ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 1 ΑΑΔ 59
29 Ιανουαρίου 1991
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στής]
UNITED SEA TRANSPORT CO & OTHERS,
Ενάγοντες,
v.
ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΑΚΟΥ,
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδεικίου Αρ. 27/74).
Μεταφορά εμπορευμάτων διά θαλάσσης — Άρνηση του παραλήπτη να τα παραλάβει, διότι είχαν υποστεί ζημία με υπευθυνότητα του μεταφορέα.
Αποζημιώσεις — Καταστροφή εμπορευμάτων μεταφερομένων διά θαλάσσης — Κατά πόσο μπορεί να απαιτηθεί διαφυγόν κέρδος.
Οι ενάγοντες απαιτούσαν με την αγωγή τους £1417,600 μιλς ναύλο και έξοδα εκφορτώσεως για την μεταφορά ενός φορτίου επίπλων από τον Πειραιά στην Αμμόχωστο. Μετά την εκφόρτωσή τους τα έπιπλα τοποθετήθηκαν σε αποθήκη του τελωνείου που ήταν ανοικτή από τις δύο πλευρές. Ο εναγόμενος αρνήθηκε να παραλάβει τα έπιπλα διότι, όπως ισχυρίσθηκε, αυτά είχαν υποστεί τέτοιες ζημιές κατά την μεταφορά ώστε να έχουν ουσιαστικά καταστραφεί, και υπέβαλε ανταπαίτηση για ποσό £3.041,960 μιλς, αξία των επίπλων, συν 9% τόκο, για £1.520,980 μιλς αναμενόμενο κέρδος από την πώληση των και £54,150 μιλς τραπεζικά δικαιώματα. Κατά την ακρόαση ο εναγόμενος άρχισε πρώτος, διότι από τα δικόγραφα φάνηκε ότι το βάρος απόδειξης είχε μετατοπισθεί σ' αυτόν.
Αποφασίσθηκε ότι
Η μαρτυρία του εναγομένου και των μαρτύρων του ήταν ορθή και αληθής και κατά συνέπεια η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί και να εκδοθεί απόφαση ως η ανταπαίτηση εκτός από το ποσό για το διαφυγόν κέρδος που δεν ήταν εντός του σχεδιασμού των μερών (within the contemplation of the parties).
Η αγωγή απορρίφθηκε. Εκδόθηκε απόφαση στην ανταπαίτηση για £3.096,110 μιλς πλέον έξοδα.
Αγωγή.
Αγωγή για το ποσό των £1.404,450 μίλς ναύλο για μεταφορά επίπλων από τον Πειραιά στο λιμάνι της Αμμοχώστου.
Γ. Μιχαηλίδης, για τους ενάγοντες.
Χρ. Χρυσάνθου, για τον εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Στην παρούσα υπόθεση Ναυτοδικείου η υπ' αρ. 1 ενάγουσα εταιρεία αντιπροσωπεύει στην Κύπρο την υπ' αρ. 2 ενάγουσα εταιρεία που υπήρξε κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτρια του πλοίου "Αγία Ειρήνη".
Την 28η Δεκεμβρίου 1973 εφορτώθησαν επί του πιο πάνω πλοίου στο Πειραιά 228 τεμάχια επίπλων βάρους 6000 κιλών με προορισμό το λιμάνι της Αμμοχώστου. Ο φορτωτής των επίπλων σύμφωνα με τη φορτωτική υπ' αρ. 35 ημερομηνίας 28 Δεκεμβρίου 1973 ήταν ο Νίκος Ευστρατόπουλος και ο παραλήπτης ήταν ο εναγόμενος Σταύρος Ζάκος εισαγωγέας και πωλητής επίπλων από την Αμμόχωστο. Μεταξύ της 6ης και 7ης Ιανουαρίου 1974 το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Αμμοχώστου και κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων υπ' αρ. 1 ξεφόρτωσαν τα έπιπλα και τα ετοποθέτησαν σε ένα υπόστεγο αποθήκη του τελωνείου και ειδοποίησαν τον εναγόμενο να προσέλθει να τα παραλάβει και να πληρώσει το ναύλο που ανήρχετο σε £1.304,450 μίλς, που σύμφωνα με τη φορτωτική ήταν πληρωτέος κατά την άφιξη του πλοίου (payable at destination). Η πιο πάνω αποθήκη ήταν κλειστή μόνο από τις δυο πλευρές. Οι ενάγοντες περαιτέρω ισχυρίζονται ότι παρά την ειδοποίηση των προς τον εναγόμενο, αυτός δεν προσήλθε να παραλάβει τα πιο πάνω έπιπλα και την 5η Απριλίου 1974 καταχώρησαν την παρούσα αγωγή αξιούντες:
(α) £1.404,450 μίλς ναύλο για μεταφορά των πιο πάνω επίπλων από τον Πειραιά στην Αμμόχωστο και,
(β) £13,150 μιλς έξοδα εκφορτώσεως (Landing Charges).
Ο Εναγόμενος στην υπεράσπιση του παραδέχεται ότι ήταν ο παραλήπτης ο ονομαζόμενος επί της φορτωτικής και ότι ο ναύλος ήταν πληρωτέος κατά την άφιξη του πλοίου στον προορισμό του, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει τα πιο πάνω έπιπλα διότι ήταν τόσο καταστρεμμένα που όπως τα περιέγραψε ήταν ένας σωρός σκουπίδια. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ζημιά στα ρηθέντα έπιπλα οφείλετο στην αμέλεια των εναγόντων κατά τη μεταφορά και ότι όχι μόνο δεν εδικαιούντο στην απαίτηση των αλλά και όφειλαν να πληρώσουν τη ζημιά την οποία υπέστηκε. Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος ήγειρε ανταπαίτηση και αξίωσε:
(α) £3.041,960 μίλς, αξία των πιο πάνω επίπλων.
(β) τόκο 9% επί του πιο πάνω ποσού από 16.1.74,
(γ) £1.520,980 μιλς αναμενόμενο κέρδος από την πώληση των πιο πάνω επίπλων και
(δ) £54,150 μιλς δικαιώματα τραπέζης (Bank charges).
Κατά την ορισθείσα ημέρα της ακρόασης της υπόθεσης από το Δικαστήριο, αποφασίστηκε με τη συγκατάθεση των συνηγόρων των διαδίκων ότι το βάρος της απόδειξης λόγω του περιεχομένου των εγγράφων προτάσεων μετατοπίσθηκε επί του εναγομένου και έτσι δικαιούτο να αρχίσει πρώτος, (right to begin).
Προς υποστήριξη της υπόθεσης του ο εναγόμενος έδωσε μαρτυρία και εκάλεσε ακόμα τρεις μάρτυρες.
Δίδοντας μαρτυρία ο εναγόμενος σαν μάρτυρας εναγομένου 1, είπε ότι στις 14.11.73 παράγγειλε μέσω του Σπύρου Χρίστου, αντιπροσώπου στην Κύπρο του κατασκευαστού επίπλων Νίκου Ευστρατόπουλου στην Αθήνα, 228 τεμάχια επίπλων αξίας $8.076 δολλαρίων Αμερικής. Τα έπιπλα αυτά εφορτώθησαν για μεταφορά στην Αμμόχωστο επί του πλοίου "Αγία Ειρήνη". Η σχετική παραγγελία και η φορτωτική παρουσιάσθησαν στο Δικαστήριο σαν τεκμήριο 1 και 2 αντίστοιχα. Πριν από τη φόρτωση ο εναγόμενος πλήρωσε στη Λαϊκή Τράπεζα Αμμοχώστου την αξία των πιο πάνω επίπλων δηλ. £3.020,195 μιλς, £21,765 μιλς διάφορα έξοδα και £54,150 μίλς ασφάλιστρα τα οποία φαίνονται στην επιστολή πιστώσεως (letter of credit) η οποία παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο σαν τεκμήριο αρ. 3. Σαν τεκμήριο υπ' αρ. 4 παρουσιάστηκε η απόδειξη πληρωμής των ασφαλίστρων από την τράπεζα, και η χρεωστική σημείωση (debit note) της τράπεζας, πάνω στην οποία φαίνονται όλες οι λεπτομέρειες, παρουσιάστηκε σαν τεκμήριο αρ. 5. Η σχετική άδεια εισαγωγής παρουσιάστηκε σαν τεκμήριο αρ. 6. Σύμφωνα πάντοτε με τη μαρτυρία του εναγομένου η πρώτη φορά που είδε τα πιο πάνω έπιπλα ήσαν σε ένα υπόστεγο του τελωνείου όταν ο εκτελωνιστής του Νίκος Κοντοζής τον πληροφόρησε δια τηλεφώνου για την άφιξη των. Τα πιο πάνω έπιπλα ήσαν τοποθετημένα σε ένα μεγάλο υπόστεγο του τελωνείου και ήσαν εντελώς κατεστραμμένα. Η ζημιά την οποία υπέστησαν τα πιο πάνω έπιπλα δεν μπορούσε να προξενηθεί λόγω της τοποθέτησης των στο υπόστεγο. Η στόφα των επίπλων ήταν βρεγμένη με θαλάσσιο νερό. Επίσης ήταν λερωμένα με μηχανέλαια και σκονισμένα. Αρνήθηκε να τα παραλάβει και τα φωτογράφησε και έδωσε το φίλμ στο Νίκο, Στυλιανού, φωτογράφο από την Αμμόχωστο, ο οποίος μετά του παρέδωσε 25 φωτογραφίες οι οποίες παρουσιάστησαν στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 13. Μετά την άρνηση του να παραλάβει τα πιο πάνω έπιπλα ανταλλάγησαν διάφορες επιστολές επί του θέματος μεταξύ του δικηγόρου του και των εναγόντων υπ. αρ. 1. Η πρώτη επιστολή εγράφηκε στις 13.3.74. Όλες οι επιστολές και οι απαντήσεις που είναι εννέα τον αριθμό κατετέθησαν στο Δικαστήριο σαν τεκμήριο με αρ. 7. Τέλος ο εναγόμενος είπε ότι το κέρδος του είναι 20% όταν τα διαθέτει σε μεταπωλητές και 50% όταν τα πωλεί απ' ευθείας ο ίδιος.
Ο Σπύρος Χρίστου δίδοντας μαρτυρία σαν μάρτυρας εναγομένου υπ' αρ. 2 και αντιπρόσωπος στην Κύπρο του Νίκου Ευστρατόπουλου από την Ελλάδα, είπε ότι ο εναγόμενος στις 14.11.73 παρήγγειλε τα πιο πάνω έπιπλα και παρουσίασε τη σχετική παραγγελία ως τεκμήριο 8. Είπε επίσης ότι κατόπιν πληροφορίας που επήρε από τον εναγόμενο επισκέφθηκε τις αποθήκες του τελωνείου Αμμοχώστου και είδε τα έπιπλα που ήσαν σε πολύ κακή κατάσταση και ήσαν τελείως κατεστραμμένα. Κατά τη γνώμη του η καταστροφή των πιο πάνω επίπλων έγινε κατά τη μεταφορά των. Δεν υπήρχε κομμάτι επίπλου το οποίο να μήν έχει ζημιά.
Τρίτος μάρτυρας του εναγομένου κλήθηκε ο φωτογράφος Νίκος Στυλιανού ο οποίος παρουσίασε τις φωτογραφίες, τεκμήριο 13. Τέταρτος μάρτυρας του εναγομένου κλήθηκε ο εκτελωνιστής του Νίκος Κοντοζής ο οποίος, μεταξύ άλλων, είπε ότι τον Ιανουάριο του 1974 πληροφορήθηκε περί της κατάστασης των επίπλων και πήγε και τα είδε στις αποθήκες του τελωνείου σε ένα ανοικτό υπόστεγο· ήσαν κατεστραμμένα, η στόφα τους ξεσκισμένη, λερωμένα και βρεγμένα με νερό της θάλασσας. Πάνω στη στόφα τους υπήρχε άσπρισμα προερχόμενο από αλμύρα. Πληροφόρησε περί τούτου τον εναγόμενο ο οποίος δεν τα παρέλαβε. Είδε τα έπιπλα πολλές φορές μέσα στο υπόστεγο. Η ζημιά δεν μπορούσε να προκληθεί από τις καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της παραμονής των στο υπόστεγο του τελωνείου. Δεν μπορούσε να ενθυμηθεί ακριβή ημερομηνία για την πρώτη φορά που είδε τα έπιπλα στο υπόστεγο του τελωνείου, αλλά ήταν βέβαιος ότι την πρώτη φορά που είδε τα έπιπλα αυτά, το πλοίο "Αγία Ειρήνη" βρίσκετο ακόμα στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Τέλος, είπε ότι τα έπιπλα αυτά λόγω του ότι δεν παρελήφθησαν, το τελωνείο τα εξέθεσε σε δημόσιο πλειστηριασμό, αλλά λόγω της κατάστασης των κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα αγοράσει.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης των εναγόντων έδωσαν μαρτυρία επίσης τέσσερεις μάρτυρες. Ο πρώτος μάρτυρας, Λάμπρος Μακρής τελωνειακός υπάλληλος στην Αμμόχωστο κατά τον ουσιώδη χρόνο, περιέγραψε την διαδικασία που ακολουθείται όταν ένα πλοίο αφιχθεί στο λιμάνι. Μεταξύ άλλων, είπε ότι επί του μανιφέστου του πλοίου όλα τα εμπορεύματα τα οποία είναι προς εκφόρτωση περιγράφονται. Επίσης είπε ότι πάντοτε υπάρχει τελωνειακός υπάλληλος ο οποίος επιβλέπει την εκφόρτωση του φορτίου και εάν υπάρχει ζημιά στο φορτίο ειδοποιά τον παραλήπτη του φορτίου περί της ζημιάς.
Ο λιμενεργάτης Γεώργιος Α. Καφάς δίδοντας μαρτυρία σαν μάρτυρας των εναγόντων αρ. 2, είπε ότι εργάστηκε επί του πλοίου Αγία Ειρήνη τον Ιανουάριο του 1974 ξεφορτώνοντας γενικό φορτίο. Μεταξύ του φορτίου υπήρχαν στο αμπάρι υπ' αρ. 1 του πλοίου διάφορα έπιπλα τα οποία ξεφόρτωσαν και τα οποία ήσαν σε πολύ καλή κατάσταση. Το ξεφόρτωμα το έκαμαν μετά μεγάλης προσοχής. Επίσης είπε ότι αργότερα είδε τα πιο πάνω έπιπλα σε ένα υπόστεγο του λιμανιού αλλά δεν πρόσεξε αν υπήρχε ζημιά επί αυτών καθότι δεν τον ενδιέφερε.
Τρίτος μάρτυρας των εναγόντων κλήθηκε ο Νικηφόρος Παναγή που κατά το 1974 ήταν Βοηθός Διευθυντής της πρώτης εναγούσης εταιρείας. Αυτός, μεταξύ άλλων, είπε ότι το πλοίο έφθασε στην Αμμόχωστο στις 6 Ιανουαρίου 1974. Η εταιρεία, ως αντιπρόσωπος του πλοίου, μετά που πήρε το μανιφέστο ειδοποίησε το γραφείο του εναγομένου δια τηλεφώνου. Το τηλεφώνημα το πήρε η γυναίκα του εναγομένου καθότι ο εναγόμενος έλειπε και δεν μπορούσε να παραλάβει τα έπιπλα και έτσι έδωσε οδηγίες να τοποθετηθούν στις αποθήκες του τελωνείου. Εκτός από το τηλεφώνημα η εταιρεία τους συνηθίζει να στέλλει σε κάθε παραλήπτη φορτίου και στην ενδιαφερόμενη τράπεζα γραπτή ειδοποίηση. Στην παρούσα περίπτωση η Λαϊκή Τράπεζα ειδοποιήθηκε. Είπε επίσης, ότι περί τα μέσα Ιανουαρίου είδε έπιπλα αποθηκευμένα σε ένα υπόστεγο του τελωνείου και του εκίνησε την περιέργεια και πληροφορήθηκε ότι αυτά τα έπιπλα ξεφορτώθησαν από το πλοίο "Αγία Ειρήνη". Ως εκ τούτου στάληκε και δεύτερη ειδοποίηση στον εναγόμενο ο οποίος την 22α Φεβρουαρίου 1974 παρουσιάστηκε στα γραφεία τους και εκεί δεν ισχυρίσθηκε ότι τα έπιπλα ήσαν κατεστραμμένα, αλλά ότι ο ναύλος ήταν υπερβολικός και ζήτησε να του τον χαμηλώσουν. Είπε επίσης ότι η πρώτη φορά που πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ζημιά στα έπιπλα ήταν όταν έλαβε το γράμμα του δικηγόρου του εναγομένου ημερομηνίας 13 Μαρτίου 1974. Μετά τη λήψη της πιο πάνω επιστολής επισκέφθηκε το υπόστεγο όπου ευρίσκοντο τα έπιπλα. Εκεί πρόσεξε ένα μικρό τραπέζι με σπασμένο το πόδι και μια βιβλιοθήκη της οποίας ένα ράφι ήταν βγαλμένο. Οι καρέκλες ήταν στιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη και ήταν στον ίδιο τόπο που τα είχε δεί και προηγουμένως. Η δεύτερη φορά που τα είδε ήσαν στιβαγμένα.
Μετά την επιστολή της 13ης Μαρτίου 1974 ανταλλάγησαν επιστολές οι οποίες παρουσιάσθησαν στο Δικαστήριο. Τέλος είπε ότι από τη θέση που ευρίσκοντο τα έπιπλα στο υπόστεγο ήσαν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες.
Τέταρτος και τελευταίος μάρτυρας κλήθηκε ο Ματθαίος Στυλιανού λιμενεργάτης στο λιμάνι Αμμοχώστου κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος είπε, μεταξύ άλλων, ότι ενθυμείται την εκφόρτωση των πιο πάνω επίπλων από το πλοίο "Αγία Ειρήνη". Την ημέρα εκείνη εργάζετο ως επιστάτης και η δουλειά του ήταν να επιβλέπει την εκφόρτωση όλων των πλοίων. Τα μικρά έπιπλα τα ξεφόρτωναν με το χέρι και ετοποθετούντο πάνω σε συρόμενα αμαξάκια (trailer). Τα μεγάλα έπιπλα τα οποία ήσαν στο αμπάρι του πλοίου τα ξεφόρτωναν με ένα νάϋλον σιαμπάνι (sling) για να αποφευχθεί οιαδήποτε ζημιά που μπορούσε να γίνει με το σχοινέτινο σιαμπάνι. Τοποθέτησαν όλα τα έπιπλα στο υπόστεγο υπ' αρ. 21 σύμφωνα με τις οδηγίες των τελωνειακών αρχών. Δεν πρόσεξε αν τα έπιπλα είχαν οιανδήποτε ζημιά. Τέλος, ο μάρτυρας είπε ότι είδε τα έπιπλα λίγες μέρες μετά την εκφόρτωση τους στιβαγμένα στο υπόστεγο, αλλά δεν επρόσεξε ζημιά πάνω σε αυτά.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στην παρούσα υπόθεση επί της προσαχθείσης μαρτυρίας είναι αν τα πιο πάνω έπιπλα ήσαν κατεστραμμένα και αν ναί σε ποιο στάδιο κατεστράφησαν.
Εχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τη μαρτυρία που δόθηκε από τις δυο πλευρές και πρέπει να πω ότι αποδέχομαι ως ορθή και αληθή τη μαρτυρία του εναγομένου και των μαρτύρων του. Επί της μαρτυρίας όπως την έχω αποδεχθεί μπορεί εύλογα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα έπιπλα εφορτώθησαν επί του πλοίου σε καλή κατάσταση και η ζημιά σε αυτά προκλήθηκε μεταξύ της 28ης Δεκεμβρίου 1973, ημέρα της φόρτωσης των, και 6ης Ιανουαρίου 1974 ημέρα της άφιξης του πλοίου στην Αμμόχωστο. Οι ενάγοντες ως εντολοδόχοι (bailees) δεν είναι μόνο υπεύθυνοι για τη ζημιά που προξενήθηκε στα πιο πάνω έπιπλα, αλλά επίσης δεν δικαιούνται στην πληρωμή ναύλου για τη μεταφορά των στην Αμμόχωστο. Ο εναγόμενος δικαιούται να αποζημιωθεί για την αξία των επίπλων και για τα συναφή έξοδα, δεν δικαιούται όμως για αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος καθότι τοιούτο κέρδος στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν εντός του σχεδιασμού των μερών, (it was not within the contemplation of the parties).
Για τα πιο πάνω η αγωγή των εναγόντων απορρίπτεται. Επιπλέον δίδεται απόφαση υπέρ του εναγομένου και εναντίον αμφοτέρων των εναγόντων μαζί ή χωριστά (jointly and severally) για το ποσό των £3.096,110 μιλς με νόμιμο τόκο από σήμερα. Οι ενάγοντες επίσης καταδικάζονται να πληρώσουν στον εναγόμενο τα έξοδα της παρούσης διαδικασίας που θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η αγωγή απορρίπτεται. Απόφαση υπέρ του εναγομένου για £3.096,110 μίλς με έξοδα εναντίον των εναγόντων.