίτησης, παρά την αναστολή της προώθησης της μεταγενέστερης αγωγής."

Το κατά πόσο υφίσταται ή όχι δικαίωμα σε ανταπαιτητή να αποταθεί για προσωρινό διάταγμα το δικαστήριο δεν το εξέτασε έτσι ώστε να μετρήσει ακριβέστερα τις επιπτώσεις. Δεν συντρέχει όμως τώρα λόγος να το διερευνήσουμε αυτό εφόσον δεν καθίσταται απαραίτητο για την έκβαση.

Είναι νομίζουμε προφανές από τα όσα αναφέραμε, πρώτο ότι το πρωτόδικο διακστήριο έσφαλε στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και, δεύτερο, ότι ορθά ασκούμενη η διακριτική του εξουσία δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μόνο μια κατεύθυνση, ήτοι, στην απόρριψη της αίτησης των εφεσίβλητων για αναστολή της αγωγής υπ΄ αρ. 969/94. Η έφεση αναφορικά με αυτό το ζήτημα που είναι η υπ΄ αρ. 9483 επιτυγχάνει. Το διάταγμα αναστολής στην αγωγή υπ΄ αρ. 969/94 παραμερίζεται. Η αίτηση των εφεσίβλητων ημερομηνίας 27 Απριλίου 1994 στην εν λόγω αγωγή απορρίπτεται. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και της έφεσης, να βαρύνουν τους εφεσίβλητους. Και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η άλλη έφεση, η υπ΄ αρ. 9556, η οποία συνεκδικάστηκε ως αποτέλεσμα διαταγής, την οποία εξέδωσε το Εφετείο με άλλη σύνθεση κατόπιν αιτήσεως του εφεσείοντος, αφορά σε δικονομικές πτυχές που προέκυψαν από τα διαβήματα στα οποία προέβη ο εφεσείων εντός του πλαισίου της μη ανασταλείσας αγωγής. Ο παραμερισμός του διατάγματος αναστολής της αγωγής υπ΄ αρ. 969/94 του εφεσείοντος, καθιστά χωρίς νόημα την απόφανση σε αυτή τη δεύτερη έφεση. Η οποία ως αποτέλεσμα απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο