ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 396
25 Ιουνίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτητές,
v.
1. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ, ΚΑΙ/Ή
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 984/2004)
Επίτροπος Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων ― Άρθρα 20(ιζ) και 34 του Ν.112(Ι)/2004 ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής του Νόμου από τον Επίτροπο στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόφασης του καθ' ου η αίτηση Επιτρόπου, με την οποία επιλύθηκε διαφορά μεταξύ των αιτητών και άλλης αδειούχου εταιρείας τηλεφωνίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην παρούσα υπόθεση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 20 (ιζ) του Ν. 112(Ι)/04, αλλά το άρθρο 34, το οποίο προβλέπει την επίλυση διαφορών μεταξύ οργανισμών αναφορικά με υποχρεώσεις που απορρέουν από το Νόμο. Η λύση της διαφοράς γίνεται από τον Επίτροπο, ύστερα από γραπτό αίτημα οιουδήποτε των μερών, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Ο Επίτροπος πριν από την απόφασή του διενεργεί σχετική έρευνα προς το σκοπό της επίλυσης της διαφοράς. Η διαδικασία της επίλυσης διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 34 είναι τέτοια, που ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις και συνεπώς δεν περιορίζεται από τον καθορισμό πλαισίου τιμών που προβλέπεται από το άρθρο 20.
2. Ο Επίτροπος κατέληξε στην επίδικη απόφαση ενεργώντας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34. Δεν επηρεάζεται δυσμενώς ο συνδρομητής, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, από την επίδικη τροποποίηση.
3. Καμιά από τις γενόμενες τροποποιήσεις δεν παραβιάζει το δικαίωμα των μερών να προσφύγουν για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς σε αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας. Παρέχει απλώς τη δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να ζητήσουν τη συμβολή του Επιτρόπου για επίλυση της διαφοράς τους. Το συνταγματικό τους δικαίωμα να καταφύγουν σε αρμόδιο δικαστήριο, είτε απευθείας, είτε μετά την επέμβαση του Επιτρόπου, διατηρείται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
ΑναφερόμενεςΥποθέσεις:
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20,
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 905/2003, ημερ. 13.9.2005.
Προσφυγή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Αιτητές.
Χ. Τριανταφυλλίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση 1.
Cur. adv. vult.
NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης του Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (στο εξής «ο Επίτροπος»), υπ' αρ. 4/2004, ημερ. 6.8.2004 με την οποία επιλύθηκε διαφορά μεταξύ των αιτητών και άλλης εταιρείας τηλεφωνίας, της Scancom (Cyprus) Ltd, σε σχέση με τη σύναψη συμφωνίας φορητότητας αριθμών. Η προσφυγή εναντίον των καθ' ων η αίτηση 2 αποσύρθηκε από το δικηγόρο των αιτητών εν όψει της σχετικής απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20.
Ο Επίτροπος εξέδωσε το περί Φορητότητας Αριθμών (Τηλεπικοινωνιών) Διάταγμα του 2003, Κ.Δ.Π. 565/03, σύμφωνα με το οποίο οι υπόχρεοι οργανισμοί έχουν υποχρέωση να παρέχουν στους συνδρομητές τους υπηρεσίες φορητότητας αριθμών.
Το Διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 206/04. Καθορίζει μεταξύ άλλων το πλαίσιο λειτουργίας του θεσμού της φορητότητας αριθμών, τις διαδικασίες διεκπεραίωσης αιτήσεων, την ίδρυση, λειτουργία και συμμετοχή σε κεντρική βάση δεδομένων για φορητότητα αριθμών, όπως επίσης και τη διαδικασία επίλυσης διαφορών σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.
Στις 30.4.2004 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με άμεση ισχύ, ο περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004, Ν.112(Ι)/04, ο οποίος είχε σκοπό να εναρμονίσει τη νομοθεσία για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ο πιο πάνω νόμος αντικατέστησε το Νόμο 19(Ι)/2002.
Το Διάταγμα Φορητότητας Αριθμών του 2003 εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το Άρθρο 161(1) του Νόμου 112(Ι)/04. Από το διάταγμα αυτό απορρέουν υποχρεώσεις των υπόχρεων οργανισμών για παροχή υπηρεσιών φορητότητας αριθμών προς τους συνδρομητές τους.
Η «φορητότητα κινητών αριθμών» σύμφωνα με το διάταγμα σημαίνει τη «διευκόλυνση που παρέχεται σε συνδρομητή δημοσίου κινητού τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ώστε ο τελευταίος να δύναται να διατηρήσει τον κινητό αριθμό του, σε περίπτωση που μεταφέρει τη συνδρομή του σε άλλο παροχέα δημοσίου κινητού τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας.»
Οι αιτητές και η εταιρεία Scancom (Cyprus) Ltd, που μετονομάστηκε σε Areeba Ltd είναι αδειούχοι παροχείς κινητών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Και οι δύο είναι υπόχρεοι σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 565/03 να παρέχουν στους συνδρομητές τους υπηρεσίες φορητότητας αριθμών. Οι δύο εταιρείες διαπραγματεύτηκαν συμφωνία φορητότητας αριθμών με στόχο την επίτευξη συμφωνίας μέσα στα χρονικά πλαίσια που επέβαλλε η σχετική νομοθεσία. Παρά τις αλεπάλληλες όμως συναντήσεις και επαφές τους δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Έτσι η εταιρεία Areeba Ltd ζήτησε στις 21.7.2004 τη διαμεσολάβηση του Επιτρόπου με στόχο την επίλυση των διαφορών που εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Στις 29.7.2004 οι αιτητές κοινοποίησαν στον Επίτροπο όλα τα σχετικά έγγραφα και τον πληροφόρησαν ότι μέχρι τις 2.8.2004 θα είχαν καταλήξει σε συμφωνία. Όταν μέχρι τις 2.8.2004 οι δύο εταιρείες δεν κατέληξαν σε συμφωνία ο Επίτροπος τις ενημέρωσε ότι αναλάμβανε αυτός την έκδοση προσωρινής απόφασης η οποία θα περιλάμβανε ολοκληρωμένη συμφωνία φορητότητας αριθμών. Παράλληλα τους καλούσε να υποβάλουν το κοινό καταληκτικό κείμενο συμφωνίας φορητότητας στο οποίο βασίστηκαν οι διαπραγματεύσεις τους, επισημαίνοντας τα σημεία διαφωνίας τους.
Οι δύο εταιρείες συμμορφώθηκαν και στις 6.8.2004 τους επιδόθηκε η απόφαση του Επιτρόπου υπ' αρ. 4/2004. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του αφού δεν είχε εξουσία με βάση το Άρθρο 75 εδάφια (2) - (5) να καθορίσει τα τέλη που καταβάλλονται μεταξύ αιτητών και της Areeba για την παροχή της υπηρεσίας φορητότητας των αριθμών επειδή (α) δεν πρόκειται περί τελών διασύνδεσης, που είναι τέλη που αφορούν κίνηση, αλλά περί τελών που πληρώνονται μεταξύ παροχέων για διεκπεραίωση αιτήσεων και ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση φορητότητας ή ακύρωσης αίτησης και (β) δεν πρόκειται περί τελών με τα οποία βαρύνεται ο συνδρομητής ή ο χρήστης τηλεφωνίας, ούτε και πρόκειται περί λιανικών τελών. Επιπροσθέτως υποστηρίζουν ότι το πιο πάνω άρθρο δεν παρέχει στον Επίτροπο εξουσία επέμβασης σε συμβατικούς όρους όπως η παροχή εγγύησης ορθότητας των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αίτηση ή για τους τρόπους επίλυσης διαφορών που πηγάζουν από τη συμβατική σχέση, θέματα τα οποία ο ίδιος αποφάσισε.
Ως προς το σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία αναφέρεται στην επιβολή τελών προς τις δύο εταιρείες, υποστηρίζουν ότι ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του τόσο αναφορικά με το Άρθρο 20(ιζ) του Νόμου, όσο και με το Άρθρο 34(1). Παρέπεμψαν δε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20, αλλά και στην πρωτόδικη απόφαση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 905/2003, ημερ. 13.9.2005.
Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ' ου η αίτηση ισχυρίστηκε ότι αντλήθηκε εξουσία ρύθμισης των τελών για τη συμφωνία των μερών από το γεγονός ότι τα τέλη ήταν αντικείμενο διαφοράς μεταξύ τους, διαφορά την οποία κλήθηκε να επιλύσει με βάση το Άρθρο 34 του Νόμου αλλά και τα Άρθρα 33 και 75.
Το Άρθρο 20(ιζ) του προνοεί:
«20. Αποτελεί αρμοδιότητα και εξουσία του Επιτρόπου μεταξύ άλλων:
(ιζ) να καθορίζει και ρυθμίζει με Απόφαση το πλαίσιο χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων του κατώτατου και/ή ανώτατου ορίου τιμών, προς διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού, και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας οποιωνδήποτε παροχέων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και/ή δημόσιων παροχέων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίοι έχουν ορισθεί από τον Επίτροπο ως παροχείς καθολικής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων παροχέων υπηρεσιών σταθερής φωνητικής τηλεφωνίας, ή αυτών που έχουν καθορισθεί από αυτόν ως έχοντες σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του που περιγράφεται στο Μέρος 9 του παρόντος Νόμου.»
Πράγματι στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 19(ιρ) του Ν.19(Ι)/2002 του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου, το οποίο σήμερα καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με το Άρθρο 20(ιζ) του Ν.112(Ι)/04, αποφασίστηκε ότι ο Επίτροπος έχει δικαίωμα να καθορίζει και ρυθμίζει πλαίσιο χρεώσεων στο οποίο εντάσσεται και το μέγιστο της αρμοδιότητάς του που είναι ο καθορισμός κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής. Στην απόφαση τονίστηκε ότι το μέγιστο της αρμοδιότητάς του Επιτρόπου είναι ο καθορισμός κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής ενώ δεν έχει δικαίωμα ως εκ τούτου να ορίζει τιμές λιανικής πώλησης.
Στην παρούσα όμως υπόθεση δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 20 (ιζ) αλλά το Άρθρο 34 το οποίο προβλέπει την επίλυση διαφορών μεταξύ οργανισμών αναφορικά με υποχρεώσεις που απορρέουν από το Νόμο. Η λύση της διαφοράς γίνεται από τον Επίτροπο, ύστερα από γραπτό αίτημα οιουδήποτε των μερών, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Ο Επίτροπος πριν από την απόφασή του διενεργεί σχετική έρευνα προς το σκοπό της επίλυσης της διαφοράς.
Η διαδικασία της επίλυσης διαφοράς σύμφωνα με το Άρθρο 34 είναι τέτοια που ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις και συνεπώς δεν περιορίζεται από τον καθορισμό πλαισίου τιμών που προβλέπεται από το Άρθρο 20. Γι' αυτό το λόγο η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική από την υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., ανωτέρω. Καταλήγω ότι ο Επίτροπος ενήργησε μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με το Άρθρο 34 και συνεπώς η ληφθείσα απόφαση είναι νόμιμη.
Διαφορετική αντιμετώπιση θα κατέληγε σε παράλογο αποτέλεσμα, αφού αν καθοριζόταν πλαίσιο τιμών το οποίο οι δύο εταιρείες θα έπρεπε να εφαρμόσουν για τη φορητότητα αριθμών θα καταλήγαμε σε ανεφάρμοστη λύση.
Οι αιτητές παραπονούνται επίσης ότι ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του, επιβάλλοντας τη δική του τροποποίηση στον όρο 6.2 της συμφωνίας. Υποστηρίζουν ότι ο όρος είναι καθαρά συμβατικός και προβλέπει την επιβολή αυστηρότερων υποχρεώσεων ελέγχου στο μέρος που υποβάλλει την αίτηση, διασφαλίζοντας έτσι σε τελευταία ανάλυση το συνδρομητή από μη εξουσιοδοτημένες αιτήσεις.
Ο όρος 6.2 της συμφωνίας, όπως τελικά διαμορφώθηκε από τον Επίτροπο, προβλέπει ότι το κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει υπ' όψιν τα στοιχεία και τα έγγραφα που υποβάλλει ο συνδρομητής. Νοείται ότι σε περίπτωση που αίτηση υποβλήθηκε στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος με βάση πλαστογραφημένα έγγραφα από τον αιτητή φορητότητας αριθμού, το μέρος που την υποβάλλει δεν θα φέρει καμιά ευθύνη προς το άλλο μέρος.
Οι αιτητές παραπέμπουν στο Άρθρο 2(2)(στ) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο ο Νόμος μεταξύ άλλων ενσωματώνει συγκεκριμένους κανόνες προστασίας δεδομένων, προστασίας του καταναλωτή και δικαιωμάτων των χρηστών. Επικαλούνται επίσης το Άρθρο 34(5) σύμφωνα με το οποίο κατά τη λήψη απόφασης ο Επίτροπος θα λαμβάνει υπ' όψιν τους στόχους που αναφέρονται στο Άρθρο 2 του Νόμου.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο όρος όπως προτείνεται από τον Επίτροπο εκθέτει το συνδρομητή σε κινδύνους που προκύπτουν από προχειρότητα και έλλειψη ευθύνης. Επιπροσθέτως αμφισβητούν την εξουσία του Επιτρόπου να επεμβαίνει σε τέτοιου είδους συμβατικούς όρους.
Τα επιχειρήματα των αιτητών θα πρέπει να απορριφθούν. Ο Επίτροπος κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση ενεργώντας, όπως είδαμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 34. Δεν βλέπω πως επηρεάζεται δυσμενώς ο συνδρομητής, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, από την τροποποίηση. Πριν ο Επίτροπος καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση συζητήθηκαν και τα θέματα διεκπεραίωσης αιτήσεων συνδρομητών, το ελάχιστο περιεχόμενο των αιτήσεων και οι λόγοι απόρριψης σχετικής αίτησης.
Κατά τη διαδικασία υποβολής αίτησης ο παροχέας δέκτης ελέγχει την ορθότητα και πληρότητα των στοιχείων του συνδρομητή και στη συνέχεια αποστέλλει την αίτηση στον παροχέα δότη. Ο Επίτροπος, κατά τη γνώμη μου, νόμιμα έκρινε ότι η αξίωση για παροχή εγγυήσεων στο θέμα αυτό θα λειτουργούσε ως εμπόδιο στην ανάπτυξη του θεσμού. Τα στοιχεία που ο ίδιος ο συνδρομητής υποβάλλει μπορούν να αποτελέσουν τη μόνη αληθινή πηγή στοιχείων σχετικών με το πρόσωπό του και στα οποία νόμιμα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να συμπληρωθεί η φορητότητα του αριθμού.
Οι αιτητές, τέλος, υποστηρίζουν ότι ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του επιβάλλοντας τροποποίηση στους όρους 17.1 και 17.4.
Ο όρος 17.1 προνοούσε ότι η συμφωνία φορητότητας αριθμών θα διέπεται και ερμηνεύεται σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ενώ ο Επίτροπος με την τροποποίησή του διέγραψε τη φράση «οποιαδήποτε διαφορά θα επιλύεται και διευθετείται από τα Κυπριακά Δικαστήρια». Σύμφωνα με τον όρο 17.4, αν, παρά τις προσπάθειες των συμβαλλομένων μερών για επίλυση της διαφοράς, δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός δύο εβδομάδων από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, τότε οποιοδήποτε μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στον Επίτροπο για επίλυση, με τον Επίτροπο να διαγράφει τη φράση «αν η διαφορά είναι της φύσης που με βάση το Νόμο ο Επίτροπος έχει εξουσία να παρέμβει».
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η τελική διαμόρφωση των σχετικών όρων από τον Επίτροπο, είναι εκτός των εξουσιών του και παραβιάζει το δικαίωμά τους που διασφαλίζεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Κι' αυτό γιατί, όπως ισχυρίζονται, οι όροι που προτάθηκαν διασφάλιζαν την από το νόμο εξουσία του Επιτρόπου να επιλύει διαφορές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του σύμφωνα με το νόμο, αλλά, ταυτόχρονα, διασφάλιζαν το δικαίωμα των μερών στη συμφωνία να προσφεύγουν στα δικαστήρια για διαφορές που είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του Επιτρόπου. Έτσι, ο Επίτροπος χωρίς οποιαδήποτε εξουσία, συνεχίζουν οι αιτητές, επέβαλε τον εαυτό του ως διαιτητή για όλες τις διαφορές.
Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο του καθ' ου η αίτηση ότι θεωρείται δεδομένο οι διαφορές που θα καλείται ο Επίτροπος να επιλύσει είναι αυτές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του με βάση το κυπριακό δίκαιο και το συγκεκριμένο νόμο. Εξ άλλου, στην παράγραφο 5 της επίδικης απόφασης, αναφέρεται σαφώς ότι η επίλυση διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο. Καμιά από τις γενόμενες τροποποιήσεις δεν παραβιάζουν κατά τη γνώμη μου, το δικαίωμα των μερών να προσφύγουν για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς σε αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας. Παρέχει απλώς τη δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να ζητήσουν τη συμβολή του Επιτρόπου για επίλυση της διαφοράς τους. Το συνταγματικό τους δικαίωμα να καταφύγουν σε αρμόδιο δικαστήριο, είτε απευθείας, είτε μετά την επέμβαση του Επιτρόπου, διατηρείται.
Η εθελοντική καταφυγή των μερών στον Επίτροπο για επίλυση διαφορών τους, προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του όρου 17.4.
Θα πρέπει επίσης να απορριφθούν και οι γενικόλογοι και γενικώς διατυπωθέντες ισχυρισμοί των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ότι εκδόθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και κάτω από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.