ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 616/2005

 

 

8 Δεκεμβρίου 2006

 

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

KAREN MIRZOYAN,

Aιτητής,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄Ων η αίτηση

_________

 

 

Χρ. Χριστούδιας, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.

_________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Αιτητής, ο οποίος είναι Αρμένιος, ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το 1998 με άδεια παραμονής ως επισκέπτης.  Σύντομα όμως υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής για να εργασθεί ως προπονητής σε ποδοσφαιρική ομάδα και του εδόθη άδεια μέχρι 18.9.1999.  Στις 3.8.2000, αφού είχε αναχωρήσει από την Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονή του, επανήλθε αφού του εδόθη άδεια εισόδου και εργασίας ως εργάτης στην Κύπρο για τρεις μήνες, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε μέχρι 31.7.2001.  Αυτοτελής και παράλληλη αίτηση της συζύγου του όμως απερρίφθη.  Στη συνέχεια η άδεια του Αιτητή παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι 8.8.2002, μέχρι 9.8.2003, μέχρι 7.8.2004 και, τελικά, με ένδειξη «final - not renewable», μέχρι 1.5.2005.  Εν τω μεταξύ είχαν δοθεί και περιορισμένες άδειες παραμονής στη σύζυγο και το παιδί του Αιτητή από 20.12.2000 μέχρι 31.1.2001, από 23.5.2002 για άλλο ένα μήνα, και από 12.4.2005 μέχρι 1.5.2005.  Στις 22.4.2005, δηλαδή λίγο πριν από τη λήξη της τελευταίας άδειάς του, ο Αιτητής ζήτησε μέσω του δικηγόρου του όπως του χορηγηθεί το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών επί μακρόν διαμενόντων  στην Κύπρο ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Στις 16.5.2005 το αίτημα του απερρίφθη με το αιτιολογικό ότι η σχετική οδηγία της Ε.Ε. (2003/109/ΕΚ της 25.11.2003) θα ετύγχανε εφαρμογής στην Κύπρο μετά την 1.1.2006.  Αυτή την απόφαση προσβάλλει τώρα ο Αιτητής, ο οποίος εν τω μεταξύ και έχει απελαθεί.

 

Όπως ο ίδιος ο Αιτητής δέχεται, για την ενσωμάτωση της εν λόγω Οδηγίας στη νομοθεσία των κρατών-μελών εδόθη προθεσμία δύο ετών από τη δημοσίευση της στις 23.1.2004, δηλαδή μέχρι 23.1.2006, η δε Κυπριακή Δημοκρατία δεν την ενσωμάτωσε μέχρι την εν λόγω ημερομηνία (και ασφαλώς όχι μέχρι την προηγηθείσα ημερομηνία της προσβαλλόμενης απόφασης).  Είναι η εισήγηση του Αιτητή ότι, με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη έχουν άμεση ισχύ στην Κυπριακή Δημοκρατία και υπερέχουν κάθε αντίθετης Κυπριακής νομοθεσίας, τα Κυπριακά Δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το Κυπριακό δίκαιο με τρόπο που να συνάδει με τις Οδηγίες της Ε.Ε., η δε διοίκηση, κατά την περίοδο της προθεσμίας ενσωμάτωσης, οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου με την Οδηγία σκοπού.  Καταλήγει δε ο Αιτητής ότι, κατά την εξέταση του αιτήματος του και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η διοίκηση δεν έλαβε δεόντως υπ΄όψη της την εν λόγω Οδηγία.

 

Θέμα απ΄ευθείας ισχύος της Οδηγίας δεν μπορεί βεβαίως να τίθεται.  Για να είχε ισχύ στο Κυπριακό δίκαιο η Οδηγία θα έπρεπε να είχε πρώτα ενσωματωθεί σε αυτό με ανάλογη νομοθεσία, εξ ου και η διετής προθεσμία που εδόθη προς τούτο.  Και αν ακόμα ο Αιτητής θα μπορούσε να επικαλείτο την Οδηγία αν μετά τη λήξη της διετούς προθεσμίας αυτή δεν είχε ακόμα ενσωματωθεί στο Κυπριακό δίκαιο, αυτή δεν ήταν η περίπτωση αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη οκτώ μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας.  Η νομοθεσία όσο και η γραμματεία στην οποία παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εξηγούν αρκούντως τις αρχές αυτές.  Ούτε όμως μπορώ να συμφωνήσω ότι η διοίκηση δεν έλαβε υπ΄όψη την Οδηγία.  Το αίτημα του Αιτητή εβασίζετο ακριβώς σε αυτή, και απερρίφθη καθ΄όσον η Οδηγία δεν ήταν ακόμα δεσμευτική.  Θεωρώ δεδομένη την καλή πίστη της διοίκησης, που δεν ανατρέπεται από οποιοδήποτε στοιχείο στην υπόθεση.  Η εισήγηση του Αιτητή στην απαντητική αγόρευσή του ότι η διοίκηση δεν ενήργησε καλόπιστα καθ΄όσον προέβη σε έκδοση και εκτέλεση διατάγματος απέλασης του Αιτητή ουδόλως ευσταθεί.  Αντίθετα, η καλή πίστη της διοίκησης καταδεικνύεται στο ότι το εν λόγω διάταγμα εξεδόθη στις 14.9.2005, τέσσερις ολόκληρους μήνες δηλαδή μετά από την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή στις 16.5.2005, που συνιστούσε και την τελευταία εναλλακτική προσπάθεια του να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο αφού η άδεια παραμονής του είχε λήξει την 1.5.2005 και δεν επεδίωξε να την ανανεώσει και πάλι.  Αυτό που προκύπτει λοιπόν είναι ότι η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της, και κατ΄εφαρμογή της γενικότερης πολιτικής της ως προς τους αλλοδαπούς, έκρινε ότι, παρά τη μακρά διαμονή και εργασία του Αιτητή στην Κύπρο, πλήρη εικόνα της οποίας και είχε ενώπιον της, δεν εδικαιολογείτο το αίτημα του, χωρίς να είναι ασυνεπής και προς την προηγούμενη της συμπεριφορά, αφού η ετήσια ανανέωση της άδειας του Αιτητή επεσήμανε την προσωρινότητα της διαμονής του, η δε τελευταία ανανέωση, με την ένδειξη «final - not renewable», κάθε άλλο παρά του δημιούργησε εύλογες προσδοκίες για περαιτέρω και μόνιμη διαμονή στην Κύπρο.  Με την άσκηση, υπό αυτές τις συνθήκες, της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης που η ίδια η νομοθεσία και νομολογία της Ε.Ε. της επιτρέπει να διατηρεί, το Δικαστήριο δεν μπορεί να παρέμβει. 

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ο Αιτητής θα καταβάλει £400 έξοδα στη Δημοκρατία.

 

 

                                                                   Δ. Χατζηχαμπής,

                                                                                  Δ.

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο