ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 534
[Α. ΛΟΙΖΟΥ, Π. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.Δ.]
"ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΗ ΦΑΡΜ" ΔΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΩΝ
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
2. ΝΕΔΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,
Εφεσείοντες - απαιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης Αποζημιούσας Αρχής.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7182).
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - O περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος 1988 (N. 84/88), Άρθρο 5 (1 ) - Δεν εφαρμόζεται επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων.
Ερμηνεία νόμων - Κατά πόσο ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος, 1988 (N. 84/88), Άρθρο 5(1) εφαρμόζεται επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων - Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν απόφαση, που εκδόθηκε κατά το 1986, με την οποίαν επιδικάσθηκε σ' αυτούς, ως αποζημίωση, για απαλλοτρίωση, που είχε γίνει κατά τον Αύγουστο του 1973, ποσόν £5,850-. H υπόθεση είχε καταλήξει στο Δικαστήριο, αφού προηγουμένως η Απαλλοτριούσα Αρχή είχε προσφέρει ποσό για αποζημίωση, το οποίο οι εφεσείοντες δεν δέχθηκαν.
Μετά την έκδοση της αποφάσεως και την καταχώριση της παρούσας εφέσεως ψηφίσθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ο Νόμος 84/88.
Το Άρθρο 5(1) του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:
5.(1) "Πάσα διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως η οποία ήρξατο προ της 27ης Μαϊου 1983 και η οποία δεν συμπληρώθηκε προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου -
(α) είτε δι' υπογραφής τελικής συμφωνίας δια τον καθορισμό της αποζημιώσεως
(β) είτε δι' υπογραφής συγκαταθέσεως δι' εγγραφήν της απαλλοτριούσης αρχής, συμφώνως τω άρθρω 8, θα ατονή και θα λογίζηται ως εγκαταλειφθείσα, εκτός εάν η απαλλοτριούσα αρχή προβή, ουχί αργότερον της 15ης Οκτωβρίου 1988, εις την προσφοράν της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως συμφώνως προς τα εφεξής αναφερόμενα".
Δεν αμφισβητείται ότι μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου η απαλλοτριούσα αρχή δεν έκαμε οποιανδήποτε προσφορά προς τους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες ήγειραν το θέμα κατά πόσο συνεπεία της εν λόγω παραλείψεως η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως έχει ατονήσει.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απαντώντας αρνητικά στο πιο πάνω ερώτημα, απεφάσισε:
Α. Το επίδικο Άρθρο 5 του Νόμου 84/88 δεν εφαρμόζεται στις υποθέσεις, που εκκρεμούν ενώπιον Δικαστηρίου για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημιώσεως. Αυτό συνάγεται από τις πρόνοιες του ίδιου του Νόμου, όπου δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε εκκρεμούσες δικαστικές υποθέσεις.
B. Αναφορικά στα γεγονότα της παρούσας υποθέσεως αποδεικνύει το πιο πάνω συμπέρασμα. Ποιά πραγματικά ποσφορά θα έκαμνε η Απαλλοτριούσα Αρχή μετά την έκδοση της αποφάσεως καθορισμού αποζημιώσεως από το αρμόδιο Δικαστήριο;
Διαταγή για συνέχιση της εκδικάσεως της ουσίας της εφέσεως
Αναφερόμενες Αποφάσεις:
Attorney-General ν. Ibrahim, 1964 C.L.R. 195;
Diagoras Development Ltd. v. National Bank of Greece S.A. (1985) 1 C.L.R. 581.
Michael Theodossiou Ltd. v. Municipality of Limassol and Others (1987) 3 C.L.R. 1750.
Νομικό ζήτημα.
Νομικό ζήτημα που εγέρθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το οποίο άπτεται της εφαρμογής του άρθρου 5 του Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποητικού) Νόμου του 1988 (Νόμος Αρ. 84 του 1988).
E. Ευσταθίου με τον K. Καμένο, για τους εφεσείοντες - απαιτητές.
Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τον Α. Δημητριάδη και την Λ. Κουρσουμπά (κα) για την εφεσίβλητη - Αποζημιούσα Αρχή.
Α. ΛΟΙΖΟΥ. Π.: Με την απόφαση που θα δώσει ο δικαστής κ. Αρτεμίδης συμφωνούν όλοι οι δικαστές εκτός του δικαστή κ. Πογιατζή που θα δώσει ξεχωριστή απόφαση.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ Δ.: Οι Εφεσείοντες - Απαιτητές υπέβαλαν έφεση εναντίον της απόφασης του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ο οποίος σε παραπομπή της Αποζημιούσας Αρχής καθόρισε το πληρωτέο ποσό για την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους σε £5,850, με τόκο 7% πάνω στο ποσό των £4,475 για την περίοδο 31 Αυγούστου 1973 μέχρι 27 Μαΐου 1983 και 9% από 28 Μαΐου 1983 μέχρι πληρωμής.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ενώπιον του τριμελούς εφετείου ο Γενικός Εισαγγελέας, που εμφανίστηκε εκ μέρους της Εφεσίβλητης Αποζημιούσας Αρχής, ήγειρε σοβαρό νομικό ζήτημα που αφορά όχι μόνο την υπό κρίση έφεση αλλά και πολλές υποθέσεις παρόμοιας φύσης που εκκρεμούν στα Δικαστήρια. Το νομικό αυτό ζήτημα άπτεται της εφαρμογής του άρθρου 5 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού Νόμου) του 1988, Νόμος 84/88, το οποίο προβλέπει τα εξής, καθόσο μέρος του αφορά την υπό εκδίκαση έφεση.
(Την πιο πάνω απόφαση εξέδωσε ο Δικαστής Αρτεμίδης, με τον οποίον συμφώνησαν όλα τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου, εκτός από τον Δικαστή Πογιατζή. O Δικαστής Πογιατζής, στην δική του απόφαση, άφησε ανοικτό το θέμα κατά πόσο το εν λόγω Άρθρο 5 εφαρμόζεται επί εκκρεμουσών υποθέσεων ενώπιον Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. O Δικαστής Πογιατζής συμφώνησε ότι το Άρθρο 5 δεν εφαρμόζεται επί εκκρεμουσών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εφέσεων).
5.(1) "Πάσα διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως η οποία ήρξατο προ της 27ης Μαΐου 1983 και η οποία δεν συνεπληρώθη προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου-
(α) είτε δι' υπογραφής τελικής συμφωνίας δια τον καθορισμό της αποζημιώσεως.
(β) είτε δι' υπογραφής συγκαταθέσεως δι' εγγραφήν της απαλλοτριούσης αρχής, συμφώνως τω άρθρω 8, θα ατονή και θα λογίζηται ως εγκαταλειφθείσα, εκτός εάν η απαλλοτριούσα αρχή προβή, ουχί αργότερον της 15ης Οκτωβρίου 1988, εις την προσφοράν της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως, συμφώνως προς τα εφεξής αναφερόμενα:
(ι) ...............................
(ιι) ...............................
(2) .............................. "
Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται πως η Εφεσίβλητη δεν τήρησε τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου και επομένως, όπως τούτο ρητά ορίζει, η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης έχει ατονήσει. Κατά συνέπεια η παρούσα έφεση καθίσταται γι' αυτούς άνευ αντικειμένου αφού δεν ισχύει πλέον το διάταγμα απαλλοτρίωσης.
Ενόψει της σοβαρότητας του νομικού ζητήματος που εγειρόταν για εξέταση, οι τρείς δικαστές που απάρτιζαν το εφετείο αποφάσισαν να διευρυνθεί η σύνθεσή του. Κατ' ακολουθία η ακρόαση της έφεσης αναβλήθηκε και προχώρησε ενώπιον της παρούσας οκταμελούς σύνθεσης του εφετείου.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής: H γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης εδημοσιεύθη στις 31 Αυγούστου 1973 και το διάταγμα στις 19 Οκτωβρίου 1973. H Εφεσίβλητη έκαμε προσφορά της αποζημίωσης, που θεωρούσε ως δίκαιη και εύλογη, στους ιδιοκτήτες στις 5 Μαΐου 1976. H προσφορά δεν έγινε αποδεκτή και καταχωρίστηκε από αυτή στις 8 Δεκεμβρίου 1986 παραπομπή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. H ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε πάρα πολλές φορές για τους λόγους που καταγράφονται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Τελικά η υπόθεση προχώρησε στην ακρόαση και ο Έντιμος Πρόεδρος επεφύλαξε την απόφαση στις 17 Φεβρουαρίου 1985, την οποία και εξέδωσε μετά από δυο μήνες περίπου, στις 22 Απριλίου 1986. Αναφορικά με τους λόγους των αναβολών δεν πρόκειται να πούμε τίποτε γιατί δεν αποτελούν θέμα προς συζήτηση, θα επισημάνουμε όμως ότι τις περισσότερες φορές η αναβολή διδόταν κατόπιν αιτήσεως των εφεσειόντων - ιδιοκτητών. H παρούσα έφεση καταχωρίστηκε στις 28 Μαΐου 1986.
O Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε τρείς εισηγήσεις που μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
(α) Οι πρόνοιες του άρθρου 5, τις οποίες παραθέτουμε πιο πάνω δεν εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση γιατί το ζήτημα του καθορισμού της αποζημίωσης ήχθη ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την απόφαση στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου γιατί οι διατάξεις του δεν περιέχουν πρόνοια που να αναφέρεται σε μεταβατικές ρυθμίσεις υποθέσεων που εκκρεμούν στο Δικαστήριο.
(β) Σε παραπέρα ενίσχυση της πιο πάνω εισήγησης (α) η μη ύπαρξη διάταξης στο άρθρο 5 που να αναφέρεται στις εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις συνάδει και με τις πρόνοιες του Συντάγματος στο άρθρο 23.4(γ), το οποίο ορίζει ότι όπου υπάρχει διαφωνία ως προς την καταβλητέα αποζημίωση, αυτή καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.
(γ) Το Σύνταγμα, στο άρθρο 23.4., ορίζει τις αρχές που δικαιούνται να προβούν σε απολλοτρίωση κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας.
H άσκηση της εξουσίας αυτής είναι εκτελεστικής φύσης και επομένως η Νομοθετική εξουσία δεν μπορεί να επεμβαίνει σ' αυτή, όπως ουσιαστικά έχει κάμει με την θέσπιση του άρθρου 5 του Νόμου 84/88, που προνοεί για την ατονία του διατάγματος απαλλοτρίωσης αν δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.
Στο τέλος όμως της αγόρευσής του ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο αν θα αποφανθεί πάνω στην τελευταία αυτή εισήγηση (γ) ή να κρίνει την υπόθεση με βάση τις υπόλοιπες δυο (α και β), που αφορούν άμεσα την παρούσα έφεση.
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν θεωρούμε αναγκαίο να αποφασίσουμε ζητήματα συνταγματικότητας της σχετικής πρόνοιας του νόμου όπως παρατίθενται στη δεύτερη και τρίτη εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα. Θα εξετάσουμε μόνο αν το επίδικο άρθρο 5 του Νόμου 84/88, τυγχάνει εφαρμογής στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έχουμε τη γνώμη ότι η πρώτη εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, είναι ορθή. Το επίδικο άρθρο 5 του Νόμου 84/88, όπως είναι διατυπωμένο, δεν εφαρμόζεται στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης. Αυτό συνάγεται από τις πρόνοιες του ίδιου του νόμου, στις οποίες πράγματι καμιά μνεία δεν γίνεται αναφορικά με υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης μετά τη διαδικασία απαλλοτρίωσης.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω στην υπό κρίση έφεση, όπου το αρμόδιο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση καθορίζοντας την πληρωτέα αποζημίωση, η διάταξη του άρθρου 5 του Νόμου 84/88 δεν έχει οποιαδήποτε εφαρμογή. Αναφορά στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αποδεικνύουν το συμπέρασμά μας: Το άρθρο 5 του Νόμου 84/88 προβλέπει πως η διαδικασία της απαλλοτρίωσης: "Θα ατονή και θα λογίζηται ως εγκαταλειφθείσα, εκτός εάν η απαλλοτριούσα αρχή προβή ουχί αργότερον της 15ης Οκτωβρίου 1988, εις την προσφοράν της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως, κ.λ.π." Και προβάλλεται το ερώτημα. Ποια προσφορά θα έκαμνε η Αποζημιούσα Αρχή; Εφόσο στις 22 Απριλίου 1986 το αρμόδιο Δικαστήριο αποφάσισε ποια είναι η καταβλητέα αποζημίωση και οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες κατεχώρισαν την παρούσα έφεση, στην οποία εισηγούνται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και ζητούν να αναθεωρηθεί γιατί κατά την γνώμη τους πρέπει να είναι πολύ ψηλότερη.
Ενόψει των ανωτέρω κρίνουμε πως η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα είναι ορθή. H διαδικασία της απαλλοτρίωσης δεν έχει ατονήσει. H παρούσα έφεση των ιδιοκτητών θα προχωρήσει για να ακουστεί στο υπόλοιπο μέρος της, που στρέφεται εναντίον της απόφασης του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σε ότι αφορά το ποσό της καταβλητέας αποζημίωσης.
ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ: Λυπούμαι που αδυνατώ να συμφωνήσω με το μέρος εκείνο της απόφασης της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου που αφορά εκκρεμείς ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου παραπομπές για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης. Συμφωνώ μόνο με το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας που αφορά περιπτώσεις όπως αυτή των παρόντων εφεσειόντων στις οποίες το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει καθορίσει την καταβλητέα αποζημίωση και εκκρεμεί έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.
Δεν προτίθεμαι να αναφερθώ σε όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης στις 22 Απριλίου 1986 από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην Παραπομπή Αρ. 42/76 που η απαλλοτριούσα αρχή κατεχώρισε στις 8 Δεκεμβρίου, 1976 για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, η διαδικασία της οποίας άρχισε με γνωστοποίηση που δημοσιεύτηκε στις 31 Αυγούστου 1973. Όλα τα ουσιώδη γεγονότα αναφέρονται με κάθε αναγκαία λεπτομέρεια στην απόφαση της πλειοψηφίας που απαγγέλθηκε πριν από λίγο. Θα ήθελα μόνο να τονίσω ότι εκκρεμούσης της παρούσας έφεσης που καταχωρίσθηκε στις 28 Μαΐου 1986, δημοσιεύτηκε στις 17 Ιουνίου 1988 και τέθηκε αμέσως σε ισχύ ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1988 (Νόμος αρ. 84/88) του οποίου το άρθρο 5, με πλαγιότιτλο "Μεταβατικαί διατάξεις", προνοεί τα εξής:
"5.(1) Πάσα διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως η οποία ήρξατο προ της 27ης Μαΐου 1983 και η οποία δεν συνεπληρώθη προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου -
(α) είτε δι' υπογραφής τελικής συμφωνίας δια τον καθορισμόν της αποζημιώσεως.
(β) είτε δι' υπογραφής συγκαταθέσεως δι' εγγραφήν της απαλλοτριουμένης ιδιοκτησίας επ' ονόματι της απαλλοτριούσης αρχής, συμφώνως τω άρθρω 8,
Θα ατονή και θα λογίζηται ως εγκαταλειφθείσα, εκτός εάν η απαλλοτριούσα αρχή προβή, ουχί αργότερον της 15ης Οκτωβρίου 1988, εις την προσφορά της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως, συμφώνως προς τα εφεξής αναφερόμενα:
(ι) η αξία της υπό απαλλοτρίωσιν ιδιοκτησίας λογίζεται ούσα ίση προς το ποσόν το οποίον η τοιαύτη ιδιοκτησία θα απέφερεν, εάν διετίθετο εκουσίως εν τη ελευθέρα αγορά κατά τον χρόνον της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(ιι) εις την καταβλητέαν αποζημίωσιν υπολογίζεται ετήσιος τόκος προς εννέα τοις εκατόν, από της ημερομηνίας της προσφοράς της ως προείρηται υπολογισθείσης αποζημιώσεως υπό της απαλλοτριούσης αρχής μέχρι του χρόνου καταβολής της τοιαύτης αποζημιώσεως.
(2) Αι διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 του παρόντος Νόμου θα τυγχάνουν εφαρμογής και εις τας περιπτώσεις διαδικασιών αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αι οποίαι ήρξαντο μετά την 27ην Μαΐου 1983 και δεν συμπληρώθηκαν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου λόγω της μη προσφοράς της υπολογισθείσης αποζημιώσεως εντός των προνοουμένων δέκα μηνών".
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι η διαδικασία απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων που άρχισε πολύ πριν της 27ης Μαΐου 1983 δεν έχει συμπληρωθεί είτε με την υπογραφή τελικής συμφωνίας όπως προνοείται στην υποπαράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του Νόμου 84/88 είτε με την υπογραφή της συγκατάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 8 που προνοείται στην υποπαράγραφο (β) του ίδιου εδαφίου. Είναι επίσης παραδεκτό γεγονός ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν έχει προβεί σε νέα προσφορά αποζημίωσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(1) ούτε μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 1988 ούτε μέχρι σήμερα.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι συνέπειες της πιο πάνω παράλειψης της Απαλλοτριούσας Αρχής είναι εκείνες που καθορίζονται στο ίδιο το άρθρο 5(1) του Νόμου, ότι δηλαδή, η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων έχει ατονήσει και θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί. O έντιμος Γενικός Εισαγγελέας για την Απαλλοτριούσα Αρχή υπόβαλε τον πιο κάτω διαζευκτικό ισχυρισμό. Είπε ότι: εν όψει του παράλογου βαθμού επιβάρυνσης του δημοσίου που προκαλεί και της απουσίας ρητής πρόνοιας για την εφαρμογή του σε διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, το άρθρο 5 του Νόμου 84/88, ορθά ερμηνευόμενο, δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που είτε εκκρεμεί ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης είτε εκκρεμεί έφεση εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου που καθόρισε την καταβλητέα αποζημίωση. Αν, πρόσθεσε ο Γενικός Εισαγγελέας, το άρθρο 5 του Νόμου 84/ 88 ερμηνευθεί ότι εφαρμόζεται στις πιο πάνω εκκρεμείς δικαστικές διαδικασίες το άρθρο αυτό είναι αντισυνταγματικό γιατί αντιβαίνει -
(α) προς το άρθρο 23(4) (γ) του Συντάγματος
(β) προς το άρθρο 28 του Συντάγματος και
(γ) προς τη χαρακτηριστική αρχή του Κυπριακού Συντάγματος της Διάκρισης των Εξουσιών, μεταξύ της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας καθώς και μεταξύ της Νομοθετικής και της Δικαστικής Εξουσίας.
Στην αγόρευσή του ο κ. Ευσταθίου για τους εφεσείοντες περιορίστηκε βασικά στην αντίκρουση του ισχυρισμού του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 5 του Νόμου 84/88 και αμύνθηκε του δικαιώματος της Βουλής των Αντιπροσώπων κάτω από το άρθρο 61 του Συντάγματος να νομοθετεί πάνω σε όλα τα θέματα. O κ. Ευσταθίου πρόσθεσε ότι, ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 51.1 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε αναπέμψει στη Βουλή των Αντιπροσώπων για επανεξέταση τον "Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 1988" που ψηφίστηκε στις 5 Μαΐου 1988 με τον ισχυρισμό, μεταξύ άλλων, ότι περιείχε πρόνοιες που ήταν ασύμφωνες προς τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 23 του Συντάγματος, και ότι στην ψήφιση του Νόμου 84/88 στις 17 Ιουνίου, 1988 στη σημερινή του μορφή η Βουλή των Αντιπροσώπων έλαβε υπόψη της τις υποδείξεις της Εκτελεστικής Εξουσίας. O κ. Ευσταθίου υπόδειξε, τέλος, ότι η εισήγηση του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα να κηρυχθεί αντισυνταγματικό το άρθρο 5 του Νόμου 84/88 εκτός αν ερμηνευθεί ότι δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που παραπομπές για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης εκκρεμούν είτε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην κατ' έφεση δικαιοδοσία του, ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με επίκληση προς το Ανώτατο Δικαστήριο να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 139 του Συντάγματος και όχι το άρθρο 144 του Συντάγματος όπως αυτό εφαρμόζεται μετά την ψήφιση του Νόμου αρ. 33 του 1964 και την απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μουσταφά Ιμπραχήμ και Άλλων, 1964 Α.Α. Δ.195.
Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι το πρώτο ερώτημα που επιβάλλεται να απαντηθεί δεδομένης της αναδρομικότητας του άρθρου 5 του Νόμου αρ. 84/88, είναι, εάν το άρθρο αυτό, ορθά ερμηνευόμενο, εφαρμόζεται ή όχι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, στις οποίες η καταβλητέα αποζημίωση έχει πρωτόδικα καθοριστεί από αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο όχι όμως τελεσίδικα, αφού έφεση που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης αυτής εκκρεμούσε κατά το χρόνο που το άρθρο τέθηκε σε ισχύ. H ορθή απάντηση στο νομικό αυτό ερώτημα θα προκύψει από την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση των καθιερωμένων κανόνων ερμηνείας νομοθετημάτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο ερώτημα που παραθέτω πιο πάνω παραλείπω να αναφερθώ στις περιπτώσεις εκκρεμών διαδικασιών ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων της Δημοκρατίας για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης. H σκόπιμη αυτή παράλειψη οφείλεται στους πιο κάτω δυο λόγους: Πρώτο, γιατί δεν είναι αναγκαίο για την έκβαση της παρούσας έφεσης· και δεύτερο, γιατί πιστεύω ότι το θέμα δεν έχει συζητηθεί διεξοδικά ενώπιόν μας από πλευράς του κ. Ευσταθίου, ίσως γιατί είχε για τους εφεσείοντες ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις κρίνω ότι δεν είναι δίκαιο για όλους εκείνους τους διάδικους σε παραπομπές που εκκρεμούν ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων της Κύπρου να αποφασιστεί στην παρούσα διαδικασία η τύχη της απαλλοτρίωσης των περιουσιών τους ή τα κριτήρια για τον καθορισμό της καταβλητέας σ' αυτούς αποζημίωσης χωρίς οι ίδιοι να ακουστούν πάνω στο θέμα που τόσο άμεσα τους αφορά και χωρίς τέτοια απόφαση να είναι αναγκαία για την έκβαση της παρούσας έφεσης.
Επανέρχομαι τώρα στο ερώτημα που έχω διατυπώσει πιο πάνω; Στο Σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 220:
"In general, when the substantive Law is altered during the pendency of an action, the rights of the parties are decided according to the law as it existed when the action was begun, unless the new statute shows a clear intention to vary such rights."
To πιο πάνω απόσπασμα που a fortiori ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση που η εκκρεμής διαδικασία είναι κατ' έφεση και όχι πρωτόδικη, υιοθετήθηκε από το Δικαστή (όπως ήταν τότε) Α. Λοΐζου στην υπόθεση Diagoras Development Ltd v. National Bank of Greece SA. (1985) 1 Α.Α.Δ. 581. Στην υπόθεση Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμον Λεμεσού και άλλων (1987) 3 Α.Α.Δ. 1750, ο ίδιος δικαστής αναφερόμενος στην ερμηνεία του άρθρου 8(1) του Νόμου αρ. 25/83 είπε τα εξής στη σελίδα 1759:
"Coming now to section 8(1) of Law 25/83, and construing it by having regard to the aforesaid principles, I cannot read into such section the result suggested by learned counsel for the applicants, namely that the failure of the acquiring Authority to abide by its provisions can only result in the nullification of the process of acquisition and in that respect, of the notice and order of acquisition. Such result is a very drastic one and with many serious repercussions, one such repercussion being the abandonment of the public utility purpose for which the acquisition was effected. If the legislature intended that the failure of the acquiring authority to act as in section 8(1) provided, would have led to such drastic repercussions and consequences it would have said so in express and clear lan- guage and not leave it to the Court to construe the Statute. Where the legislator wanted to make provision for the abandonment or abatement of the acquisition for any reason, they did so by express words and section 7 of Law 15/62 provides a glaring example".
Εν όψει - (α) των πιο νομικών αυθεντιών, (β) των δραστικών αποτελεσμάτων και των σοβαρότατων συνεπειών που θα επέφερε η εφαρμογή του Νόμου σε εκκρεμείς εφέσεις, (γ) της παράλειψης του νομοθέτη να περιλάβει στις πρόνοιες του Νόμου αρ. 84/88 ρητή πρόνοια για εφαρμογή του άρθρου 5 σε περιπτώσεις εκκρεμών εφέσεων, και (δ) του εν γένει κειμένου του Νόμου, δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο νομοθέτης έχει εκφράσει στην προκειμένη περίπτωση με τρόπο σαφή την πρόθεσή του να επηρεαστεί η έκβαση εκκρεμών εφέσεων από τις πρόνοιες του επίδικου άρθρου και να ακυρωθεί ουσιαστικά ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης που έγινε από πολιτικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 23(4) (γ) του Συντάγματος*. Σε άλλες περιπτώσεις που πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εφαρμόσει τροποποιητικές διατάξεις Νόμων σε εκκρεμείς εφέσεις, η πρόθεση αυτή εκδηλώθηκε με τρόπο ρητό και σαφή. Παράδειγμα παρέχει το εδάφιο (2)** του άρθρου 32 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Νόμος αρ. 23/83) το οποίο ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαίο να εισάξει παρά την πρόνοια του εδαφίου (1) του άρθρου 32 που αναφέρεται σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις γενικά.
Για τους πιο πάνω λόγους είμαι της γνώμης ότι η επίδικη απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων δεν έχει ατονήσει και δεν μπορεί να λογισθεί ότι έχει εγκαταλειφθεί όπως υποστηρίχτηκε από τους εφεσείοντες. H έφεση μπορεί, επομένως, να προχωρήσει με βάση τους λόγους που περιλαμβάνονται στην Ειδοποίηση Εφέσεως, αγνοουμένων των προνοιών του Νόμου 84/88. Υπό τις περιστάσεις, δεν ενδείκνυται η εξέταση των διαζευκτικών ισχυρισμών του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα με τους οποίους προσβάλλεται η συνταγματικότητα του άρθρου 5 του Νόμου.
Διαταγή ως ανωτέρω.
* 23(4) Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και μόνον εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα, ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθεί τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου και δη μόνον:
(α).....................................................................................
(β).....................................................................................
(γ) επί καταβολή τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.
** 32(2) Οιαιδήποτε εφέσεις εκκρεμούσαι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου θα συνεχισθούν και θα εκδικασθούν υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου λαμβανομένων υπ' όψιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.