ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 371

17 Φεβρουαρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 282/96)

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας — Άρνηση ανάκλησης εκδοθείσας πράξης — Δεν συνιστά παράλειψη ανάκλησης αλλά επιβεβαίωση της εκδοθείσας πράξης — Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της άρνησης ανάκλησης πειθαρχικής καταδίκης στην κριθείσα περίπτωση —Νομολογία.

Ο αιτητής προσέβαλε την παράλειψη να ανακληθεί η πειθαρχική του καταδίκη που αποφασίστηκε ερήμην του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Ουδόλως προκύπτει ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξαν μεταγενέστερα γεγονότα που να δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση για ανάκληση εκ μέρους της διοίκησης. Ο μόνος ισχυρισμός που προεβλήθη για την ανάκληση ήταν ότι ο Αιτητής δεν εγνώριζε την ημερομηνία δίκης και τη φύση της κατηγορίας γιατί δεν του επεδόθη κλήση. Τούτο ήταν απλός ισχυρισμός για θέμα το οποίο είχε ήδη εξετασθεί με βάση μαρτυρία, και δεν συνιστούσε νέα νομικά ή πραγματικά στοιχεία, αυστηρά κρινόμενα, που να δείχνουν ότι υπήρξε ή έπρεπε να υπάρξει επανεξέταση του θέματος. Η άρνηση ανάκλησης ήταν απλώς βεβαιωτική της πειθαρχικής καταδίκης που έγινε χωρίς νέα έρευνα. Διαφορετική άποψη, κάτω από τις περιστάσεις, θα επέτρεπε στον Αιτητή να παρακάμψει την πρόνοια για την περίοδο προθεσμίας προσβολής της απόφασης της πειθαρχικής καταδίκης. Γι' αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Έστω όμως και αν δεχόταν κανείς ότι υπήρξαν νέα στοιχεία που πράγματι οδήγησαν σε επανεξέταση, θα κατέληγε και πάλι στην απόρριψη της προσφυγής. Τα στοιχεία αυτά δεν οδηγούσαν σε οφειλόμενη ενέργεια ανάκλησης αλλά σε δημιουργία διακριτικής ευχέρειας προς τούτο, ενόψει της μαρτυρίας που υπήρχε για τους λόγους που οδήγησαν στη μη επίδοση της κλήσης και των συναφών γεγονότων, και στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του Αιτητή, για τα οποία εφαίνετο ότι αποκλειστικά υπεύθυνος ήταν ο Αιτητής. Η Ε.Ε.Υ. θα είχε ενεργήσει εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας απορρίπτοντας το αίτημα για ανάκληση, έχοντας υπόψη ποιοί ήταν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Zivlas v. Municipality of Paphos (1975) 3 C.L.R. 349.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η άρνηση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να ανακαλέσει την καταδίκη του αιτητή στην πειθαρχική διαδικασία καθώς και την απόφαση της να προχωρήσει στην επιβολή ποινής.

Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής είναι φιλόλογος - καθηγητής Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, τοποθετημένος κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Γυμνάσιο Αρχιεπισκόπου Γ' στο Πλατύ.

Μετά από διάφορα παράπονα από μαθητές για απρεπή συμπεριφορά του Αιτητή, στις 22.11.94 διορίστηκε ερευνών λειτουργός για να διερευνήσει τις κατηγορίες εναντίον του. Αφού αυτός πήρε καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα έδωσε και την ευκαιρία στον Αιτητή να δώσει κατάθεση, αλλά ο τελευταίος δεν παρέλαβε διπλοσυστημένη επιστολή στη διεύθυνση του. Μετά την υποβολή της έκθεσης του ερευνώντα λειτουργού, διατυπώθηκε κατηγορία εναντίον του Αιτητή και η Ε.Ε.Υ όρισε την πειθαρχική υπόθεση εναντίον του στις 16.10.95. Μέσω του Επιθεωρητή κ. Φωτίου έγινε προσπάθεια να επιδοθεί κλήση στον Αιτητή στο σχολείο του, αλλά αυτός αρνήθηκε να εμφανιστεί στο γραφείο του Διευθυντή. Όταν η Ε.Ε.Υ. πληροφορήθηκε τούτο ανέβαλε την υπόθεση για τις 6.11.95 για να δοθεί ακόμη μία ευκαιρία επίδοσης της κλήσης. Η δεύτερη κλήση δόθηκε στον Επιθεωρητή κ. Μαρκίδη, ο οποίος επισκέφθηκε το σχολείο, όπου ο Αιτητής διαμαρτυρόταν έντονα και αρνείτο να παραλάβει την κλήση, αλλά ο επιθεωρητής κ. Μαρκίδης, όπως ανέφερε στη μαρτυρία του στην πειθαρχική διαδικασία, κατόρθωσε να τον πληροφορήσει για το περιεχόμενο της κλήσης και για την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η πειθαρχική υπόθεση. Ο Αιτητής παρέλειψε να εμφανιστεί και η Ε.Ε.Υ., αφού άκουσε λεπτομερή μαρτυρία για την άρνηση παραλαβής της κλήσης και των σχετικών γεγονότων, προχώρησε και δίκασε τον Αιτητή στην απουσία του. Η Ε.Ε.Υ. βρήκε τον Αιτητή ένοχο και τον κάλεσε να εμφανιστεί για να αναφέρει οτιδήποτε σε μετριασμό της ποινής. Ο Αιτητής, που εκπροσωπείτο τώρα από δικηγόρο, μετά από αναβολή στις 11.12.95 υπέβαλε αίτημα προς την Επιτροπή για ανάκληση της απόφασης και επανάληψη της διαδικασίας με τον ισχυρισμό, όπως φαίνεται από επιστολή του δικηγόρου του Αιτητή προς την Ε.Ε.Υ., ότι ο Αιτητής δεν είχε γνώση του αδικήματος και της φύσης του καθώς και της ημερομηνίας της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι δεν του είχε επιδοθεί η κλήση. Στις 11.3.96 η Ε.Ε.Υ. απέρριψε το αίτημα του δικηγόρου του Αιτητή και τελικά, μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, επέβαλε στον Αιτητή ποινή αυστηρής επίπληξης.

Με την παρούσα του προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την παράλειψη και/ή άρνηση της Ε.Ε.Υ. να ανακαλέσει την απόφαση της ημερ. 16.10.95, που ήταν η καταδίκη του Αιτητή στην πειθαρχική διαδικασία και την απόφαση της Επιτροπής να προχωρήσει στην επιβολή ποινής.

Οι Καθ' ων η Αίτηση προβάλλουν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Η πρώτη είναι ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, γιατί δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απόφαση προπαρασκευαστικού χαρακτήρα, με τον ισχυρισμό ότι η απόφαση ήταν μέρος σύνθετης διοικητικής ενέργειας που κατέληξε στην επιβολή της ποινής, που ήταν η μόνη προσβλητή πράξη. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση είναι ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, γιατί δεν υφίστατο εκ του νόμου οφειλόμενη ενέργεια για ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης και ως εκ τούτου δεν υπήρχε παράλειψη εντός της έννοιας του Άρθρου 146.

Όπως ορθά επισημαίνεται στην απαντητική αγόρευση του Αιτητή, η μόνη πράξη που προσβάλλεται είναι η άρνηση της Ε.Ε.Υ. να ανακαλέσει την απόφαση της για την πειθαρχική καταδίκη του Αιτητή στην απουσία του. Έτσι, το μόνο θέμα που εγείρεται με βάση τις προδικαστικές ενστάσεις των Καθ' ων η Αίτηση είναι κατά πόσο η άρνηση ανάκλησης της απόφασης συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή.

Στο σύγγραμμα "Η Αίτησις Ακυρώσεως" του Θ. Τσάτσου, Τρίτη έκδοση, στην §64, σελ. 149, αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Δεν αποτελεί όμως άρνησιν ή παράλειψιν οφειλομένης ενεργείας η άρνησις ή παράλειψις ανακλήσεως εκδοθείσης ήδη πράξεως, αλλά πράξιν βεβαιωτικήν της μη ανακαλούμενης εκτός εάν εξ επιγενομένων γεγονότων ή γεγονότων καταστάντων γνωστών εκ των υστέρων έχη προκύψει νόμιμος υποχρέωσις προς τούτο και ζητηθή η εκπλήρωσις αυτής."

Επίσης στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", 1951, ο Μ. Στασινόπουλος αναφέρει τα πιο κάτω επί του θέματος στις σελ. 463-464:

"Σημειωτέον προς τούτοις ότι η επί της αιτήσεως του διοικούμενου άρνησις της Διοικήσεως όπως προβή εις ανάκλησιν της πράξεως θεωρείται κατ' αρχήν ως πράξις στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρος, συνισταμένη δ' εις απλήν επιβεβαίωσιν της πράξεως, της οποίας ματαίως εζητήθη η ανάκλησις. Ουχ ήττον, υφίστανται περιπτώσεις, κατά τας οποίας η πάροδος του χρόνου ή η επέλευσις ωρισμένων στοιχείων θεωρείται ως δημιουργούσα έννομον αξίωσιν του διοικούμενου επί την ανάκλησιν πράξεως, ήτις κατ' αρχήν νομίμως εξεδόθη. Ενταύθα η άρνησις της Διοικήσεως όπως ικανοποίηση την αξίωσιν ταύτην του διοικούμενου συνιστά αυτοτελή εκτελεστήν πράξιν, παραδεκτώς προσβαλλομένη ν δι' αιτήσεως ακυρώσεως. Ούτω, μετά την πάροδον απράκτου του νομίμου χρόνου δια την συμπλήρωσιν της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ο καθ' ου αύτη έχει αξίωσιν επί την ανάκλησιν αυτής, η δ' επί της σχετικής αιτήσεως άρνησις της Διοικήσεως φέρει εκτελεστόν χαρακτήρα."

Στα "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας", 1929-1959, Ανατύπωση 1969, στη σελ.203, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

"Υποχρέωσις της Διοικήσεως όπως ανακαλή τας παρανόμους πράξεις αυτής, ή εξετάζη αιτήσεις προς ανάκλησιν τοιούτων πράξεων κατ' αρχήν δεν υφίσταται. Συνεπεία τούτου δεν θεωρείται ως εκτελεστή η ρητή ή σιωπηρά άρνησις της Διοικήσεως, όπως ανακαλέση παράνομον πράξιν αυτής. Εάν όμως η άρνησις εξεδηλώθη μετά νέαν έρευναν της υποθέσεως και κατόπιν λήψεως υπ' όψιν νέων ουσιωδών στοιχείων φέρει εκτελεστέον χαρακτήρα."

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Zivlas v. Municipality of Paphos (1975) 3 C.L.R. 349, είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί εκτενώς με το ίδιο θέμα, κάμνοντας και αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα από τα "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας". Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τις σελ.360-361 της απόφασης:

"What remains, however, to consider, is whether the refusal of the administration to revoke or withdraw their previous administrative decisions or acts, namely, the building permit and the certificate of approval, is an act or decision of an executory nature which may be the subject of a recourse and as from its occurrence the time prescribed by Article 146.3 of the Constitution starts running.

In my view, that decision was a confirmatory one constituting a repetition of the previous decision and based on the same factual and legal basis. It could not become the subject of a recourse under Article 146 of the Constitution, as acts and decisions stating the insistence of the administration and its refusal to revoke a previous executory act is a confirmatory one. There was no reversal of the factual basis upon which the permit and the certificate of approval were issued, nor was there any scope for a new inquiry to be carried out by the administration in the matter, as the ascertainment of facts in the civil action and in particular the admission that there was a trespass by defendants 1, 2 and 3 beyond the boundary of the path was entirely unconnected with the conditions of the permit regarding the road to be constructed which is the subject of the complaint of the applicant. (In this respect, see Varnava v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 566 at pp. 574 and 575 and the authorities therein cited). As also stated in the Conclusions of the Greek Council of State, p.203, "There is no obligation on the part of the administration to revoke its legal acts or examine applications for revocation of such acts and in consequence it is not considered as executory act the express or silent refusal of the administration to revoke an unlawful act. If, however, the refusal was expressed after a new inquiry of the case and after taking into consideration new substantial factors, such refusal has an executory character". This is not, however, the case in the present instance.

When a new inquiry exists, was extensively dealt with by Hadjianastassiou, J. in the case of Police Association and Others v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 1 at pp.29 and 30, where he adopts with approval a passage from the textbook of Stasinopoulos on the Law of Administrative Disputes, (1964) 4th ed., at p. 176, which is to the effect that when a new inquiry exists or not, is a question of fact and it is considered to be a new inquiry - the taking into consideration of new substantive legal or real material and a new material is judged severely because he who has lost the time limit for the purpose of attacking an executory act, should not be permitted to circumvent such a time limit by the creation of a new act which has been issued nominally after a new inquiry, but in substance on the basis of the same material."

Με γνώμονα τις πιο πάνω νομικές αρχές έχω προχωρήσει και εξετάσει τα γεγονότα και της συνθήκες της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Κατά την κρίση μου, ουδόλως προκύπτει ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξαν μεταγενέστερα γεγονότα που να δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση για ανάκληση εκ μέρους της διοίκησης. Ο μόνος ισχυρισμός που προεβλήθη για την ανάκληση ήταν ότι ο Αιτητής δεν εγνώριζε την ημερομηνία δίκης και τη φύση της κατηγορίας γιατί δεν του επεδόθη κλήση. Τούτο ήταν απλός ισχυρισμός για θέμα το οποίο είχε ήδη εξετασθεί με βάση μαρτυρία, και δεν συνιστούσε νέα νομικά ή πραγματικά στοιχεία, αυστηρά κρινόμενα, που να δείχνουν ότι υπήρξε ή έπρεπε να υπάρξει επανεξέταση του θέματος. Η άρνηση ανάκλησης ήταν απλώς βεβαιωτική της πειθαρχικής καταδίκης που έγινε χωρίς νέα έρευνα. Διαφορετική άποψη, κάτω από τις περιστάσεις, θα επέτρεπε στον Αιτητή να παρακάμψει την πρόνοια για την περίοδο προθεσμίας προσβολής της απόφασης της πειθαρχικής καταδίκης. Γι' αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Έστω όμως και αν δεχόμουν ότι υπήρξαν νέα στοιχεία που πράγματι οδήγησαν σε επανεξέταση, θα κατέληγα και πάλι στην απόρριψη της προσφυγής. Τα στοιχεία αυτά δεν οδηγούσαν σε οφειλόμενη ενέργεια ανάκλησης αλλά σε δημιουργία διακριτικής ευχέρειας προς τούτο, ενόψει της μαρτυρίας που υπήρχε για τους λόγους που οδήγησαν στη μη επίδοση της κλήσης και των συναφών γεγονότων, και στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του Αιτητή, για τα οποία εφαίνετο ότι αποκλειστικά υπεύθυνος ήταν ο Αιτητής. Η Ε.Ε.Υ. θα είχε ενεργήσει εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας απορρίπτοντας το αίτημα για ανάκληση, έχοντας υπόψη ποιοί ήταν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα εναντίον του Αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο