ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9065

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.

Κώστας Κίρλαππου, από το Μαζωτό,

Εφεσείων

- ν. -

Κώστα Χριστοφή Μιχαηλίδη (Ττόρος),

από τον Άγιο Γεώργιο Συλίκου,

Εφεσίβλητου

-------------------------

27 Δεκεμβρίου 1996

Για τον εφεσείοντα: Α. Λεμής.

Για τον εφεσίβλητο: Γ. Τσίκκος, γι΄ αυτόν Μ. Κυπριανίδου.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κίνησε εναντίον του εφεσίβλητου αγωγή αξιώνοντας την εξόφληση γραμματίου ημερομηνίας 27 Ιουλίου 1986 για το ποσό £1.800 πλέον τόκο προς 9% ετησίως, πληρωτέο την 25 Ιουλίου 1987. Το γραμμάτιο επιμαρτυρούσε δάνειο το οποίο ήταν εξασφαλισμένο με υποθήκη. Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του παραδεχόταν ότι υπήρξε η οφειλή αλλά πρόσθετε ότι είχε εξοφληθεί και παραπονείτο ότι ο εφεσείων παρέλειψε να του επιστρέψει το γραμμάτιο όπως και να αποσύρει την υποθήκη. Ανταπαιτούσε δε θεραπεία σε σχέση με την ισχυριζόμενη παράλειψη.

Η Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ρυθμίζει τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση το νομικό βάρος απόδειξης το είχε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος τόσο σε σχέση με την απαίτηση όσο και σε σχέση με την ανταπαίτηση. Και τούτο διότι το μόνο επίδικο θέμα ήταν το κατά πόσο είχε εξοφληθεί το δάνειο και, ως προς αυτό, το βάρος το έφερε ο εφεσίβλητος ο οποίος ισχυριζόταν την εξόφληση. Ως εκ τούτου αυτός ήταν το "πρώτο μέρος" που ορίζεται στον Καν. 9 ως το μέρος που έχει το βάρος απόδειξης επί της απαίτησης, ενώ είχε βέβαια το ίδιο νομικό βάρος και στην ανταπαίτηση που αφορούσε τον αυτό ισχυρισμό. Έπειτα και οι δύο πλευρές επρόκειτο να προσάξουν μαρτυρία. Με αυτά τα δεδομένα εφαρμογή είχε λοιπόν ο Καν. 9(c)(i) της Δ.33.

Δυστυχώς η δίκη διεξήχθη κατ΄ αντίθεση προς ό,τι προβλέπεται στους Θεσμούς. Αντί να αρχίσει πρώτος ο εφεσίβλητος άρχισε πρώτος ο εφεσείων. Αυτή η εξέλιξη δεν προσβάλλεται άμεσα με την έφεση. Ωστόσο, όπως θα εξηγήσουμε, εγείρεται έμμεσα. Ένας από τους λόγους έφεσης στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης άποψης ότι ο εφεσείων είχε και ο ίδιος κάποιο βάρος να αποσείσει. Σε σχέση με αυτό τον λόγο το μέρος της απόφασης το οποίο ενδιαφέρει είναι το ακόλουθο:

"Είναι γεγονός ότι ο Εναγόμενος έφερε το βάρος απόδειξης για την εξόφληση της επίδικης υποθήκης. Όμως ο Ενάγοντας που γνώριζε την εκδοχή του Εναγομένου, τόσο από το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης όσο και από τις περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, όφειλε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία που να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του (εναγομένου). Ο Ενάγοντας όμως επέλεξε να στηριχθεί μόνο στην δική του μαρτυρία, πράγμα που απεδείχθη ότι δεν ήταν αρκετό για να αντικρούσει την εκδοχή του Εναγόμενου."

Η αρχική αυτοκαθοδήγηση, ότι δηλαδή το βάρος απόδειξης το έφερε ο εφεσίβλητος, ήταν ορθή. Προκύπτει όμως πρόβλημα με τα επόμενα. Εκείνο που φαίνεται να εννοούσε το δικαστήριο είναι ότι ενώ το νομικό βάρος το έφερε ο εφεσίβλητος εντούτοις, με την προσκόμιση σχετικής μαρτυρίας, επέρχεται μετατόπιση του βάρους, όχι του νομικού που οπωσδήποτε παρέμενε σταθερό, αλλά του αποδεικτικού βάρους ή, με άλλα λόγια, του βάρους προσκόμισης μαρτυρίας, προς τον σκοπό μετατόπισης και πάλι του αποδεικτικού βάρους στην άλλη πλευρά. Πώς θα μπορούσε όμως πρακτικά να γίνει αυτό, δεδομένου ότι ο εφεσείων άρχισε πρώτος; Η αλλαγή στη σειρά άλλαζε και τις δυνατότητες. Με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο εφεσίβλητος πλεονέκτημα το οποίο, όταν εκδηλώθηκε, ήταν αργά πλέον για τον εφεσείοντα να το εξουδετερώσει. Έτσι εκείνο που εμφανίζεται να ανέμενε το δικαστήριο από πλευράς εφεσείοντος σε σχέση με την προσκόμιση μαρτυρίας δεν μπορούσε να επέλθει. Το βάρος προσκόμισης μαρτυρίας προϋποθέτει την κάλυψη ήδη κάποιας απόστασης από το άλλο μέρος που φέρει το νομικό βάρος. Στην προκείμενη περίπτωση αντιστράφηκαν οι όροι. Και με την πρωτόδικη αντίκρυση της κατάστασης είναι νομίζουμε προφανής ο δυσμενής επηρεασμός της πλευράς του εφεσείοντος. Ενόψει τούτου η πρωτόδικη ετυμηγορία καθίσταται ακροσφαλής.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή. Όσον αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προέκυψε το σφάλμα, δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο