ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 554

10 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

Αναφορικα με τα Αρθρα 146, 23, 25, 26, 28, 30 και 12,

του Συνταγματοσ

Investylia Ltd,

Αιτήτρια,

v.

ΧρηματιστηριοY Αξιων ΚυΠροY,

Καθ΄ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 263/2002)

 

Διοικητική πράξη Εκτελεστότητα Εκτελεστότητα αρνητικής γνωμοδότησης στην περίπτωση που η σύμφωνη γνωμοδότηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση έκδοσης της διοικητικής πράξης Η αρνητική γνωμοδότηση είναι εκτελεστή εκτός όταν την ακολουθεί και αρνητική διοικητική πράξη Η περίπτωση της άρνησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να συγκατατεθεί για την εισαγωγή τίτλων εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Απόφαση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου περί εισαγωγής τίτλων σε αυτό ― Απαίτηση της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο μέτρο που προνοείται από το Άρθρο 57 του Ν.64(Ι)/2001 ― Αιτιολογία της αρνητικής γνωμοδότησης στην κριθείσα περίπτωση ― Κρίθηκε επαρκής και δεν άφηνε περιθώρια παρά μόνο για υιοθέτησή της από το Συμβούλιο.

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμοί του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95) - Καν.74 ― Η προνοούμενη προθεσμία είναι ενδεικτική ― Η καθυστέρηση που την υπερέβη κρίθηκε δικαιολογημένη στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της άρνησης των καθ' ων η αίτηση να εγκρίνουν αίτησή της για εισαγωγή τίτλων στο Χ.Α.Κ.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.           Η αρνητική γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ουσιαστικά δεσμευτική σημασία, γιατί δεν αφήνει καμιά άλλη διέξοδο στο αποφασίζον όργανο, παρά να αρνηθεί να εκδώσει τη θετική πράξη. Συνεπώς η αρνητική γνωμοδότηση, ως μόνη γνωμοδότηση, έχει άμεση νομική ισχύ και αποτελεί διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή.  Νοουμένου όμως ότι δεν ακολούθησε και η σχετική αρνητική διοικητική πράξη.

            Στην κρινόμενη περίπτωση ακολούθησε της αρνητικής γνωμοδότησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η αρνητική απόφαση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου, η οποία είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.

2.         Υποστηρίχθηκε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αρνητική γνωμοδότησή της.  Η Επιτροπή ανέφερε ότι επειδή τα οικονομικά αποτελέσματα του συγκροτήματος δεν είναι διαθέσιμα για τα τρία αμέσως προηγούμενα της αίτησης έτη αλλά μόνο για το έτος 2000, ο επενδυτής δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την απόδοση των εταιρειών σαν συγκρότημα κάτω από κοινή διεύθυνση και συνεπώς δεν παρέχονται επαρκή στοιχεία στους επενδυτές για την ορθή εκτίμηση των τίτλων της αιτήτριας εταιρείας, όπως απαιτεί ο Κανονισμός 61(1)(ε) της Κ.Δ.Π. 214/95.  Προκύπτει, κατ' ακολουθία η ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας.

3.         Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι στον Κανονισμό 74, προνοείται ότι το Συμβούλιο οφείλει να εξετάζει τις αιτήσεις για εισαγωγή αξιών στο Χρηματιστήριο και να κοινοποιεί την απόφασή του επ' αυτών μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης.

            Οι δικηγόροι του καθ' ου η αίτηση παρέπεμψαν στο Άρθρο 11(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), το οποίο καθορίζει ότι οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Από τον Κανονισμό 74 προκύπτει ότι η προθεσμία των δύο μηνών είναι ενδεικτική.  Η αίτηση υποβλήθηκε στις 14.6.2000.  Λειτουργός του Χρηματιστηρίου στις 28.9.00 απάντησε στην αιτήτρια ότι η αίτησή της εξεταζόταν.  Εξετάστηκε από το Συμβούλιο για πρώτη φορά στη συνεδρία του ημερομηνίας 22.3.2001.  Η καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης ενόψει των περιστάσεων, ήταν δικαιολογημένη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Aιτήτρια.

Θ. Κορφιώτης, για τον Kαθ΄ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε στις 14.6.2000 αίτηση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου για εισαγωγή τίτλων σ' αυτό.

Σε υπηρεσιακό σημείωμα που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου αναφορικά με την αίτηση αυτή αναφέρθηκε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής τίτλων στο Χρηματιστήριο που θέτει ο Κανονισμός 61(1)(ε) των περί Αξιών  και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, όπως τροποποιήθηκαν (ΚΔΠ 214/95).  Τον παραθέτω:

«61(1) Δε γίνεται δεκτή η αίτηση προς εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο εκτός εάν ο εκδότης ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις και οποιαδήποτε τυχόν άλλη προϋπόθεση προκύπτουσα από την κείμενη νομοθεσία της Δημοκρατίας -

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(ε)  είχε δραστηριότητες συναφείς, λειτουργούσε κανονικά και είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον, αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως, έτη και διατηρούσε θετική καθαρή θέση για το τελευταίο έτος της περιόδου αυτής.

Κατ΄εξαίρεση το Συμβούλιο έχει εξουσία, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, να αποδέχεται με επαρκώς αιτιολογημένη απόφασή του την εισαγωγή τίτλων πρόσφατα συσταθέντος εκδότη ή εκδότη που δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της υποπαραγράφου αυτής, εφόσον κρίνει ότι παρέχονται ικανοποιητικά στοιχεία στους επενδυτές, που επιτρέπουν την ορθή εκτίμηση των τίτλων.»

Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου εξέτασε την αίτηση στη συνεδρία του ημερομηνίας 22.3.2001.  Αποφάσισε να την αποδεχθεί κατ' αρχή με εξαίρεση από την προϋπόθεση του Κανονισμού 61(1)(ε) ασκώντας τη διακριτική εξουσία που του παρέχεται.  Αιτιολόγησε την απόφασή του ως εξής:

«. . . . . εφόσον κρίνεται ότι παρέχονται επαρκή στοιχεία προς τους επενδυτές, για την ορθή εκτίμηση των τίτλων της και έχοντας υπόψη ότι η εταιρεία ζητά την εισαγωγή μέσω της τοποθέτησης τίτλων που έχουν ήδη εκδοθεί και δε θα γίνει οποιαδήποτε περαιτέρω έκδοση προς το κοινό.»

Εξουσιοδότησε όμως την υπηρεσία του Χρηματιστηρίου να συνεχίσει την εξέταση της αίτησης αυτής.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα μελετούσε το ενημερωτικό δελτίο για να κρίνει κατά πόσο θα έπρεπε να δοθεί εξαίρεση.

Επανήλθε το Συμβούλιο επί του θέματος στη συνεδρία του ημερομηνίας 12.7.2001.  Αποφάσισε να εξαιρέσει την αιτήτρια εταιρεία από την προϋπόθεση του Κανονισμού 61(1)(ε) «αφού κρίθηκε ότι στο ενημερωτικό δελτίο παρέχονται ικανοποιητικά στοιχεία στους επενδυτές που να επιτρέπουν την ορθή εκτίμηση των τίτλων» και να αποδεχθεί την αίτησή της για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο.

Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.  Απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της, με βάση το άρθρο 57 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(1)/2001), για την εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο που ρυθμίζεται από το άρθρο 28 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(1)/93, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 74(1)/95), στο εξής ο Νόμος.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.2.2002 να μη δώσει τη σύμφωνη γνώμη της για την εισαγωγή των τίτλων της αιτήτριας  στο Χρηματιστήριο. 

Παραθέτω το πιο κάτω μέρος από την απόφασή της αυτή:

«Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η Εταιρεία, αλλά και το Συγκρότημα ως σύνολο, δεν πληρούν τη βασική προϋπόθεση που καθορίζει ο κανονισμός 61(1)(ε) για τους πιο κάτω λόγους:

Η Εταιρεία ιδρύθηκε στην Κύπρο στις 17 Δεκεμβρίου 1977 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Μετατράπηκε σε δημόσια στις 28 Ιανουαρίου 2000.  Κύριοι σκοποί κατά την ημερομηνία της σύστασης της ήταν η διεξαγωγή γενικού εμπορίου.  Ουσιαστικά, όμως, μόνη δραστηριότητα της μέχρι τον Ιανουάριο του 2000 ήταν η συμμετοχή της στο κεφάλαιο της Panmail Ltd (2% στο σύνολο των ιδρυτικών μετοχών και 0.1% στο ολικό μετοχικό κεφάλαιο).  Τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2000 προέβη σε διάφορες εξαγορές εταιρειών με στόχο τη δημιουργία ενός ομίλου εμπορικών και βιομηχανικών εταιρειών παραγωγής, εισαγωγής και διανομής τροφίμων και άλλων καταναλωτικών αγαθών.

Παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες που απαρτίζουν το συγκρότημα λειτουργούσαν κανονικά και είχαν ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία προηγούμενα της αιτήσεως έτη, η δραστηριοποίηση του συγκροτήματος κάτω από κοινή διεύθυνση, άρχισε ουσιαστικά το Μάιο του 2000.  Επιπλέον, τα οικονομικά αποτελέσματα του συγκροτήματος δεν είναι διαθέσιμα για τα τρία αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως έτη αλλά μόνο για το έτος 2000.  Ως εκ τούτου ο επενδυτής δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την απόδοση των εταιρειών αυτών σαν συγκρότημα κάτω από κοινή διεύθυνση.

Σύμφωνα με τα πιο πάνω στοιχεία, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι δεν παρέχονται επαρκή στοιχεία προς τους επενδυτές για την ορθή εκτίμηση των τίτλων της Εταιρείας όπως προνοείται και από τον Κανονισμό 61(1)(ε).»

Το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 14.2.2002 σχολιάζοντας την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να μη δώσει σύμφωνη γνώμη στην απόφαση του.  Επανέλαβε τη θέση του ότι οι εταιρείες που αποτελούν το συγκρότημα λειτουργούσαν κανονικά και είχαν εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία αμέσως προηγούμενα της αίτησης έτη και ότι στο ενημερωτικό δελτίο παρουσιάζονταν οικονομικά στοιχεία για τις εταιρείες αυτές.  Από τα στοιχεία αυτά έκρινε ότι παρέχονταν στους επενδυτές επαρκή στοιχεία για να εκτιμήσουν ορθά τους τίτλους της εταιρείας όπως απαιτεί ο Κανονισμός 61(1)(ε).

Ανέφερε ακόμα ότι κατά τη λήψη της απόφασής του έλαβε υπόψη ότι η εταιρεία είχε ήδη αντλήσει κεφάλαια από τους επενδυτές για την εξαγορά των εταιρειών και τη δημιουργία του συγκροτήματος και πρόθεσή της ήταν να εισαγάγει τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο με τη μέθοδο της τοποθέτησης τίτλων που έχουν εκδοθεί και δε θα προέβαινε σε πρόσκληση για εγγραφή για την αγορά μετοχών από το κοινό με το ενημερωτικό δελτίο.

Αποφάσισε να αποστείλει επιστολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να μελετήσει εκ νέου το θέμα.

Η τελευταία απάντησε με επιστολή της ότι εμμένει στην αρχική της απόφαση στην οποία παρέπεμψε.

Το Συμβούλιο αποφάσισε στη συνεδρία του ημερομηνίας 21.2.2002, αφού δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να απορρίψει την αίτηση.

Η απόφαση αυτή είναι που προσβάλλεται με την προσφυγή.

Οι δικηγόροι του καθ΄ου η αίτηση πρόβαλαν ότι η άρνηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να δώσει σύμφωνη γνώμη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς η αιτήτρια εταιρεία μπορούσε να την προσβάλει αυτοτελώς, ενώ δεν είναι εκτελεστή η προσβαλλόμενη απόφαση.

Το άρθρο 57 του Ν. 64(1)/2001 καθορίζει ότι μέχρι να εκδοθούν οι Κανονισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 26(α) του Νόμου αυτού για τη λήψη αποφάσεων από το συμβούλιο του Χρηματιστηρίου επί των θεμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων που απαριθμεί, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.  Μεταξύ των άρθρων αυτών είναι και το άρθρο 28 του Νόμου, το οποίο καθορίζει ότι οι κοινές αξίες εισάγονται στο Χρηματιστήριο με απόφαση του Συμβουλίου.

Στην κρινόμενη υπόθεση το Συμβούλιο αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική εξουσία που του παρέχει ο Κανονισμός 61(1)(ε) και να εξαιρέσει την αιτήτρια από την προϋπόθεση του Κανονισμού αυτού.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν είχε σύμφωνη γνώμη και συνεπώς το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση.

Η αρνητική  γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ουσιαστικά δεσμευτική σημασία, γιατί δεν αφήνει καμιά άλλη διέξοδο στο αποφασίζον όργανο, παρά να αρνηθεί να εκδώσει τη θετική πράξη.  Συνεπώς η αρνητική γνωμοδότηση, ως μόνη γνωμοδότηση, έχει άμεση νομική ισχύ και αποτελεί διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή (βλ. Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Δαγτόγλου, β΄ έκδοση, σελ. 187).  Νοουμένου όμως ότι δεν ακολούθησε και η σχετική αρνητική διοικητική πράξη. Στο σύγγραμμα Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου - Σπηλιωτόπουλου, δ' έκδοση, σελ. 138 - 139 αναφέρεται:  «. . . . . η γνωμοδότησις ή γνώμη είναι κατ΄αρχήν προπαρασκευαστική της πράξεως του αποφασίζοντος οργάνου.  Εάν όμως η απαιτούμενη «σύμφωνος» γνώμη είναι αρνητική, εφ΄όσον δεν επακολουθήσει και η σχετική αρνητική διοικητική πράξις, έχει χαρακτήρα διοικητικής πράξεως (ΣΕ 2623/1973)»-

Στην κρινόμενη περίπτωση ακολούθησε της αρνητικής γνωμοδότησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η αρνητική απόφαση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου, η οποία είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.  Η προδικαστική ένσταση, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εταιρείας πρόβαλε ότι ο Νόμος και οι Κανονισμοί δεν καθιστούσαν απαραίτητη τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο ισχυρισμός αυτός απαντήθηκε πιο πάνω και απορρίπτεται.

Υποστηρίχθηκε στη συνέχεια ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αρνητική γνωμοδότησή της.  Παρέθεσα πιο πάνω το απόσπασμα από το οποίο προκύπτει η αιτιολογία που έδωσε.  Ανέφερε ότι επειδή τα οικονομικά αποτελέσματα του συγκροτήματος δεν είναι διαθέσιμα για τα τρία αμέσως προηγούμενα της αίτησης έτη αλλά μόνο για το έτος 2000, ο επενδυτής δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την απόδοση των εταιρειών σαν συγκρότημα κάτω από κοινή διεύθυνση και συνεπώς δεν παρέχονται επαρκή στοιχεία στους επενδυτές για την ορθή εκτίμηση των τίτλων της αιτήτριας εταιρείας, όπως απαιτεί ο Κανονισμός 61(1)(ε).  Προκύπτει, κατά την κρίση μου η ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας και κατ΄ακολουθία ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

Προβλήθηκε περαιτέρω ότι το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου δεν προέβηκε σε έρευνα πριν εκδώσει την αρνητική απόφαση, καθώς και ότι η τελευταία πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνήθηκε «σύμφωνη γνώμη».  Η απόφασή της, όπως λέχθηκε, δεν άφηνε άλλη διέξοδο στο Συμβούλιο ως αποφασίζον όργανο, παρά να εκδώσει αρνητική πράξη.

Συνεπώς μετά από την αρνητική γνωμοδότηση οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ή αιτιολογία ήταν περιττή.

Ακολούθως  ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της ισότητας.  Ανέφερε ότι το τελευταίο αποδέχτηκε στο παρελθόν αιτήσεις εταιρειών που κατονόμασε για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο ενώ δεν πληρούσαν την προϋπόθεση που απαιτεί ο Κανονισμός 61(1)(ε).

Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε αόριστα και δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο.

Αναφέρθηκε περαιτέρω ο συνήγορος στον Κανονισμό 74, που καθορίζει ότι το Συμβούλιο οφείλει να εξετάζει τις αιτήσεις για εισαγωγή αξιών στο Χρηματιστήριο και να κοινοποιεί την απόφασή του επ΄αυτών μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης.

Οι δικηγόροι του καθ΄ου η αίτηση παρέπεμψαν στο άρθρο 11(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) το οποίο καθορίζει ότι οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Από τον Κανονισμό 74 προκύπτει ότι η προθεσμία των δύο μηνών είναι ενδεικτική.  Η αίτηση υποβλήθηκε στις 14.6.2000.  Λειτουργός του Χρηματιστηρίου στις 28.9.00 απάντησε στην αιτήτρια ότι η αίτησή της εξεταζόταν.  Εξετάστηκε από το Συμβούλιο για πρώτη φορά στη συνεδρία του ημερομηνίας 22.3.2001.  Κρίνω ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης ενόψει των περιστάσεων, ήταν δικαιολογημένη.

Ενόψει των πιο πάνω, κανένας ισχυρισμός  δεν ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.



 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο