ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9048
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.
Έλλη Σιμιλλίδου, από τα Μαμμώνια,
Εφεσείουσα
- ν. -
1. Δημήτρη Στεργίου, από τα Μαμμώνια,
2. Ελένης Δημητρίου, από τα Μαμμώνια,
Εφεσιβλήτων
-------------------------
18 Νοεμβρίου 1996
Για την εφεσείουσα: Α. Κορακίδου.
Για τους εφεσίβλητους: Χ. Λαπέρτας.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κίνησε εναντίον των εφεσιβλήτων, που είναι σύζυγοι, αγωγή για οχληρία. Ισχυριζόταν ότι άχνη που εδημιουργείτο από αλώνισμα στο χωράφι των εφεσιβλήτων μεταφερόταν με τον άνεμο και επικαθόταν σε λεμονιές στο παρακείμενο περιβόλι της, με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγή αλλά και η ποιότητα των λεμονιών, ζημιώνοντας την οικονομικώς.
Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Θεώρησε ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας και του πραγματογνώμονα που κάλεσε - η κύρια μαρτυρία για την υπόθεση της - δεν ήταν αξιόπιστη ενώ, αντίθετα, θέωρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και των μαρτύρων τους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας πραγματογνώμονας. Έκρινε ως εκ τούτου ότι δεν αποδείχθηκε η ισχυριζόμενη οχληρία αλλά και ούτε οποιαδήποτε ζημιά.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται αυτή η αντίκρυση με αναφορά στα όσα το δικαστήριο επικαλέστηκε ως αιτιολογικά ερείσματα. Η συζήτηση ήταν διεξοδική. Και συνέβαλε στην υπογράμμιση ορισμένων αδυναμιών στην απόφαση οι οποίες είναι, θα λέγαμε, προφανείς. Αυτές οι αδυναμίες καθιστούν την απόφαση ευάλωτη σε παραμερισμό. Δεν παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε παρά μόνο στις πιο σοβαρές.
Μια από αυτές αφορά στην προτίμηση της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα των εφεσιβλήτων κ. Παρούτη, έναντι της αντίστοιχης μαρτυρίας του πραγματογνώμονα της εφεσείουσας κ. Τζάζα. Το δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι η μαρτυρία του κ. Τζάζα διέπετο από προχειρότητα. Και φαίνεται να συμπέρανε από αυτό ότι σκοπός του δεν ήταν να παρουσιάσει στο δικαστήριο την αλήθεια αλλά να ευνοήσει την εφεσείουσα. Μια τέτοια κατάληξη δεν εδικαιολογείτο όσο και αν η προχειρότητα οδηγούσε σε ανακρίβεια. Για αυτό ακριβώς τον λόγο φαίνεται πως το δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω για να καταλήξει ότι ως εκ τούτου έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία του άλλου πραγματογνώμονα, ήτοι, του κ. Παρούτη, την οποία χαρακτήρισε ως πιο πειστική, χωρίς όμως να εξηγεί και γιατί. Πέρα όμως από αυτά, υπάρχει και μια άλλη διάσταση, η οποία είναι ότι στην πραγματικότητα ενώ η μαρτυρία του κ. Τζάζα αναφερόταν στο έτος 1991 που ενδιέφερε, εκείνη του κ. Παρούτη αναφερόταν στο έτος 1992. Συνεπώς η μαρτυρία τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με προοπτική τη διαπίστωση ως προς το κατά πόσο υπήρχε ή όχι οχληρία κατά το 1991. Αυτή η παρανόηση αναφορικά με τον κρίσιμο χρόνο άφησε το όλο εγχείρημα αξιολόγησης της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων μετέωρο.
Προχωρούμε σε μια άλλη πτυχή. Το δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα ήταν αναξιόπιστη και απέρριψε τη μαρτυρία της. Η κατάληξη αυτή είχε δύο άξονες. Ο ένας ήταν η εντύπωση που αποκόμισε το πρωτόδικο δικαστήριο παρακολουθώντας την να καταθέτει. Εξειδίκευσε όμως ότι αυτή η εντύπωση αφορούσε σε μόνο την τάση της εφεσείουσας να υπερβάλλει και τίποτε περισσότερο. Συνεχίζοντας, το δικαστήριο εξειδίκευσε και άλλα στοιχεία - ασύνδετα με την εντύπωση - τα οποία θεώρησε πως κατέδειχναν αναξιοπιστία. Αυτά συναποτελούν τον άλλο άξονα. Ας δούμε ποια ήταν. Γίνεται κατ΄ αρχάς υπόμνηση των κακών σχέσεων μεταξύ των διαδίκων. Δεν εξηγείται όμως γιατί αυτό, καθώς θεώρησε το δικαστήριο, να αντανακλά δυσμενώς επί της εφεσείουσας και όχι επί των εφεσιβλήτων. Θα μπορούσε βέβαια να ισχύει για μόνο τη μια πλευρά αλλά τότε θα έπρεπε να εξηγηθεί με αναφορά σε συγκεκριμένο στοιχείο ή παράγοντα. Ένα άλλο στοιχείο ήταν ότι το δικαστήριο θεώρησε πως η μαρτυρία της εφεσείουσας βρισκόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα της. Αυτό έχει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά την επισήμανση από το δικαστήριο ότι ενώ η εφεσείουσα κατέθεσε πως η παραγωγή της κάθε λεμονιάς ανερχόταν σε 3000 λεμόνια τον χρόνο, ο πραγματογνώμονας, ο δικός της, κατέθεσε ότι δεν ξεπερνούσαν τα 1500. Όπως όμως υπέδειξε η συνήγορος της εφεσείουσας, ο αριθμός των 3000 λεμονιών αναφερόταν σε χρόνο πριν από την έλευση του προβλήματος, ενώ ο αριθμός των 1500 ήταν εκείνος που παρήγαγαν οι λεμονιές μετά που δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Το δικαστήριο δεν φαίνεται να συνέλαβε αυτή τη διαφορά. Έπειτα, κι αυτό είναι το άλλο σκέλος, το δικαστήριο επεσήμανε πως η ενάγουσα κατέθεσε ότι τα λεμονόδεντρα της άρχισαν να κιτρινίζουν, ενώ ο πραγματογνώμονας της, κατέθεσε μόνο ότι τα λεμόνια ήταν πράσινα και είχαν πάνω τους σκόνη. Το δικαστήριο θεώρησε πως υπήρχε αντίφαση. Μα και εδώ η σύγκριση ήταν με ανόμοια. Δεν μπορεί να συγκριθεί η μαρτυρία περί της κατάστασης των λεμονόδεντρων με τη μαρτυρία περί της κατάστασης των λεμονιών. Δεν λέγουμε ότι μεταξύ των δύο καταστάσεων δεν θα μπορούσε να υπάρχει σχέση. Αλλά το δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στη σχέση για να εξηγήσει ορθολογικά την όποια σύνδεση. Επομένως, τα στοιχεία που επικαλείται το δικαστήριο, πέρα από την εντύπωση, ως στοιχεία που κατέδειχναν ότι η εφεσείουσα ήταν αναξιόπιστη, δεν υποστηρίζουν τέτοιο αποτέλεσμα.
Καταλήγουμε ότι όσο και αν το Εφετείο είναι απρόθυμο να επεμβαίνει σε ό,τι αφορά τα πρωτόδικα ευρήματα εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση, είναι πρόδηλο πως δεν υπάρχει εκλογή. Όπως λέχθηκε στην Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 713 (στις σελ. 727-728):
"Συνήθης και νομολογιακά καθιερωμένος λόγος επέμβασης του Εφετείου και ακύρωσης ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί η περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται ότι είναι λανθασμένη ή απαράδεκτη η αιτιολογία που χρησιμοποιείται σαν βάση των προσβαλλόμενων ευρημάτων."
Διατάσσουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης στο σύνολό της από άλλο δικαστή. Επίσης παραμερίζουμε την πρωτόδικη διαταγή για έξοδα. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης της υπόθεσης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ