ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8815
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.Νίκη Νικολάου,
Εφεσείουσα
- ν. -
Μάριου Αντωνίου Σάββα,
Εφεσίβλητου
-------------------------
30 Μαΐου 1996
Για την εφεσείουσα: Στ. Ερωτοκρίτου.
Για τον εφεσίβλητο: Ν. Πελίδης με Λ. Μασσωνίδου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Γύρω στις 9.00 π.μ. της 10 Σεπτεμβρίου 1995, η εφεσείουσα οδηγούσε αυτοκίνητο τύπου "σαλούν" στο νέο υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση προς Λευκωσία, έχοντας ως επιβάτες στο οπίσθιο κάθισμα τα δυο παιδιά της, ηλικίας το ένα εννέα ετών και το άλλο τριών. Ενώ βρισκόταν σε σημείο του δρόμου, στην περιοχή Κόρνου, όπου ανάμεσα στις διπλές λωρίδες των δύο κατευθύνσεων παρεμβαλλόταν νησίδα πλάτους σχεδόν 18 ποδών, σχηματισμένη μόνο με βαφή, το αυτοκίνητο παρεξέκλινε της πορείας του, πρώτα στα αριστερά και εν συνεχεία στα δεξιά, οπότε διέσχισε διαγωνίως τη νησίδα και την άλλη πλευρά του δρόμου και κατέληξε σε παρακείμενο χανδάκι. Κατά εκείνο τον χρόνο απασχολούνταν εντός της νησίδας, καθαρίζοντας την από αμμοχάλικες, τρεις υπάλληλοι του Τμήματος Δημοσίων Έργων, ένας από τους οποίους ήταν και ο εφεσίβλητος. Το αυτοκίνητο, στην πορεία του διαμέσου της νησίδας, κτύπησε τον εφεσίβλητο ο οποίος δεν είχε ευκαιρία να αντιδράσει μπροστά στον αναπάντεχο κίνδυνο, εκτινάσσοντας τον σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων και προκαλώντας του σοβαρές σωματικές βλάβες.
Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες προκλήθηκε αυτό το ατύχημα εγείρουν τεκμήριο ή επιτρέπουν την εξαγωγή συμπεράσματος ότι η οδηγός ήταν αμελής: res ipsa loquitur. Μπορεί όμως βέβαια αυτό να αντικρουστεί με κάποια ικανοποιητική εξήγηση από μέρους της οδηγού ως προς την έλευση του συμβάντος. Η εφεσείουσα απέδωσε την αιτία για την απώλεια ελέγχου του αυτοκινήτου και τη συνακόλουθη πρόκληση του ατυχήματος στην παρέμβαση τρίτου, ήτοι, του τρίχρονου παιδιού της και προέβαλε, πως σε ό,τι αφορούσε την ιδία, το ατύχημα αποτελούσε μια αναπόφευκτη εξέλιξη.
Η μαρτυρία της, η μόνη ως προς το τί συνέβηκε εντός του αυτοκινήτου αμέσως πριν από το ατύχημα, συνίστατο στα εξής. Το μικρότερο από τα δύο παιδιά, το οποίο δεν είχε στο παρελθόν δημιουργήσει πρόβλημα, καθόταν ακριβώς πίσω της ενώ το άλλο παιδί καθόταν στο αριστερό μέρος του πίσω καθίσματος. Οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα με ταχύτητα γύρω στα 55 μ.α.ω. όταν σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκε το τρίχρονο παιδί να εισβάλλει στον κενό χώρο αριστερά της, έπειτα το είδε να προχωρεί περνώντας ανάμεσα στα δυο μπροστινά καθίσματα, το ένιωσε να ρίχνει το βάρος του στον αριστερό της μηρό και εν συνεχεία, αφού με το ένα του χέρι την αγκάλιασε στους ώμους, με το άλλο του χέρι της κάλυψε τα μάτια, καταλαμβάνοντας την σε τούτο εξ απήνης. Με ένα της τίναγμα απελευθερώθηκε και ανάκτησε την ορατότητα της αλλά στο μεταξύ απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, με συνακόλουθα τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει. Στην κύρια εξέταση, της ζητήθηκε να προσδιορίσει τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της στιγμής που το παιδί της κάλυψε τα μάτια ως τη στιγμή που κτυπήθηκε ο εφεσίβλητος. Απάντησε ότι όλα έγιναν αστραπιαία. Στην αντεξέταση ερωτήθηκε σε ό,τι πιο άμεσα ενδιέφερε, ήτοι, τη διάρκεια των κινήσεων του παιδιού που απέληξαν στην κάλυψη των ματιών της. Και ενώ αρχικά δέχθηκε ότι πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα, ακολούθως αναίρεσε λέγοντας ότι όλα έγιναν αστραπιαία, σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Το δικαστήριο, αξιολογόντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας, θεώρησε ότι από τη στιγμή που το παιδί έγινε αντιληπτό να μετακινείται, μέχρι που κάλυψε τα μάτια της μητέρας του, παρήλθε "αρκετός χρόνος" που καθιστούσε εφικτή τη λήψη κατάλληλων μέτρων προς αποσόβηση του όποιου κινδύνου, αλλά παρόλον τούτο η εφεσείουσα παρέλειψε να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά. Η εξαγωγή του εν λόγω συμπεράσματος λάμβανε υπόψη την περιγραφή στην οποία προέβη η εφεσείουσα αναφορικά με τις κινήσεις του παιδιού όσο και αν
η ιδία επέμενε στη συμπύκνωση τους σε μια αστραπιαία διεργασία. Επί πλέον το δικαστήριο θεώρησε ότι η δυνατότητα μετακίνησης του παιδιού, με τα όποια ενδεχόμενα, συνεπαγόταν κινδύνους που καθιστούσαν αναγκαία την από μέρους της λήψη προφυλακτικών μέτρων.Η έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης θεώρησης αναφορικά και με τις δύο πτυχές. Η συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι δεν υπήρχε κατ΄ αρχήν αποχρών λόγος να μη μεταφέρεται το τρίχρονο παιδί στο πίσω κάθισμα χωρίς να είναι προσδεδεμένο και χωρίς την επιτήρηση τρίτου προσώπου. Επισήμανε σχετικά τη μαρτυρία της εφεσείουσας ότι το παιδί δεν είχε ως τότε παρουσιάσει κανένα πρόβλημα αλλά και την ανυπαρξία ρητής πρόνοιας που να επέβαλλε είτε το ένα είτε το άλλο. Η συνήγορος επίσης εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία δεν παρείχε έρεισμα για την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι υπήρξε αρκετός χρόνος για αποτελεσματική αντίδραση από μέρους της εφεσείουσας προτού το παιδί της καλύψει τα μάτια.
Κατά την άποψη μας, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν στο καθετί ορθή. Η μεταφορά ενός τόσο μικρού παιδιού ακόμα και στο οπίσθιο κάθισμα δεν είναι χωρίς κινδύνους. Οφείλει κανείς να παραμένει μόνιμα επιφυλακτικός ως προς το πως το παιδί θα μπορούσε στην οποιαδήποτε στιγμή να ενεργήσει. Και τούτο παρά την έλλειψη προειδοποιητικών ενδείξεων στο παρελθόν. Το ότι δεν επιβάλλεται με ρητή πρόνοια είτε η πρόσδεση στο πίσω κάθισμα είτε η από τρίτο πρόσωπο επιτήρηση μικρού παιδιού, δεν αφαιρεί από την ευθύνη τόσο για αναγνώριση των κινδύνων που ελλοχεύουν όσο και για ετοιμότητα, ανά πάσα στιγμή, αποτελεσματικής αντιμετώπισης τους. Αν ένα μικρό παιδί μεταφέρεται μη προσδεδεμένο ή μη δεόντως επιτηρούμενο από τρίτο πρόσωπο, η λογική πρόβλεψη των κινδύνων που συνεπάγεται μια τέτοια κατάσταση, καθιστά απαραίτητη - ενδεχομένως με περιορισμούς στην οδήγηση σε ό,τι αφορά τον δρόμο και την ταχύτητα αλλά και με αυξημένη εγρήγορση - τη διατήρηση επαρκούς ελέγχου του οχήματος.
Στην προκείμενη περίπτωση αναδεικνύεται εύστοχη η πρωτόδικη διαπίστωση της εν λόγω δυνητικά επικίνδυνης κατάστασης και ευλόγως ήταν που θεωρήθηκε ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να λάβει κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση διατήρησης ελέγχου του αυτοκινήτου. Αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό ώστε να της καταλογισθεί ευθύνη. Αλλά και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε εν προκειμένω αρκετός χρόνος για αποτελεσματική αντίδραση αφότου κατά πρώτο το παιδί κινήθηκε έως ότου κάλυψε με το χέρι τα μάτια της εφεσείουσας, παρεμποδίζοντας έτσι την όραση της, ήταν ευλόγως εφικτό δεδομένης της μαρτυρίας που περιέγραφε αυτή την εξέλιξη. Ορθά λοιπόν ήταν που το πρωτόδικο δικαστήριο διέγνωσε και αποφάνθηκε. Η εφεσείουσα ήταν αμελής και έφερε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ