ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 167/2006)

 

9 Ιουλίου, 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΥΡΟΥΛΛΑ ΔΡΥΜΙΩΤΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

 

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Σ. Οικονομίδης, για την Αιτήτρια.

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η αιτήτρια είναι μόνιμη υπαξιωματικός του Υγειονομικού Σώματος του Στρατού Ξηράς του Στρατού της Δημοκρατίας.  Μετά από αριθμό ανανεώσεων της σύμβασης απασχόλησής της, διορίστηκε σε μόνιμη θέση Λοχία στο Στρατό της Δημοκρατίας, με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά.

 

Είχε συμπεριληφθεί στον Πίνακα Γυναικών Υπαξιωματικών που δικαιούνταν κρίση κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 2005, επειδή πληρούσε τις προβλεπόμενες στις σχετικές κανονιστικές διατάξεις προϋποθέσεις των κανονισμών 21 και 22 των περί Γυναικών Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1993, Κ.Δ.Π. 311/93, όπως τροποποιήθηκαν.

 

Το Συμβούλιο Κρίσεων στη συνεδρία του ημερ. 8.7.2005, έκρινε κατά πλειοψηφία την αιτήτρια ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό.  Τα τρία μέλη του Συμβουλίου που πλειοψήφησαν, κατέληξαν στην απόφαση αυτή, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τη φύση και σοβαρότητα τεσσάρων πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρυνόταν και για τα οποία της είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης και κράτησης το 1997, το 2003 και το 2004.  Ιδιαίτερα, το Συμβούλιο έλαβε πολύ σοβαρά υπ΄  όψιν την πειθαρχική ποινή της δεκαπενθήμερης φυλάκισης που της επιβλήθηκε, ύστερα από δική της παραδοχή, από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στις 24.5.2004, για το πειθαρχικό  παράπτωμα της «αναξιοπρεπούς και ανοίκειας συμπεριφοράς», κατά παράβαση του κανονισμού (3) του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

 

Μετά την κύρωση των καταρτισθέντων πινάκων των κριθέντων Υπαξιωματικών από τον Υπουργό ΄Αμυνας, η αιτήτρια άσκησε ιεραρχική προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 33 της Κ.Δ.Π. 311/93.

 

Η προσφυγή της απορρίφθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο Επανακρίσεων στις 6.10.2005, με την ίδια, ουσιαστικά, αιτιολογία.  Την πιο πάνω απόφαση η αιτήτρια προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

 

Η αιτήτρια επικεντρώνεται βασικά στον ισχυρισμό της ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν αντίθετα και κατά παράβαση του σχετικού κανονισμού, με αποτέλεσμα να έχουν δράσει υπό το καθεστώς πλάνης περί το νόμο ή τα πράγματα.  Υποστηρίζει ότι στο άμεσα σχετιζόμενο με τα πειθαρχικά παραπτώματα προσόν της πειθαρχίας αξιολογήθηκε, στην μεν έκθεση ικανότητας της περιόδου 2.4.1997 μέχρι 31.12.1997, με βαθμολογία 10 (εξαίρετη), στη δε έκθεση ικανότητας της περιόδου 6.10.2003 μέχρι 31.12.2004 με βαθμό 8 (καλή).  Επισημαίνει ότι αν πράγματι διέπραξε σοβαρής φύσης παραπτώματα, δεν θα μπορούσε να βαθμολογηθεί με την πιο πάνω ψηλή βαθμολογία από τον καθ΄ ύλη αρμόδιο, το διοικητή της.  Η αιτήτρια καταλήγει ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν παραβιάζοντας τους σχετικούς κανονισμούς.  ΄Οφειλαν να δώσουν ειδική αιτιολογία γιατί να παρακαμφθεί το ουσιαστικό προβάδισμά της σε αξία και ικανότητα, όπως αυτή φαίνεται τις εκθέσεις ικανότητας.

 

Σύμφωνα με τον κανονισμό 26(1) της Κ.Δ.Π. 311/93, τα ουσιαστικά προσόντα των γυναικών υπαξιωματικών που συνιστούν τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η κρίση τους, διακρίνονται στα σωματικά και ψυχικά τους προσόντα, στη νοημοσύνη και ευφυΐα τους, στο χαρακτήρα τους, στην αφοσίωσή τους στο καθήκον, στην υπευθυνότητά τους, στην «πειθαρχικότητά» τους και στα ηγετικά, διοικητικά και επαγγελματικά τους προσόντα.  Ο χαρακτήρας των γυναικών υπαξιωματικών αναφέρεται στην τιμιότητα, ειλικρίνεια, ευσυνειδησία, αξιοπρέπεια, σεμνότητα, ευθύτητα, αμεροληψία, συνέπεια και αξιοπιστία τους, καθώς και στο αίσθημά τους για δικαιοσύνη, ενώ η «πειθαρχικότητα» των γυναικών υπαξιωματικών αναφέρεται στη ακριβή εκτέλεση των διατασσομένων και στην τήρηση του νόμου και της τάξης.   Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βαθμολογία που συγκέντρωνε η αιτήτρια στις εκθέσεις ικανότητας στα ουσιαστικά προσόντα, της επέτρεπε να θεωρηθεί προακτέα κατ΄ αρχαιότητα.

 

Είμαι της γνώμης ότι ορθά λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι πειθαρχικές καταδίκες της αιτήτριας και δεν συμφωνώ ότι προσδόθηκε στα παραπτώματα αυτά υπέρμετρη βαρύτητα, εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου Επανακρίσεων.

 

Το γεγονός ότι κατά την περίοδο που είχε τιμωρηθεί για τα συγκεκριμένα παραπτώματα είχε αξιολογηθεί ως «εξαίρετη» ή ως «καλή», δεν αφαιρεί από την αξιοπιστία της τελικής κρίσης του Συμβουλίου Επανακρίσεων. Αντίθετα, μειώνει την αξιοπιστία των αξιολογούντων αξιωματικών οι οποίοι, με τέτοια βαρύτατα πειθαρχικά παραπτώματα, έκριναν την αιτήτρια «εξαίρετη» κατά την πρώτη περίοδο και «καλή» κατά τη δεύτερη.  Το ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα διαπράχθηκαν δεν αμφισβητείται.  Εκείνο που ελέγχεται είναι κατά πόσο το Συμβούλιο Επανακρίσεων ορθά τα έλαβε υπ΄ όψιν, άνκαι, η αιτήτρια είχε  βαθμολογηθεί, παρά την ύπαρξή τους, ως «εξαίρετη» και «καλή».

 

Η ανάγκη τήρησης της πειθαρχίας στο στρατό είναι προφανής.  Το Συμβούλιο Κρίσεων δεν έδωσε υπερβάλλουσα βαρύτητα στα πειθαρχικά παραπτώματα της αιτήτριας. Απλώς τα έλαβε υπ΄ όψιν παρά τη βαθμολόγησή της, η οποία όμως δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Οι πειθαρχικές καταδίκες αποτελούν αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την κρίση του Συμβουλίου.  Και στο κάτω κάτω, αρμόδιο για την τελική αξιολόγηση της αιτήτριας είναι το Συμβούλιο Κρίσεων και στη συνέχεια του Συμβούλιο Επανακρίσεων και όχι ο αξιολογών λειτουργός ο οποίος, μάλιστα, αποδεδειγμένα δεν έκανε σωστά τη δουλειά του και αξιολόγησε την αιτήτρια λανθασμένα.  Γιατί δεν είναι δυνατόν κάποια που καταδικάστηκε για σοβαρά πειθαρχικά αδικήματα, να κρίνεται «εξαίρετη» στον τομέα της πειθαρχίας.

 

Με δεδομένη τη διάπραξη των πειθαρχικών αδικημάτων, δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την βαθμολογημένη εικόνα με τη δική του αντίθετη άποψη, όπως έγινε στην υπόθεση Γουλιέλμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 182/2002, ημερ. 19.9.2003.  Το Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν τελούσε υπό λανθασμένη εντύπωση ότι η αιτήτρια υστερούσε στις αναφερθείσες ιδιότητες.  Εδώ, σαφώς, η βαθμολογία που της είχε δοθεί δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική εικόνα.

 

Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων, όπως και το Συμβούλιο Κρίσεων προηγουμένως, ενήργησαν μέσα στα πλαίσια της δικής τους ευχέρειας και συνεπώς νόμιμα έκριναν την αιτήτρια ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο