ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥ ΓΗ ΑΡ. 667/00
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Κώστα Κολά
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Ανακουφίσεως Παθόντων
Καθ'ων η αίτηση
---------------------------------- -------------------------------------------------- --------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 20 Σεπτεμβρίου, 2001.Για τον αιτητή: Γ. Πασιαρδής.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου.
----------------------------------- -------------------------------------------------- -------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μετά από γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου, με απόφαση της Επιτροπής Ανακουφίσεως Παθόντων ημερομηνίας 7.6.96, ο αιτητής αναγνωρίστηκε ως "μερικώς ανάπηρος", σε ποσοστό 16%, με την έννοια του περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμου του 1988 (Ν. 114/88 όπως τροποποιήθηκε) και αποφασίστηκε η χορήγηση σ΄ αυτόν της προβλεπόμενης ειδικής μηνιαίας σύνταξης.
Περίπου ένα χρόνο μετά, με επιστολή του ημερομηνίας 2.7.97, ο αιτητής ζήτησε να επανεξεταστεί από το Ιατροσυμβούλιο επειδή θεωρούσε ότι η κατάστασή του (είχε διαγνωστεί χρόνια κατάθλιψη από λόγους που συνδέθηκαν με την τουρκική εισβολή) χειροτέρευσε. Επανεξετάστηκε από το Ιατροσυμβούλιο στις 11.9.97, διαπιστώθηκε πράγματι χειροτέρευση ("υπολείμματα χρονίσασας ανθεκτικής κατάθλιψης με κρίσεις πανικού"), το ποσοστό της αναπηρίας του καθορίστηκε στο 30% και η Επιτροπή, στις 29.1.98, αποφάσισε τη χορήγηση σ΄ αυτόν της αυξημένης σύνταξης που προβλέπεται για την περίπτωση.
Ο αιτητής επανήλθε περίπου δύο μήνες μετά, με επιστολή του ημερομηνίας 6.3.98, με γενικά παράπονα σε σχέση με την ανεπάρκεια του ποσού. Για να πληροφορηθεί όμως, με επιστολή ημερομηνίας 23.3.98, πως η σύνταξή του θα αυξανόταν στο πλαίσιο γενικής αναθεώρησης και πως ο ίδιος, όπως είχε ήδη καθορίσει το Ιατροσυμβούλιο, θα εξεταζόταν εκ νέου το Σεπτέμβριο 1999.
Στις 10.12.98 η Επιτροπή αποφάσισε τη μείωση της σύνταξης του αιτητή κατά το ποσοστό που αναλογούσε στο γεγονός ότι το ένα από τα παιδιά του ενηλικιώθηκε. Προφανώς συμπτωματικά, με επιστολή ημερομηνίας 27.11.98 που σημειώνεται ότι λήφθηκε στις 10.12.98, ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε αύξηση της σύνταξης επικαλούμενος χειροτέρευση της κατάστασης της υγείας του και αύξηση των αναγκών της οικογένειάς του. Επίσης ζήτησε να του χορηγηθεί η σύνταξη αναδρομικά από τις 14.8.74. Η απάντηση της 15.12.98 προερχόταν από τον Πρόεδρο της Επιτροπής χωρίς, όπως προκύπτει, να είχε ασχοληθεί με το αίτημα η ίδια η Επιτροπή. Ήταν, όπως την κατανοώ, πληροφοριακής φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα από το Νόμο και τους Κανονισμούς. Πάνω στη βάση του ποσοστού της αναπηρίας του όπως αυτό είχε καθοριστεί και την οικογενειακή του κατάσταση, δεν ήταν δυνατό να του χορηγηθεί αυξημένη σύνταξη. Ούτε ήταν επιτρεπτή η αναδρομική πληρωμή που ζήτησε.
Με ειδοποίηση ημερομηνίας 6.9.99 ο αιτητής προσκλήθηκε για επανεξέταση από το ιατροσυμβούλιο. Ο ίδιος λέγει ότι είχε μεσολαβήσει και άλλη επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 22.7.99, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην απαντητική του αγόρευση. Δεν υπάρχει στο διοικητικό φάκελο αυτή η επιστολή αλλά, όπως θα δούμε, το ζήτημα αυτό είναι επουσιώδες. Με την επιστολή ζητήθηκε αύξηση της σύνταξης επειδή, όπως υποστηρίχθηκε, το ποσοστό της αναπηρίας του αιτητή είναι ψηλότερο από το καθορισθέν και οι ανάγκες της οικογένειας του αυξήθηκαν.
Το Ιατροσυμβούλιο εξέτασε τον αιτητή στις 9.12.99 και, σύμφωνα με γνωμάτευσή του, "η κατάσταση του πιο πάνω αναπήρου εξακολουθεί να παραμένει η ίδια". Και η Επιτροπή, ενόψει της γνωμοδότησης, στις 17.2.00 αποφάσισε να παραμείνει η σύνταξή του "όπως έχει". Ο αιτητής προσβάλλει το κύρος αυτής της απόφασης και είναι η πρώτη εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση πως η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Κατά το άρθρο 11 του Νόμου η Επιτροπή μπορεί να αναθεωρεί τις συντάξεις όποτε η ίδια θεωρεί σκόπιμο και η αναθεώρηση εδώ έγινε με δική της πρωτοβουλία, χωρίς αίτημα δηλαδή του αιτητή. Αφού δε η απόφασή της δεν
μετέβαλε την κατάσταση, δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και ήταν βεβαιωτική της προηγούμενης.Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτές τις σκέψεις. Νομίζω πως η αντίθετη άποψη του αιτητή ότι η απόφαση είναι εκτελεστή, είναι ορθή. Με ή χωρίς αίτημα διεξάχθηκε νέα έρευνα αφού ο αιτητής επανεξετάστηκε από το Ιατροσυμβούλιο. Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχτηκε στο νέο δεδομένο της γνωμάτευσης του Ιατροσυμβουλίου και κρίνω πως θα υπέκειτο σε αναθεώρηση, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, με αναφορά σ΄ αυτό. Ούτως ή άλλως, δεν
θα συμφωνήσω και με την εισήγηση πως δεν υπήρξε αίτημα προερχόμενο από τον αιτητή και πως ήταν με πρωτοβουλία της Επιτροπής που έγινε η επανεξέταση. Εν πρώτοις, το Ιατροσυμβούλιο στις 11.9.97, είχε σημειώσει πως θα έπρεπε να επανεξεταστεί η κατάσταση του αιτητή μετά από δύο χρόνια. Προφανώς επειδή έτσι έκρινε ότι δικαιολογούσε η περίπτωση. Σημειώνω ότι τότε η ανικανότητα του αιτητή χαρακτηρίστηκε ως "προσωρινή" ενώ με τη νέα γνωμοδότηση, αν και στο ίδιο ποσοστό, χαρακτηρίζεται ως μόνιμη. Μετά, είδαμε πως μεσολάβησαν αιτήματα του αιτητή για αύξηση, με αναφορά και στην κατ΄ ισχυρισμό χειροτέρευση της κατάστασής του που δεν αντιμετωπίστηκαν κατ΄ ουσίαν, ακριβώς ενόψει της προγραμματισθείσας επανεξέτασής του.Η προσφυγή, όμως, πρέπει να απορριφθεί για λόγους ουσίας. Ο αιτητής ισχυρίζεται πως η απόφαση που λήφθηκε είναι αναιτιολόγητη αλλά είναι προφανές το λάθος του. Η απόφαση στηρίζεται σε σαφή αιτιολογία. Αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι το Ιατροσυμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν αυξήθηκε το ποσοστό της αναπηρίας του.
Το δεύτερο του παράπονο αφορά στην ίδια την κρίση του Ιατροσυμβουλίου. Θεωρεί ότι ήταν το αποτέλεσμα πρόχειρης και επιφανειακής εξέτασής του και επισυνάπτει στην αγόρευσή του πιστοποιητικά ιδιωτών γιατρών που τον εξέτασαν κατά καιρούς. Δεν θεωρώ ότι παρέχεται δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με την ουσιαστική κρίση των τεσσάρων γιατρών του Ιατροσυμβουλίου που αφορούν σε εντελώς τεχνικό θέμα. Σημειώνω συναφώς το άρθρο 5 του Νόμου σε σχέση με την ίδρυση Ιατροσυμβουλίου, για την παροχή από αυτό γνωμοδότησης, "διά πάσαν εξεταζομένην περίπτωσιν".
Ο αιτητής, στην αγόρευσή του, ισχυρίζεται πως θα έπρεπε να είχε υποβληθεί και σε ακτινολογική εξέταση και επισυνάπτει πιστοποιητικό ορθοπεδικού πως πάσχει και από σπονδυλόλυση που και αυτή, κατά τον ισχυρισμό του, συνδέεται με την τουρκική εισβολή. Όμως στην αρχική του αίτηση, που υποβλήθηκε στις 10.2.95, αναφέρθηκε μόνο σε "ψυχολογικά τραύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου - εισβολής 1974 στην περιοχή Παλαίκυθρο κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής". Και στη συνέχεια ουδέποτε έθεσε τέτοιο θέμα με τις διάφορες παραστάσεις αλλά αναφερόταν σε επιδείνωση της κατάστασής του. Εν πάση περιπτώσει, παρενεβλήθησαν οι εκτελεστές πράξεις με τις οποίες καθορίστηκε η σύνταξή του με διαπίστωση πάθησης μόνο ψυχολογικής φύσης και αυτές δεν προσβλήθηκαν. Το δε άρθρο 11 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία αύξησης, μείωσης ή διακοπής της σύνταξης ενόψει μεταβολής "αναφορικά προς το βαθμό της αναπηρίας του": Όσα τώρα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση "μεταβολή" που επήλθε μετά την
προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής.Το τρίτο παράπονο του αιτητή αφορά στην, κατά την εισήγησή του, παράλειψη της Επιτροπής να προβεί σε έρευνα και να συνυπολογίσει μεταβολές στην οικογενειακή του κατάσταση. Η σύνθεση της οικογένειας του αιτητή ήταν γνωστή και δεν είχε μεταβληθεί. Είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών παιδιών. Αυτά γεννήθηκαν στις 30.9.75, στις 6.12.80 και στις 7.10.93 και είδαμε πως η Επιτροπή, προφανώς παρακολουθώντας τέτοια θέματα, προσάρμοσε τη σύνταξη του αιτητή όταν και το δεύτερο από τα παιδιά του ενηλικιώθηκε.
Σημειώνω πως κατά το άρθρο 6(1) του Νόμου το ποσό της σύνταξης καθορίζεται με Κανονισμούς και με τους περί Ανακουφίσεως Παθόντων Κανονισμούς του 1988 (ΚΔΠ 186/88 όπως τροποποιήθηκαν), το επιπρόσθετο ποσό για "οικογενειακές υποχρεώσεις" στο βαθμό που αυτές αφορούν σε τέκνα, παρέχεται ως τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους. Ο αιτητής, λοιπόν, χωρίς να είχε θέσει ποτέ θέμα τέτοιας μεταβολής, εννοεί πως θα έπρεπε να ερευνηθεί ο ισχυρισμός του για αύξηση των αναγκών της οικογένειάς του. Θεωρώντας πως τέτοια κατ΄ ισχυρισμό αύξηση συνιστά "μεταβολή στην οικογενειακή του κατάσταση".
Δεν θα ασχοληθώ με το γεγονός ότι σε κανένα στάδιο δεν παρέσχε ο αιτητής νέα στοιχεία ούτε ως προς αυτό και συναφώς, με το γεγονός ότι δεν επιβάλλεται στην Επιτροπή καθήκον αλλά της παρέχεται εξουσία να αναθεωρεί τις συντάξεις για τους λόγους που αναφέρονται. Η εισήγηση του αιτητή στηρίζεται σε λανθασμένη αντίληψη του νομικού πλαισίου που διέπει το θέμα. Το άρθρο 8(ε) προβλέπει πως το καταβλητέο ποσό καθορίζεται αφού ληφθεί υπόψη ο βαθμός της αναπηρίας και οι οικογενειακές υποχρεώσεις του αναπήρου. Το άρθρο 11(1)(β) παρέχει εξουσία για, μεταξύ άλλων, αύξηση του ποσού αφού λάβει υπόψη "οιανδήποτε μεταβολή αναφορικώς προς το βαθμό της αναπηρίας και την οικογενειακή του κατάσταση" η οποία αντιδιαστέλλεται, όπως μου φαίνεται ότι προκύπτει από το άρθρο 11(2)(α), προς την "κοινωνικοοικονομική κατάσταση".
Εν πάση περιπτώσει, θεσπίστηκαν Κανονισμοί οι οποίοι, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση του άρθρου 18 αλλά και του άρθρου 6(1), καθόρισαν το ύψος των ειδικών μηνιαίων συντάξεων. Στην περίπτωση των αναπήρων ο Πίνακας Β εξαρτά αυτό το ύψος πρώτα από το ποσοστό της αναπηρίας. Προβλέπεται ορισμένο ποσό για κάθε ποσοστό αναπηρίας. Μετά, από τη σύνθεση της οικογένειας. Προβλέπεται ορισμένο επιπρόσθετο ποσό για τη σύζυγο και άλλο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, ως τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να τίθεται από τον αιτητή θέμα "μεταβολής" με την έννοια του Νόμου και των Κανονισμών που θα επέτρεπε την αύξηση της σύνταξής του.
Το τελευταίο θέμα αφορά στο γεγονός ότι ο αιτητής εισπράττει δημόσιο βοήθημα από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Και επειδή αυτό προσδιορίστηκε στη βάση ποσοστού ανικανότητας 85%, εισηγείται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και ότι έχουμε αντιφατικές αποφάσεις της διοίκησης για τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά. Άφησε όμως εντελώς αναπάντητα τα πιο κάτω από την αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση:
Οι ρυθμίσεις γίνονται από διαφορετικούς νόμους και με διαφορετικά κριτήρια και, εν πάση περιπτώσει, με βάση το άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80) "η στάθμιση του ποσοστού αναπηρίας δεν γίνεται από το Ιατροσυμβούλιο αλλά από τον εξεταστή απαντήσεων που θα πρέπει να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το αναμενόμενο κερδιζόμενο εισόδημα από την εργασία". Όπως εξηγήθηκε πολύ πρόσφατα στην Αντώνης Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 893/99, ημερομηνίας 30.1.01. Αυτό το τελευταίο, λοιπόν, παράπονο του αιτητή παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτο. Εν πάση περιπτώσει, το δημόσιο βοήθημα από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων του παρέχεται από το 1994 και υπήρχε εξ αρχής αναντιστοιχία μεταξύ των δύο ποσοστών. Θα ετίθετο επομένως και θέμα αναφορικά με το κατά πόσο θα ήταν καν δυνατό να προβάλει τώρα τέτοιο ισχυρισμό,
αφού δεν προσέβαλε την πρώτη απόφαση και, συναφώς, αν θα ήταν δυνατό να ταξινομηθεί τέτοιο θέμα, ως "μεταβολή" από τις αναφερόμενες στο άρθρο 11(1)(β) του Νόμου.Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της ειδικής φύσης του θέματος δεν θα εκδώσω διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΕΠσ